H υπόθεση Φραγκούλη αποτελεί μέρος ενός μακρύ καταλόγου στοχοποιήσεων, υπέρμετρης βίας σε βάρος μικρο- εγκληματιών, μικρο- παρανόμων και ιδίως νέων, ρομά αλλά και αλλοδαπών, εκ μέρους της αστυνομίας, όπως καταγράφεται σε εκθέσεις διεθνών και εθνικών φορέων παρακολούθησης της αστυνόμευσης, όπως ο Εθνικός Μηχανισμός διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας 2022, η Διεθνής Αμνηστία (2012, 2014), η CPT κ.α.
Έχοντας υπόψη, ότι οι μικρο- παράνομοι αποτελούν προνομιακό πελάτη και ελεγχόμενο από την αστυνομία, εκτιμούμε ότι κάθε ανάλυση για αυτήν την υπόθεση πρέπει να την τοποθετήσει στο ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβη. Μόνον έτσι μπορεί κάποιος να καταλήξει σε συμπεράσματα που θα μπορούσαν να αναδείξουν το πολιτικό πρόβλημα που υπάρχει με την αστυνομία. Διότι υπάρχει κατά την άποψή μου πολιτικό πρόβλημα, όταν η αστυνομία όλο και συχνότερα «συλλαμβάνεται» να επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο, αποδεχόμενη επομένως τις όποιες συνέπειες. Έτσι, εκτός από την ατομική ευθύνη του αστυνομικού ή το πως αντέδρασε το περιβάλλον του νεαρού τραυματία Φραγκούλη, νομίζω έχει σημασία να σταθούμε σε τρία ζητήματα.
1. Το πλαίσιο που οδηγεί σε τέτοια περιστατικά και «οπλίζει» το χέρι του δράστη: το πλαίσιο αυτό αφορά το επαγγελματικό -υπηρεσιακό περιβάλλον κοινωνικοποίησης και διαμόρφωσης των αστυνομικών, το πλαίσιο εκπαίδευσής τους, τις πολιτικές κατευθύνσεις που διαβιβάζονται προς τα κάτω και αφορούν την αστυνόμευση. Για τα ζητήματα αυτά έχουν κατ’ επανάληψη διαπιστωθεί δομικά προβλήματα και δυσλειτουργίες και είναι βέβαιο ότι έτσι διαμορφώνεται ένα σύστημα που στην πραγματικότητα λειτουργεί με μεγάλη απόκλιση από τα ιδεατά πρότυπα και δικαιοκρατικές εγγυήσεις που τυποποιούνται στους νόμους.
2. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση σχετίζεται και με ένα άλλο ζήτημα: δηλαδή, ότι ορισμένες κατηγορίες πληθυσμού αντιμετωπίζονται περίπου ως «εξωγήινοι» και συγκεκριμένα, ως κάποιοι οντολογικά ξένοι σε σχέση με «εμάς», συχνά δε και κατώτεροι: πρόκειται για διαδικασία μέσω της οποίας ο «Άλλος» προσλαμβάνεται ως ξένο σώμα στην κοινωνία, μια διαδικασία ετεροποίησης όπως λέγεται, που νομίζω ότι χαρακτηρίζει και τον τρόπο αστυνόμευσης και τη συμπεριφορά απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού: μια κατάσταση αστικού οριενταλισμού που αναπτύσσεται με χιλιάδες τρόπους, κυρίως με την άτυπη εκπαίδευση των αστυνομικών στο δρόμο, Έτσι γίνεται κατανοητό μέσα από ποιους μηχανισμούς φθάνει κάποιος στο αδιανόητο, δηλαδή στην ακραία βία και στην θεώρηση του υπόπτου ως μη έχοντος ανθρώπινες ιδιότητες.
3. Το γεγονός ότι η επίσημη αντίδραση στα εγκλήματα αυτά, όταν συμβαίνουν ξεκινάει από την άρνηση του ίδιου του συμβάντος και φτάνει σταδιακά στην κατηγορία του ίδιου του θύματος: έτσι ευνοείται η επανάληψή του, αποτρέπεται η κατανόηση των μακροπρόθεσμων συνεπειών τέτοιων περιστατικών και καλλιεργείται μια νοοτροπία παντοδυναμίας μέσα στην αστυνομία ιδίως αν τα θύματα έρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα.
Αυτές οι συνθήκες όμως σε συνδυασμό με μια σειρά από συνεχείς διαπιστώσεις πρακτικών που υπονομεύουν την ουσιαστική έρευνα για τέτοια περιστατικά (ΕΔΕ κλπ), θέτουν το γενικότερο ζήτημα της αστυνόμευσης και της οργάνωσης της αστυνομίας στο επίκεντρο οποιουδήποτε προβληματισμού. Διότι δεν έχει νόημα να συζητάμε για την αστυνομική βία αλλάζοντας επιμέρους διατάξεις. Σημασία έχει να γίνει σαφές, ότι η αστυνομική βία που έχει συστημικό χαρακτήρα – και κατά τη γνώμη πολλών φορέων έχει – δεν παράγεται κατά λάθος, ούτε παράγεται από έναν αστυνομικό, αλλά μέσα σε ένα σύστημα που την αποδέχεται ως αναγκαίο κακό ή ως αυτονόητη κατάσταση. Έτσι η βία παράγεται και αναπαράγεται ως αποτέλεσμα σαφών πολιτικών επιλογών και αντεγκληματικών προτύπων που θεμελιώνονται σε αρχές οι οποίες προτάσσουν τη σκοπιμότητα έναντι της νομιμότητας, θεωρούν ότι ο νόμος είναι υπόθεση των περιστάσεων, ότι οι αρχές που περιορίζουν την εξουσία των αρμοδίων είναι σχετικής αξίας όπως π.χ. η αρχή της αναλογικότητας.
Η αστυνομική βία δεν πρόκειται να σταματήσει, αν αλλάξουμε μόνον επιμέρους τεχνικούς παράγοντες, που θα επιτρέπουν τη διαπίστωσή της άμεσα. Η αστυνομική βία θα σταματήσει μόνον αν αλλάξει και το ευρύτερο πλαίσιο που συντελεί στην ανάπτυξή της Δηλαδή, αν αλλάξει η εισαγωγή στο σώμα, η εκπαίδευση, η οργάνωση, η λογοδοσία, η διασφάλιση των αστυνομικών, το σύστημα κρίσεων, η οργάνωση της αστυνόμευσης κ.ά, καθώς όλα αυτά συνδέονται με το πώς λειτουργεί η αστυνομία και πώς αστυνομεύει. Δυστυχώς ως τώρα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αστυνομία γίνονται μόνον προς την κατεύθυνση της καταστολής. Όμως είναι βέβαιο ότι σε ένα πλαίσιο αυταρχικής οργάνωσης και κατασταλτικής πολιτικής όσες επιμέρους μεταρρυθμίσεις και αν εισαχθούν δεν θα λειτουργήσουν, διότι θα έχουν κόντρα -ρόλο με το γενικό πλαίσιο.
Η Σοφία Βιδάλη είναι καθηγήτρια εγκληματολογίας και αντεγκληματικής πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.