Η κρίση της πανδημίας ανέδειξε για άλλη μια φορά την εξαιρετική σημασία της προστασίας της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, σ’ αυτές τις ακραίες συνθήκες βλέπουμε να εντείνεται η προσπάθεια απονοηματοδότησης της υγείας ως κοινωνικού
αγαθού. Για τους ακραίους νεοφιλελεύθερους η πρόσβαση στην υγεία προβάλλεται ως προνόμιο, εξαρτώμενο από την οικονομική επιφάνεια του πολίτη και όχι από τις πραγματικές ανάγκες του.
Επομένως, ένα κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, πριν από οποιαδήποτε συζήτηση για την υγεία, είναι εάν το δημόσιο σύστημα ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις προσδοκίες της κοινωνίας και ιδίως αυτών που το έχουν περισσότερο ανάγκη. Από την απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται, τελικά, οποιαδήποτε αξιολόγηση των αριθμών και των δεικτών της υγείας, των πολιτικών που ασκούνται, αλλά και των προτάσεων που υποβάλλονται. Δυστυχώς, η εικόνα του τομέα της υγείας είναι ζοφερή.
Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δεν ανταποκρίνεται στον ρόλο της, ως βασικού κρίκου υποδοχής και θεραπείας ασθενών, που θα μπορούσαν να αποφύγουν την εισαγωγή σε νοσοκομείο. Τα νοσοκομεία αντιμετωπίζουν ελλείψεις σε εξοπλισμό, σε υποδομή και προσωπικό, ακόμη και σε αναλώσιμα. Στις εφημερίες, εκατοντάδες ασθενείς ξεροσταλιάζουν επί ώρες στις αίθουσες υποδοχής των νοσοκομείων. Οι λίστες αναμονής για επείγουσες εξετάσεις και επεμβάσεις μεγαλώνουν όλο και περισσότερο, με σοβαρούς κινδύνους για τους ασθενείς, ενώ όσοι έχουν χρόνιες και σοβαρές παθήσεις βλέπουν να χειροτερεύει η πρόσβασή τους σε φάρμακα και θεραπείες.
Μια δεύτερη παράμετρος της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το δημόσιο σύστημα υγείας μετά το 2019 -έτος κορύφωσης μιας συστηματικής προσπάθειας ανάταξής του εν μέσω ασφυκτικών δημοσιονομικών συνθηκών και περιορισμών- αφορά την πίεση που δέχεται το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό. Οι άνθρωποι που σήκωσαν στις πλάτες τους, όχι μόνο την τρομακτική περίοδο της έξαρσης του Covid-19, αλλά και την υπερδεκαετή οικονομική κρίση που έπληξε καταλυτικά το Εθνικό Σύστημα Υγείας, σήμερα εργάζονται υπερεντατικά, κακοπληρωμένοι, αντιμέτωποι με τις σοβαρές ελλείψεις και τις κυβερνητικές επιλογές υποβάθμισης του δημόσιου συστήματος υγείας. Έτσι, παρατηρούμε ακόμα και φαινόμενα παραιτήσεων έμπειρων, μα εξουθενωμένων, γιατρών, οι οποίοι έχουν στηρίξει το
δημόσιο σύστημα με προσωπικό κόστος επί πολλά χρόνια.
Την ειλικρινή αγωνία αυτού του προσωπικού για την κατάσταση των νοσοκομείων, αλλά και τις συνθήκες εργασίας, την διαπίστωσα προσωπικά στις συχνές επισκέψεις μου τα τελευταία χρόνια σε δημόσιες δομές και νοσοκομεία, κυρίως της βόρειας Αθήνας. Αυτή είναι η πραγματικότητα τρία χρόνια μετά την εκδήλωση της πανδημίας και σχεδόν τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης από τη ΝΔ, η οποία εστιάζει στην υπονόμευση του δημόσιου χαρακτήρα του ΕΣΥ, στα ΣΔΙΤ και στις άμεσες ή έμμεσες ιδιωτικοποιήσεις, εξυπηρετώντας στρατηγικές επιδιώξεις των μεγάλων συμφερόντων στον ιδιωτικό τομέα της υγείας. Πρόκειται, πράγματι, για την κυβέρνηση των μεγάλων ομίλων, καθώς, την ίδια περίοδο, οι μικρές δομές του ιδιωτικού τομέα της υγείας, ο οποίος καλείται να διαδραματίσει συμπληρωματικό ρόλο, έχουν επίσης πιεστεί, βιώνοντας μια έντονη ανισορροπία στους όρους παρέμβασης της Πολιτείας. Για παράδειγμα, είναι γενική η παραδοχή της ανάγκης να επανεξεταστούν οι εκπτώσεις στο πλαίσιο του clawback για τα μικρά εργαστήρια.
Η κυβέρνηση έχει τεράστιες ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση, μοιάζει να μην έμαθε τίποτα αυτά τα τρία χρόνια με τους περίπου 35.000 νεκρούς από COVID-19 και την θλιβερή πρωτιά, ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, του αριθμού θανάτων ανά
εκατομμύριο πληθυσμού. Ο πρωθυπουργός θεωρεί θεμιτή τη διασωλήνωση εκτός ΜΕΘ και η κυβέρνησή του θεσπίζει απογευματινά χειρουργεία επί πληρωμή στα δημόσια νοσοκομεία, εκτός λίστας αναμονής! Αδυνατεί να ξεφύγει από το νεοφιλελεύθερο δόγμα της. Πέταξε την ευκαιρία αναβάθμισης του δημόσιου συστήματος υγείας, καθώς, αν και λειτουργεί υπό το καθεστώς της ρήτρας διαφυγής και της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας, απέφυγε να διοχετεύσει τους αναγκαίους πόρους σ’ αυτό. Ακόμη και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης προσαρμόζονται στη στρατηγική υπονόμευσης του δημόσιου συστήματος.
Πρόσφατα δείγματά της, η μετατροπή σε ΝΠΙΔ της Ογκολογικής Μονάδας του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων, αλλά και ο νόμος 4999/2022, ο νόμος Πλεύρη, ο οποίος στόχευσε στον πυρήνα του ΕΣΥ, στην κατάργηση της αποκλειστικής και πλήρους απασχόλησης των γιατρών. Η απάντησή της στα προβλήματα του ΕΣΥ είναι κάποια επιδόματα, μια αύξηση 10% στις αποδοχές των γιατρών μετά από πολλά χρόνια και η άδεια να «ψαρεύουν» ασθενείς για επεμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Η πανδημία έδειξε ότι μόνο ενα ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας εγγυάται την προστασία του πληθυσμού. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχει εξαγγείλει: Αύξηση κατά 3 δισ. ευρώ της χρηματοδότησης του ΕΣΥ (το1 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης), με στόχο τετραετίας το 7% για δαπάνες υγείας.
Μισθό 2.000 ευρώ για τον πρωτοδιόριστο γιατρό με αντίστοιχες αναπροσαρμογές για όλες τις βαθμίδες. Μηχανισμό αυτόματης προκήρυξης για την κάλυψη των κενών θέσεων στο ΕΣΥ λόγω συνταξιοδότησης. Μονιμοποίηση του υγειονομικού
προσωπικού που δίνει τη μάχη της πανδημίας. Πρόσληψη 5.000 μόνιμων υγειονομικών αμέσως και άλλων 10.000 σε ορίζοντα τριετίας εκεί που υστερεί το ΕΣΥ. Ένταξη των υγειονομικών στα βαρέα και ανθυγιεινά. Ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας με τριπλασιασμό των ΤΟΜΥ, στις 380. Εδραίωση του οικογενειακού γιατρού στην επικράτεια και για όλους. Λειτουργία ανά δήμο Πολυδύναμων Κέντρων Υγείας. Ενδυνάμωση του ΕΚΑΒ. Ανακαίνιση και πλήρη εξοπλισμό νοσοκομείων που παρουσιάζουν επείγουσες ανάγκες.
Η ίδια η πραγματικότητα επιβεβαιώνει, πως αυτό που έχουμε ανάγκη, είναι από ισχυρές δημόσιες πολιτικές στο χώρο της υγείας. Άλλωστε τι άλλο πρέπει να συμβεί για να συνειδητοποιήσουμε πως η υγεία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα αλλά ως δημόσιο -κοινό αγαθό;
Η κυβέρνηση έχει τεράστιες ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση, μοιάζει να μην έμαθε τίποτα αυτά τα τρία χρόνια με τους περίπου 35.000 νεκρούς από COVID-19 και την θλιβερή πρωτιά, ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, του αριθμού θανάτων ανά
εκατομμύριο πληθυσμού. Ο πρωθυπουργός θεωρεί θεμιτή τη διασωλήνωση εκτός ΜΕΘ και η κυβέρνησή του θεσπίζει απογευματινά χειρουργεία επί πληρωμή στα δημόσια νοσοκομεία, εκτός λίστας αναμονής! Αδυνατεί να ξεφύγει από το νεοφιλελεύθερο δόγμα της. Πέταξε την ευκαιρία αναβάθμισης του δημόσιου συστήματος υγείας, καθώς, αν και λειτουργεί υπό το καθεστώς της ρήτρας διαφυγής και της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας, απέφυγε να διοχετεύσει τους αναγκαίους πόρους σ’ αυτό. Ακόμη και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης προσαρμόζονται στη στρατηγική υπονόμευσης του δημόσιου συστήματος.
Πρόσφατα δείγματά της, η μετατροπή σε ΝΠΙΔ της Ογκολογικής Μονάδας του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων, αλλά και ο νόμος 4999/2022, ο νόμος Πλεύρη, ο οποίος στόχευσε στον πυρήνα του ΕΣΥ, στην κατάργηση της αποκλειστικής και πλήρους απασχόλησης των γιατρών. Η απάντησή της στα προβλήματα του ΕΣΥ είναι κάποια επιδόματα, μια αύξηση 10% στις αποδοχές των γιατρών μετά από πολλά χρόνια και η άδεια να «ψαρεύουν» ασθενείς για επεμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Η πανδημία έδειξε ότι μόνο ενα ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας εγγυάται την προστασία του πληθυσμού. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχει εξαγγείλει: Αύξηση κατά 3 δισ. ευρώ της χρηματοδότησης του ΕΣΥ (το1 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης), με στόχο τετραετίας το 7% για δαπάνες υγείας.
Μισθό 2.000 ευρώ για τον πρωτοδιόριστο γιατρό με αντίστοιχες αναπροσαρμογές για όλες τις βαθμίδες. Μηχανισμό αυτόματης προκήρυξης για την κάλυψη των κενών θέσεων στο ΕΣΥ λόγω συνταξιοδότησης. Μονιμοποίηση του υγειονομικού
προσωπικού που δίνει τη μάχη της πανδημίας. Πρόσληψη 5.000 μόνιμων υγειονομικών αμέσως και άλλων 10.000 σε ορίζοντα τριετίας εκεί που υστερεί το ΕΣΥ. Ένταξη των υγειονομικών στα βαρέα και ανθυγιεινά. Ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας με τριπλασιασμό των ΤΟΜΥ, στις 380. Εδραίωση του οικογενειακού γιατρού στην επικράτεια και για όλους. Λειτουργία ανά δήμο Πολυδύναμων Κέντρων Υγείας. Ενδυνάμωση του ΕΚΑΒ. Ανακαίνιση και πλήρη εξοπλισμό νοσοκομείων που παρουσιάζουν επείγουσες ανάγκες.
Η ίδια η πραγματικότητα επιβεβαιώνει, πως αυτό που έχουμε ανάγκη, είναι από ισχυρές δημόσιες πολιτικές στο χώρο της υγείας. Άλλωστε τι άλλο πρέπει να συμβεί για να συνειδητοποιήσουμε πως η υγεία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα αλλά ως δημόσιο -κοινό αγαθό;
Πάνος Σκουρλέτης