Το 2018, το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης ψήφισε τη μετονομασία της οδού Αθανασίου Χρυσοχόου σε Αλμπέρτου Ναρ. Ο πρώτος ήταν ο κατοχικός Φρούραρχος Θεσσαλονίκης και ο δεύτερος ένας προοδευτικός διανοούμενος της πόλης, απόγονος επιζώντων του Ολοκαυτώματος. Μέλη της οικογένειας Χρυσοχόου κατέθεσαν αγωγή αποζημίωσης για προσβολή μνήμης νεκρού κατά των Αλέκου Γρίμπα, Σπύρου Σακέττα και Τριαντάφυλλου Μηταφίδη.
Ο Γρίμπας είναι πρώην δημοτικός σύμβουλος, πολιτικός εξόριστος στη Γυάρο την περίοδο της χούντας και γιος εκτελεσθέντος από τα στρατεύματα κατοχής. Ο Σακέττας είναι δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης, πολιτικός κρατούμενος επί χούντας και γιος του Ταγματάρχη Βασ. Σακέττα, αξιωματικού του ΕΛΑΣ. Ο Μηταφίδης είχε καταδικαστεί σε ισόβια για την αντιδικτατορική δράση του, είχε διατελέσει δημοτικός σύμβουλος και, το 2015, εξελέγη βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης.
Κατά την άποψή μου, το πιο συγκλονιστικό στοιχείο σε όλη την υπόθεση είναι το κεντρικό επιχείρημα όλων όσων υπερασπίζονται τη μνήμη του Αθ. Χρυσοχόου: Οτι η όποια συνεργασία του με τους Γερμανούς ναζί δεν οφειλόταν σε κάποια φιλοναζιστική ιδεολογική τοποθέτηση, αλλά στον αντικομμουνισμό του. Και το «συγκλονιστικό» έγκειται στο ότι αυτό, ενώ επ’ ουδενί δικαιολογεί ηθικά τον Χρυσοχόου, πραγματολογικά ισχύει. Οπως ισχύει για πολλούς από τους δωσίλογους και ταγματασφαλίτες. Οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες δεν ήταν όλοι ιδεολογικά ταυτισμένοι με τους ναζί. Δεν πίστευαν στα ιδεώδη της Αρίας φυλής και της ανωτερότητας του γερμανικού έθνους υπό τον Φίρερ. Αυτό που τους ένωνε με το ναζιστικό καθεστώς ήταν η απόλυτη λύσσα τους εναντίον της Αριστεράς. Και η δυνατότητα που τους παρείχε να την εκδηλώνουν με τον πιο αμείλικτο τρόπο.
Το πιο εντυπωσιακό σε όσες αφηγήσεις διαβάζουμε για όλες τις θηριωδίες που έγιναν επί ναζιστικής κατοχής, δεν είναι η δράση των ίδιων των Γερμανών ναζί. Αυτή είναι λίγο πολύ δεδομένη. Το ανατριχιαστικό είναι πάντα η περιγραφή της συμμετοχής των δωσιλόγων και των ταγματασφαλιτών. Αυτό είναι το αχώνευτο. Ιδίως όταν ξέρουμε ότι όχι απλώς δεν τιμωρήθηκαν, αλλά αποτέλεσαν και τον στυλοβάτη του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Τούτη, όμως, η αγανάκτηση, οσοδήποτε δικαιολογημένη, κινείται στο επίπεδο της δημοκρατικής ιδεολογίας. Ως Αριστερά, οφείλουμε να έχουμε μια πιο αναλυτική στάση απέναντι στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Διαβάζουμε μια αποκαλυπτική διατύπωση από την έκθεση του διδάκτορα Οικονομικής Ιστορίας, Ευάγγελου Χεκίμογλου, που κλήθηκε να γνωμοδοτήσει για την υπόθεση Χρυσοχόου: «ο αστικός κόσμος [στην κατοχή] ήταν αντικομμουνιστικός, διότι η Ελλάδα ήταν επισήμως αντικομμουνιστικό κράτος από το 1929».
Προφανώς, ο συντάκτης της έκθεσης εδώ αναφέρεται στο περιβόητο «ιδιώνυμο» που θέσπισε η κυβέρνηση Βενιζέλου το 1929 και που όντως αποτέλεσε την έναρξη του θεσμοποιημένου αντικομμουνισμού στην Ελλάδα. Μόνο που εμείς θα το διατυπώναμε περίπου αντίστροφα. Ο αστικός κόσμος είχε μεριμνήσει, ώστε η Ελλάδα να είναι επισήμως αντικομμουνιστικό κράτος από το 1929.
Οσο και αν φαίνεται εξωφρενικό (και με μία έννοια είναι), το αστικό καθεστώς στην Ελλάδα είχε εξασφαλίσει μια αδιάλειπτη συνέχεια, εδώ και σχεδόν έναν αιώνα: τη συνέχεια της διά της θεσμοποιημένης κρατικής βίας εξασφάλισης της ταξικής του κυριαρχίας. Ο τίτλος του νόμου του «ιδιωνύμου» ήταν αποκαλυπτικός: «Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Οι «ελευθερίες των πολιτών» που «προστάτευαν» τα «μέτρα ασφαλείας» ταυτίζονταν με το «κοινωνικό», δηλαδή το αστικό καθεστώς. Μια «συνέχεια» λοιπόν που ξεκίνησε με το «ιδιώνυμο» και κατέληξε στη στρατιωτική δικτατορία 1967-74, διά μέσου της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά, της ναζιστικής κατοχής και του μετεμφυλιακού κράτους. Εκ των υστέρων, βέβαια, κρίνοντας, και με την «πολυτέλεια» που μας παρέχει η σύγχρονη (αριστερή) ιστορικο-αναλυτική προσέγγιση, δεν θα έπρεπε να μας προξενεί εντύπωση η ατιμωρησία που επέδειξε το ελληνικό μεταπολεμικό καθεστώς απέναντι στους δωσίλογους. Δεν ήταν, παρά η διασφάλιση της συνέχειας της κανονικότητάς του.
Το ερώτημα, βέβαια, που παραμένει είναι τι συνέβη μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Το 1982, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγνωρίζει διά νόμου την εθνική αντίσταση. Μισή δουλειά, κατά τη γνώμη μου, έπρεπε επίσης διά νόμου να καταδικαστεί ο δωσιλογισμός. Τον Ιανουάριο του 2015, αμέσως μετά την ορκωμοσία της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς, ο Αλέξης Τσίπρας καταθέτει λουλούδια στο μνημείο εκτέλεσης 200 κομμουνιστών από τους ναζί, το 1944, στην Καισαριανή. Το καθεστώς δεν ανέχεται ούτε αυτό, όμως. Οι κομμουνιστές δεν ήταν αντιστασιακοί, ήταν εχθροί του αστικού καθεστώτος, που έπρεπε να διωχθούν. Ακόμη και σε συνεργασία με τους ναζί. Τούτη είναι η λογική του αναθεωρητισμού, που, όπως φαίνεται, συστηματικά πλέον αναπτύσσεται στις μέρες μας ως επιθετική στρατηγική.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών