Macro

Δημήτρης Καμούζης, Αλέξανδρος Μακρής, Χαράλαμπος Μηνασίδης (επιμ.) «Έλληνες στρατιώτες και μικρασιατική εκστρατεία. Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας», εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2022

Η επέτειος της εκατονταετηρίδας από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, πιο ουσιαστική και εκδοτικά προσοδοφόρα από τον αντίστοιχο, πιο άνισο, περσινό εορτασμό των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Ο αναστοχασμός της ήττας και η διαχείριση της μνήμης, στις καλύτερες περιπτώσεις, που ευτυχώς δεν υπήρξαν λίγες, δεν κινήθηκαν στη βάση της κοινότοπης θρηνωδίας για τις «αλησμόνητες, χαμένες πατρίδες» ούτε εγκλωβίστηκαν στο δημοφιλές σχήμα της άγονης μικροπολιτικής αντιπαράθεσης για τους υπαίτιους της καταστροφής. Αντιθέτως, λειτούργησαν με εξωστρέφεια, πιο δυναμικά, αποστασιοποιημένα, με διάθεση κατανόησης της καθολικότητας της πολεμικής εμπειρίας, επιβεβαιώνοντας ότι το τραύμα του 1922 έχει ενσωματωθεί συμφιλιωτικά και δημιουργικά στη συλλογική μας συνείδηση.
 
 
 
Σ’ αυτό το γόνιμο πλαίσιο, ο συλλογικός τόμος «Έλληνες στρατιώτες και Μικρασιατική Εκστρατεία. Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας», που επιμελήθηκαν οι ιστορικοί Δημήτρης Καμούζης, Αλέξανδρος Μακρής και Χαράλαμπος Μηνασίδης, αποτελεί την πιο πρωτότυπη ίσως συμβολή της επετείου στην κριτική ιστορική ανάλυση της μικρασιατικής περιπέτειας και των κοινωνικών της επιπτώσεων. Το βιβλίο είναι καρπός ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και υλοποιήθηκε, μέσα στην περίοδο της πανδημίας, από ερευνητική ομάδα με επιστημονικό υπεύθυνο τον διδάκτορα του King’s College και ιστορικό στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών Δημήτρη Καμούζη. Κύριο αντικείμενο του προγράμματος ήταν το μάλλον παραμελημένο ιστοριογραφικά θέμα της πολεμικής εμπειρίας και του συναισθηματικού και ψυχικού αποτυπώματος που άφησε στους έλληνες στρατιώτες κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του μικρασιατικού πολέμου.
 
 
 
Διεθνές συγκριτικό πλαίσιο
 
 
 
Η μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή (1919-1922) προσεγγίζονται από τους συγγραφείς του τόμου σε ένα ευρύτερο συγκριτικό πλαίσιο ως συνέχεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, φαινομένου που, όπως επισημαίνουν οι επιμελητές στη βιβλιογραφικά ενήμερη εισαγωγή, αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως «Μεγαλύτερος» (Greater) ή «Μακρύς Μεγάλος Πόλεμος (Long Great War). Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα και στις δύο παραλλαγές του διευρύνει χρονικά και γεωγραφικά τη μελέτη του Μεγάλου Πολέμου εντάσσοντας σε αυτόν όλες τις συρράξεις μεταξύ 1911 και 1923 και επιτρέποντας επομένως την εξέταση του μικρασιατικού πολέμου σε διεθνές πλαίσιο, ιστοριογραφικό αίτημα δεκαετιών που μόλις τα τελευταία χρόνια γίνεται αποδεκτό μεταξύ των Ελλήνων ιστορικών. Ο πόλεμος του ελληνικού στρατού με τις εθνικιστικές δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ δεν υπήρξε διμερής ελληνοτουρκική διαφορά, αλλά μέρος μιας διεθνούς γεωπολιτικής περιδίνησης που συμπαρέσυρε και την Ελλάδα, καθώς συνδέεται με τον ανταγωνισμό, τις μεταστροφές και τις διαφωνίες των Μεγάλων Δυνάμεων για τις τύχες τις καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά και ανθρωπολογικά, ως πολεμικό βίωμα στο πεδίο των μαχών, ο μικρασιατικός πόλεμος αποτελεί στην ουσία το ελληνικό αντίστοιχο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, όπως βιώθηκε στα ευρωπαϊκά πολεμικά θέατρα.
 
 
 
Αναξιοποίητες πηγές
 
 
 
Όμως, ο συλλογικός τόμος των εκδόσεων της Εστίας δεν στέκεται τόσο στο επίπεδο της πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας, αλλά αναμοχλεύει πτυχές του παρελθόντος που αφορούν τη μελέτη της υποκειμενικότητας: το βίωμα των στρατιωτών, το τραύμα, τη μνήμη, τις επιπτώσεις της μικρασιατικής καταστροφής στις ατομικές και συλλογικές συνειδήσεις. Έτσι το βιβλίο επικεντρώνεται στις προσωπικές μαρτυρίες όχι των πρωταγωνιστών των γεγονότων (πολιτικοί, διπλωμάτες, ανώτεροι αξιωματικοί) αλλά των απλών στρατιωτών, μέσα από πηγές αδημοσίευτες ή δημοσιευμένες σε ημερολόγια, επιστολές και απομνημονεύματα, όμως μέχρι τώρα αναξιοποίητες.
 
Το πολύ σημαντικό αυτό εγχείρημα συντονίζεται χωρίς αυτοματισμούς και τυφλούς αναγωγισμούς με το διεθνές ιστοριογραφικό ενδιαφέρον που προκάλεσε η εκατονταετηρίδα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου (2018) για την υποκειμενική εμπειρία των στρατιωτών, τάση που αναδεικνύει συμπεριφορές, νοοτροπίες, στάσεις και συναισθήματα απέναντι στον πόλεμο, τη στρατιωτική θητεία και τη μεταπολεμική ζωή. Σε ποιο βαθμό συναίνεσαν και ποια κοινωνική σχέση διαμόρφωσαν οι πολίτες-στρατιώτες ή οι βετεράνοι με το κράτος; Πόσο εθνικά αυθόρμητη ή πολιτικά υποκινούμενη υπήρξε η γενναιότητα ή βιαιότητα που επέδειξαν στο πεδίο της μάχης; Με ποιες μορφές υπεισέρχεται στην εμπόλεμη καθημερινότητα ο κόσμος των ιδιωτικών απολαύσεων; Τι ρόλο καταλαμβάνει η κουλτούρα, η ψυχαγωγία και τα πολιτισμικά αγαθά στον πόλεμο της νεωτερικότητας; Επιχειρώντας να απαντήσει σε τέτοιου τύπου ιστορικά ερωτήματα το βιβλίο, εμμέσως, προτείνει δρόμους ανανέωσης για την εξαιρετικά προβληματική και σταθερά προσανατολισμένη σε εθνοκεντρικά θέσφατα στρατιωτική ιστορία.
 
Οι επιμέρους συμβολές στον τόμο, με ευρηματικούς και παιγνιώδεις τίτλους κεφαλαίων, φέρνουν στο προσκήνιο πλούσιο και άγνωστο εν πολλοίς πρωτογενές αρχειακό υλικό, από ποικίλες πηγές, εγχώριες και διεθνείς: ο τρόπος που κατέγραψαν οι Βρετανοί παρατηρητές τις βιαιότητες του ελληνικού στρατού (Καμούζης, Γιαννακόπουλος), φαινόμενα λιποταξίας και ανυποταξίας (Ζωγράφος), η κινητοποίηση Μικρασιατών και άλλων δυνάμει Ελλήνων στρατιωτών εντός της Τουρκίας (Μηνασίδης), η εμπόλεμη σεξουαλική βία κατά γυναικών με θύματα Τουρκάλες και Ελληνίδες (Τατίδου), η σωματική και ψυχαγωγική καθημερινότητα του μετώπου όπως αποτυπώνεται στην ημερολογιακή γραφή στρατιωτών (Δαλεζίου), η επινοημένη αδελφική σχέση ανάμεσα σε άνδρες του μετώπου που γράφουν επιστολές στις «Αδελφές του Στρατιώτου», γυναίκες αστικής καταγωγής και μέλη πατριωτικών σωματείων, (Γρηγορίου), μορφές ψυχαγωγίας και διασκέδασης που ενθαρρύνονται όπως ο αθλητισμός και η εκγύμναση (Μπαλτάς), πολιτικές περίθαλψης, κοινωνικής υγείας και αντιμετώπισης της φυματίωσης (Στογιαννίδης), οι αιχμάλωτοι και οι αγνοούμενοι (Γκλαβίνας), το ζήτημα των αναπήρων πολέμου και του αναπηρικού κινήματος (Παλούκης), ο αντιμιλιταρισμός των κομουνιστών μετά το 1922 (Χρανιώτης), η δημόσια εικόνα του παλαιού πολεμιστή στη μεσοπολεμική Ελλάδα (Μακρής).
 
 
 
Μικροϊστορία και ανθρωπολογική προοπτική
 
 
 
Όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, διαθεματικής προφανώς προοπτικής, θα ήταν αδύνατον να συζητηθούν επαρκώς αν οι συγγραφείς του τόμου δεν προσέφευγαν σε άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες από τις οποίες δανείζονται ερευνητικά εργαλεία: από την κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία, την εθνογραφία και τις σπουδές φύλου μέχρι τη φιλολογία και την ψυχαναλυτική θεωρία. Το πιο ελπιδοφόρο για τις προοπτικές της ιστορικής επιστήμης και παράλληλα ανησυχητικό για την αργή ανανέωση των ακαδημαϊκών ιστορικών σπουδών στην Ελλάδα σήμερα είναι το γεγονός ότι συγγραφείς του τόμου είναι δέκα νέοι επιστήμονες, διδάκτορες και υποψήφιοι διδάκτορες, freelancers οι περισσότεροι, χωρίς σταθερή ερευνητική στέγη και θεσμική υποστήριξη. Επίσης, αναρωτιέται κανείς γιατί, ενώ για άλλες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, όπως ο εμφύλιος, αναδείχθηκαν τα τελευταία χρόνια θέματα-ταμπού και αποσιωπημένες πτυχές, για τη μικρασιατική περιπέτεια καθυστέρησε τόσο πολύ ένα βιβλίο σαν κι αυτό. Το ερώτημα γίνεται αμείλικτο αν σκεφτούμε πώς μίλησε η πρόσφατη πεζογραφία μας για τα εγκλήματα του ελληνικού στρατού στη μικρασιατική εκστρατεία (Θ. Βαλτινός «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο δεύτερο Βαλκανικοί-‘22», Π. Καρνέζης «Ο λαβύρινθος», Δημοσθένης Παπαμάρκος «Γκιακ»).
 
Υιοθετώντας τη μικροϊστορική οπτική και ταυτόχρονα τη θεώρηση μιας κοινωνικής ιστορίας «από τα κάτω», ο τόμος αποτελεί μια ψύχραιμη και σημαντική συνεισφορά στην αξιολόγηση της ελληνικής εμπλοκής στη Μικρά Ασία. Μας προσφέρει μια διαφορετική εικόνα του πολέμου, όπως τον βίωσαν οι στρατιώτες στο μέτωπο, που υπονομεύει το καθησυχαστικό επίσημο εθνικό αφήγημα. Πρόκειται για μια ιστοριογραφία ουσιαστικά ανθρωπιστική και αντιπολεμική που καλεί σε αναστοχασμό χωρίς κηρύγματα και ρητορείες. Στην άψογη εμφάνιση του βιβλίου αξίζει να σημειωθεί και το εξαιρετικά επιλεγμένο εικονογραφικό υλικό που περιέχει.
 
Κώστας Καραβίδας