Ο απώτερος στόχος της πολιτικής που υλοποιεί η κυβέρνηση, ενδιάμεσο στάδιο της οποίας είναι το νομοσχέδιο που ήδη έγινε δεκτό μόνον από τους βουλευτές της ΝΔ στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, και εισάγεται από τη Δευτέρα στην Ολομέλεια, είναι η δημιουργία μιας νέας «αγοράς» που θα αφορά τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Και η εποπτεία και ρύθμιση αυτής της «αγοράς» δεν θα γίνεται από το Δημόσιο (δια του αρμόδιου υπουργείου), αλλά θα ανατεθεί στη ρυθμιστική αρχή για τα ύδατα.
Αλλά το νερό, το στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη ζωή, είναι κοινό–δημόσιο φυσικό αγαθό, δεν είναι εμπόρευμα για να ιδιωτικοποιηθεί και να υποβληθεί σε κανόνες ανταγωνισμού και ελεύθερης αγοράς. Και οι υπηρεσίες ύδατος, η ύδρευση και η αποχέτευση, είναι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας άρρηκτα συνδεδεμένες με το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον και με το δικαίωμα σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης. Οι δε επιχειρήσεις που παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης, είτε είναι δημοτικές (ΔΕΥΑ) και ανήκουν στον αντίστοιχο δήμο, είτε είναι ανώνυμες εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες (ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ), με το Δημόσιο να κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού τους κεφαλαίου, υπόκεινται υποχρεωτικά στον άμεσο και αποτελεσματικό έλεγχο του Δημοσίου.
Ο δημόσιος έλεγχος της παροχής των υπηρεσιών ύδρευσης & αποχέτευσης επιβάλλεται ξεκάθαρα και επανειλημμένα από μια σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια (ΣτΕ 1906/2014, 190 & 191/2022, 1886/2022 και 2519/2022) και κρίνουν αμετάκλητα ότι το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν και ότι ο κύκλος του νερού είναι ενιαίος από την πηγή έως τη βρύση μας.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση της ΝΔ, με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, σχεδιάζει τη δημιουργία της ρυθμιστικής αρχής υδάτων με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), της οποίας τις «επιτυχίες» στη ρύθμιση της υφιστάμενης ανταγωνιστικής αγοράς ενέργειας τις βιώνουν η κοινωνία και οι επιχειρήσεις, με την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία των παρόχων ενέργειας και τις τεράστιες αυξήσεις στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας.
Στην πρόταση για τη ρυθμιστική αρχή υδάτων είναι καθολικά αντίθετες οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, τα σωματεία και οι σύλλογοι εργαζομένων σε δημοτικές επιχειρήσεις και εταιρείες ύδρευσης & αποχέτευσης, η ΚΕΔΕ και η Ένωση των ΔΕΥΑ. Γεγονός που ήταν αναμενόμενο, και για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση και αρκετά πριν παρουσιάσει το νομοσχέδιο, αποφάσισε, χωρίς να είναι απαραίτητο, να δεσμευτεί και να δεσμεύσει τη χώρα, ορίζοντας τη δημιουργία της ρυθμιστικής αρχής υδάτων ως προαπαιτούμενο για την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Εκπληρώνοντας με αυτόν το τρόπο και την ιδεολογικής της εμμονή, αλλά και προηγούμενες μνημονιακές απαιτήσεις των «θεσμών», που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε με επιτυχία αποκρούσει και δεν εφάρμοσε.
Στη Ρυθμιστική Αρχή Υδάτων μεταφέρονται αρμοδιότητες που σήμερα ασκούνται από το Δημόσιο, αλλά όπως και η ΡΑΕ, η αρχή για τα ύδατα θα έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες και δεν θα υπάγεται στην εποπτεία και τον έλεγχο του Δημοσίου. Θα μπορεί να σχεδιάζει και να προτείνει συγχωνεύσεις των παρόχων υπηρεσιών ύδατος, θα τους πιστοποιεί με βασικά κριτήρια τον έλεγχο της οικονομικής τους βιωσιμότητας –παρά το γεγονός ότι οι φορείς αυτοί παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και το αν πετυχαίνουν την πλήρη ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, κριτήριο που θα τους εξωθήσει σε αυξήσεις στα τιμολόγια τους.
Παράλληλα, με τη θεσμοθέτηση της ρυθμιστικής αρχής για τα ύδατα, προτείνονται διατάξεις σχετικές με την υδατική πολιτική της χώρας, σε συμφωνία με τη συγκεντρωτική λογική της ΝΔ στη διακυβέρνηση (το περίφημο επιτελικό κράτος). Έτσι καταργούνται επιτροπές και διαδικασίες, όπως η Εθνική Επιτροπή Υδάτων που είναι βασικός θεσμός διαβούλευσης, αλλά και ενημέρωσης της Βουλής, και περιορίζεται τόσο η συμμετοχή των εμπλεκομένων, όσο και η ουσιαστική διαβούλευση, παρά το γεγονός ότι είναι βασική θέση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας Πλαίσιο για τα Ύδατα 2000/60, που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία.
Η κυβέρνηση της ΝΔ ήδη από το 2019 με την κατάργηση της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων έχει αποδυναμώσει την οφειλόμενη παρέμβαση του Δημοσίου σε θέματα που αφορούν την υδατική πολιτική (σχέδια ασφάλειας νερού, αναθεώρηση σχεδίων λεκανών απορροής ποταμών, κ.α.). Ενώ προσπαθεί συστηματικά να παραδώσει τις δημόσιες υποδομές σε ιδιώτες (π.χ. ΣΔΙΤ για το Εξωτερικό Υδραγωγείο της ΕΥΔΑΠ), όπως έχει κάνει και σε άλλους τομείς (ενέργεια, υγεία, εκπαίδευση).
Οι αποφάσεις του ΣτΕ, αλλά και ο αγώνας των κινημάτων και των εργαζόμενων έχουν ορθώσει αναχώματα προστασίας του νερού ως κοινού – δημόσιου αγαθού, από τη διαχρονική προσπάθεια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής να το μετατρέψει σε εμπόρευμα και να ιδιωτικοποιηθούν οι πάροχοι των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης. Τώρα είναι πάλι η ώρα να αποκαλυφθεί και η νέα προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του νερού και να ανατραπεί ο σχεδιασμός για τη δημιουργία «αγοράς» και «ρύθμισης» των υπηρεσιών ύδρευσης – αποχέτευσης.
Πρέπει να τους σταματήσουμε!
Γιάννης Κρεστενίτης