Ανθρωποι που έχουμε αναφορά στη ριζοσπαστική Αριστερά, τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, πολίτες με προοδευτικές ιδέες, νέες και νέοι που ασυμβίβαστα αντιτίθενται σε αντιδραστικά, ομοφοβικά, ξενοφοβικά, εθνικιστικά πλαίσια, οφείλουμε να ανταμώσουμε ξανά πολιτικά, καλύτερα και ακόμα πιο στέρεα απ’ ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν
Από το 2016, και με περισσότερη ένταση από το 2019 και μετά, κάτι έχει αλλάξει. Κάτι που είναι φανερό σε όσες, όσους, όσα κοιτάζουν με καθαρά μάτια αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία. Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ. και η κυβέρνησή του, που προέκυψε τρία χρόνια αργότερα, σηματοδοτούν την προσπάθεια της ελληνικής Δεξιάς για ιδεολογική ηγεμονία -ίσως για πρώτη φορά με τόση ένταση από την αρχή της Μεταπολίτευσης. Το ανησυχητικό είναι πως η προσπάθεια αυτή δείχνει να αγγίζει συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας, τα οποία μένει, φυσικά, να αποδειχθεί πόσο πλειοψηφικά είναι.
Πρόκειται αναμφίβολα για μια εξόχως σημαντική εξέλιξη, τα αποτελέσματα της οποίας αφορούν τους πάντες, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση. Εξέλιξη την οποία ευνόησαν το μνημονιακό περιβάλλον και οι εξ αυτού καταναγκασμοί στις εφαρμοζόμενες -από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ- πολιτικές, η δημιουργία του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου από ετερόκλητους υποστηρικτές της προοπτικής διακυβέρνησης της χώρας από τη Ν.Δ., η διάδοση -και στην ελληνική κοινωνία- των ιδεών της alt – right, η «μακεδονική εποποιία» ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, η επανεμφάνιση της Ακρας Δεξιάς στην Ευρώπη.
Είμαι ωστόσο βέβαιη πως την απόπειρα αυτή της ελληνικής Δεξιάς για ιδεολογική ηγεμονία μπορούμε να την αναχαιτίσουμε. Και το κυριότερο: ξέρουμε και πώς να το κάνουμε πετυχημένα, και πάνω σε ποια θέματα πρέπει να έχουν ενιαία γραμμή πλεύσης οι ριζοσπαστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Θα εισφέρουμε στην υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού, αν βρούμε το κουράγιο να αμβλύνουμε διαχωριστικές γραμμές που δημιουργήθηκαν μετά το 2015. Δεδομένων των συνθηκών, δεν έχουμε το περιθώριο για σπατάλη δυνάμεων, χρειάζεται να μεγιστοποιήσουμε τη δύναμη κρούσης των προοδευτικών, αριστερών και ριζοσπαστικών ιδεών, να τις ορίσουμε όχι απλώς ως απολύτως απαραίτητες αλλά και ως κοινωνικά ώριμες.
Με αυτήν την έννοια, ποια οργάνωση ή κόμμα της Αριστεράς θα διαφωνούσε με την αδρή χρηματοδότηση, τον διπλασιασμό π.χ. του προϋπολογισμού για τη δημόσια υγεία, ιδιαιτέρως μετά την περιπέτεια του Covid; Ποιος θα είχε αντίρρηση στην απαίτηση για αύξηση των μισθών –στα πρότυπα της Ισπανίας όπου ο κατώτατος μισθός από το 2018 είναι αυξημένος κατά περίπου 50%– και ταυτόχρονα για μείωση, ακόμη και μηδενισμό, του ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα, έτσι ώστε να ανασάνει ο κόσμος;
Γιατί να μη γίνει κοινό αίτημα η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην εργασία και η επαναφορά των τριετιών; Πρέπει να συνεισφέρουμε ή όχι –από κοινού και κινηματικά– στην επαναδημιουργία νομοθετικού πλαισίου για την προστασία της πρώτης κατοικίας; Θα αντισταθούμε μαζί στη φοβερή επίθεση στο κράτος δικαίου, στις υποκλοπές και τον αυταρχισμό, θα χτυπήσουμε τη λογική «όλοι ίδιοι είναι» που τεχνηέντως επιχειρεί να περάσει η κυβέρνηση;
Τις απαντήσεις, ακόμα και ενστικτωδώς, τις γνωρίζουμε. Η ενότητα στη δράση θα μας δείξει τον δρόμο, θα μας υποδείξει τον τρόπο, θα σπάσει τα σημερινά όρια και ενδεχομένως θα φτιάξει άλλα, αλλά σε πλατύτερο αλώνι. Κάπως έτσι φτιάχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, χωρίς προαπαιτούμενα. Κάπως έτσι συγκροτήθηκε ο τεράστιος κύκλος διαμαρτυρίας της ελληνικής κοινωνίας από το 2006 έως το 2015: με πολλή συζήτηση, πολλή δράση, πολλή ενότητα, με κατακτήσεις που ανέτρεπαν δεδομένα ισοζύγια ισχύος των αντιπάλων μας.
Προσωπικά, από όταν θυμάμαι πολιτικά τον εαυτό μου, παραμένω φανατική του αιτήματος για ενότητα των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων. Οχι από κάποιον ρομαντισμό, αλλά για την αποτελεσματικότητα που φέρει. Στρατεύθηκα μαζί με πλήθος άλλων στην υπόθεση της Αριστεράς, για να αλλάξουμε τον κόσμο, να βάλουμε το λιθαράκι μας, ως οφείλουμε, στην καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των από κάτω, στη διεύρυνση των δικαιωμάτων όλων μας, χωρίς εξαιρέσεις.
Με αυτήν την έννοια, άνθρωποι που έχουμε αναφορά στη ριζοσπαστική Αριστερά, τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, πολίτες με προοδευτικές ιδέες, νέες και νέοι που ασυμβίβαστα αντιτίθενται σε αντιδραστικά, ομοφοβικά, ξενοφοβικά, εθνικιστικά πλαίσια, οφείλουμε να ανταμώσουμε ξανά πολιτικά, καλύτερα και ακόμα πιο στέρεα απ’ ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν. Χωρίς αλαζονεία, με τις απαραίτητες συνεννοήσεις, εξηγήσεις, αμοιβαίες υποχωρήσεις, με διαδικασίες δηλαδή που τις έχουμε ξαναεπωμιστεί. Ο Αντρέ Μπρετόν έλεγε πως «ο σκοπός είναι να μην αφήσεις να χορταριάσουν πίσω σου οι δρόμοι του πόθου». Κάπως έτσι κι εμείς, ας μην αφήσουμε να επικρατήσει η συντήρηση και η ακροδεξιά εξαλλοσύνη, επειδή δεν είχαμε τη γενναιότητα να συνεννοηθούμε για να δράσουμε μαζί.
Η Αννέτα Καββαδία είναι υποψήφια βουλεύτρια ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ Β1 Βόρειου Τομέα Αθήνας
Εφημερίδα των Συντακτών