Πάντα αναρωτιόμουν: οι αριστεροί/ες που διατείνονται ότι είναι ιστορικό τους χρέος να εκπροσωπήσουν τα λαϊκά στρώματα, τα γνωρίζουν; Τα κατανοούν; Η τρέχουσα συλλογική αναρώτηση για τις χαμηλές δημοσκοπικές επιδόσεις της καθ’ ημάς Αριστεράς έχουν εντείνει την εν λόγω ανησυχία μου. Και, αντίθετα με τη διαδεδομένη συνήθεια να καταφεύγουμε στις δημοσκοπικές έρευνες για να γεμίσουμε τα κενά πληροφόρησης, εγώ θα αναφερθώ σε δύο βιβλία που εκδόθηκαν πρόσφατα, με σημαντικές παρατηρήσεις επί του θέματος. Πρόκειται για την έρευνα Οι πολίτες μιλούν για την Ελλάδα (εκδόσεις Πεδίο, 2021), σε επιμέλεια του Νίκου Παναγιωτόπουλου, και το opus magnus του Δημήτρη Τζιόβα, Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση. Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης (εκδόσεις Gutenberg, 2022).
Η θέση της πολιτικής στη ζωή των λαϊκών στρωμάτων
Η πρώτη έρευνα βασίστηκε σε καμιά πενηνταριά συνεντεύξεις ζωής χαρακτηριστικών περιπτώσεων εργαζομένων ανθρώπων και των δύο φύλων, όλων των ηλικιών, καταγωγών και επαγγελμάτων. Παρόλο που τα κοινωνικά προφίλ είναι αρκετά διαφορετικά, ορισμένες συγκλίσεις έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Φυσικά, πρόκειται για προσωπική ανάγνωση αυτών των συνεντεύξεων.
Αφενός, οι άνθρωποι που προσπαθούν να κερδίσουν τη ζωή τους με τη δουλειά τους φαίνεται να υπολογίζουν πρωτίστως σε αυτήν και δεν συνδέουν την προσωπική τους πορεία με τα σκαμπανεβάσματα της πολιτικής. Στην τελική έχουν μάθει να είναι ανθεκτικοί/ες, ενώ ξέρουν ότι μια πολιτική αλλαγή δεν θα σημάνει υποχρεωτικά και αλλαγή στη δική τους κατάσταση. Στην πλειονότητά τους δεν πιστεύουν στους συλλογικούς αγώνες, στα κόμματα και στο συνδικαλισμό, ενώ οι προσδοκίες τους έχουν για τα καλά προσαρμοστεί στις μεταμνημονιακές συνθήκες.
Αφετέρου, δεν αδιαφορούν για την πολιτική, παρακολουθούν τις διακηρύξεις και τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων, και τους δίνουν το χρόνο και την ευκαιρία να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για την κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν εμφανίζονται τόσο ανυπόμονοι/ες απέναντι στην εκάστοτε κυβέρνηση όσο εμφανίζεται η εκάστοτε αντιπολίτευση. Έχουν άλλη αίσθηση του πολιτικού χρόνου. Ως παρατηρητές μάλλον παρά ενεργοί πολίτες, φαίνεται να προτιμούν να «κάνουν ταμείο».
Νομίζω ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις μπορούν να μας προσφέρουν πιθανά στοιχεία πιθανών απαντήσεων στα πιεστικά ερωτήματα σχετικά με τις πολιτικές διαθέσεις της κοινωνίας.
Η κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων
Η δεύτερη έρευνα αποτελεί ένα πανόραμα των εξελίξεων στον τομέα της κουλτούρας από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Βασικό συμπέρασμα του βιβλίου είναι πως «μετά τη δικτατορία σημειώθηκε μια μετάβαση από την πολιτικοποίηση του ελεύθερου χρόνου στην αισθητικοποίησή του και από την ταξινόμηση των πολιτισμικών προϊόντων ως ‘προοδευτικών’ και ‘αντιδραστικών’ στον ιεραρχικό τους διαχωρισμό σε ‘έντεχνα’ και ‘λαϊκά’». Στο ίδιο πλαίσιο, «δύο γενικές αντιλήψεις περί κουλτούρας καθόρισαν τα πολιτισμικά δρώμενα στην Ελλάδα μετά το 1974: η ουμανιστική, βασισμένη στον ελιτίστικο ορισμό της κουλτούρας ως επιλογής του καλύτερου/εκλεκτότερου, και η ανθρωπολογική πρόσληψή της πρωτίστως ως τρόπου ζωής και ως ταυτότητας». Η Αριστερά, θεωρώ, ότι δεν κατανόησε αυτές τις μετατοπίσεις και η απόδειξη είναι αυτό που εύστοχα σημειώνει ο Τζιόβας σχετικά με τα περιοδικά της Μεταπολίτευσης: τα αριστερά περιοδικά «αποφεύγουν να ασχολούνται με πτυχές της καθημερινής ζωής», ενώ τα λάιφ-στάιλ περιοδικά «με το ναρκισσιστικό τους καταναλωτισμό, σηματοδότησαν μια νέα εποχή για τη δημοσιογραφία, τη σεξουαλικότητα και τη λαϊκή κουλτούρα». Στο φως αυτών των επισημάνσεων, νομίζω πως αξίζει να αναρωτηθούμε: ποιος είναι πιο λαϊκός; ο αριστερός ή ο δεξιός πολιτικός χώρος;
Επίσης, παρόλη τη μετατόπιση από τις αντιπαραθέσεις της πολιτικής στις αντιπαραθέσεις της κουλτούρας και από την πολιτισμική ομογενοποίηση στη διαφορετικότητα, τις οποίες αναδεικνύει ο Τζιόβας, μπορούμε να αναρωτηθούμε το εξής: η Αριστερά θα αντιληφθεί ότι πέρασε η εποχή της ιδεολογικής της ηγεμονίας, η οποία βασιζόταν στον πρωταθλητισμό της στο ιδεοδρόμιο της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας»;
Τώρα οι μάχες δίνονται σε χαμηλότερο επίπεδο, όχι αυτό της κουλτούρας των υψηλών ιδανικών, αλλά αυτό της κουλτούρας της καθημερινής ζωής. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Περισσότερη τηλεόραση βλέπουν τα λαϊκά στρώματα, ενώ περισσότερο κινηματογράφο τα μεσοστρώματα. Η πρώτη εκπέμπει συστηματικά δεξιόστροφα μηνύματα, ενώ ο δεύτερος αριστερόστροφα. Η διαφορετική εμπλοκή του αριστερόστροφου κόσμου στα δύο αυτά μέσα ιδεολογικής παραγωγής προσδιορίζουν και το βαθμό επιρροής στην κουλτούρα των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, η Δεξιά είναι μέσα στα σπίτια των λαϊκών ανθρώπων, τη στιγμή που η Αριστερά κάνει τέχνη. Γι’ αυτό και η Alt-right έχει «σκυλιάσει» με το Netflix. Γιατί είναι η πρώτη φορά στα χρόνια της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας που η Αριστερά μπήκε στα σπίτια των απλών ανθρώπων.
Ο ρόλος της πολιτισμικής εγγύτητας
Το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας είναι ένα ακόμα ζήτημα που έχει ευθυγραμμίσει τη Δεξιά με τα λαϊκά στρώματα και την Αριστερά με τα μεσοστρώματα. Οι δεξιοί πολιτικοί ευθυγραμμίζονται με τις χειρότερες συμπεριφορές των (λαϊκών) ανθρώπων, προσπαθώντας να πλασαριστούν ως «κανονικοί», «λαϊκοί», ενώ οι αριστεροί πολιτικοί προσπαθούν να υπερασπίσουν τις αξίες της ευπρέπειας και του σεβασμού στους άλλους, ευθυγραμμιζόμενοι με αιτήματα των μορφωμένων και εκλεπτυσμένων πολιτών. Αξίζει να προσέξουμε το σκεπτικό της Δεξιάς, το οποίο είναι βάσιμο: ο (λαϊκός) κόσμος δεν ψηφίζει μόνο όποιον υπερασπίζεται τα συμφέροντά του, αλλά και αυτόν με τον οποίο νιώθει πολιτισμική εγγύτητα. Θυμηθείτε ότι, στην αυγή της δημοκρατικής εποχής, οι αριστοκράτες και οι πλούσιοι έπαψαν να νιώθουν άβολα με την επέκταση του δικαιώματος ψήφου, όταν κατάλαβαν ότι οι φτωχοί δεν ψηφίζουν μόνο ως φτωχοί (άρα προς τα αριστερά), αλλά και ως αγράμματοι, θρησκευόμενοι, επαρχιώτες, συντηρητικοί (άρα προς τα δεξιά).
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.