Πριν από αρκετά χρόνια, άφησα στο γραμματοκιβώτιό του μια κάρτα που τέλειωνε με τη φράση: «Είστε ο άνθρωπος που γνωρίζω καλύτερα στη Μαδρίτη». Από τη μια, ήταν ένα αστείο (δεν γνώριζα κανέναν τότε στη Μαδρίτη), κι από την άλλη, μια αλήθεια ‒ για τον μεταφραστή ο συγγραφέας (του) είναι κάποιος οικείος, κάποιος με τον οποίο έχει περάσει ατελείωτες ώρες προσπαθώντας να βυθιστεί στη σκέψη του, να ταυτιστεί με την ευαισθησία του, να μιμηθεί τον βηματισμό και την ανάσα του.
Ο Χαβιέρ Μαρίας ήταν ο συγγραφέας του δεύτερου βιβλίου που μετέφρασα (με περισσή άγνοια κινδύνου για τη μεταφραστική μου απειρία), του μυθιστορήματος με τον παράξενο τίτλο «Καρδιά τόσο άσπρη», που πρώτο τον έκανε γνωστό έξω απ’ τα σύνορα της Ισπανίας. Είχε πουλήσει τότε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα στη Γερμανία και θυμάμαι, πράγματι, εκείνο το καλοκαίρι, τη γερμανική έκδοση του μυθιστορήματος να επαναλαμβάνεται στις ξαπλώστρες των παραλιών ενός ελληνικού νησιού.
Στην Ελλάδα, η επιτυχία του δεν ήταν τόσο άμεση, είναι αλήθεια, η Καρδιά κυκλοφόρησε αρχικά κάπως από στόμα σε στόμα, και γνώρισε δεύτερη ζωή δύο χρόνια αργότερα, όταν ο Μαρίας βραβεύτηκε με το σημαντικό ιρλανδικό βραβείο IMPAC. Σήμερα, με αρκετά από τα μυθιστορήματά του μεταφρασμένα στα ελληνικά, ο Χαβιέρ Μαρίας μετρά αρκετούς φανατικούς φίλους, χωρίς ωστόσο να είναι ευρέως γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Ο Μαρίας, που έφυγε από τη ζωή στις 11 αυτού του Σεπτεμβρίου σε ηλικία 70 ετών, υπήρξε ο πιο διάσημος και αναγνωρισμένος εκτός της χώρας του ισπανός συγγραφέας στα τέλη του προηγούμενου και στις αρχές ετούτου του αιώνα. Το μαρτυρούν τα πολυάριθμα διεθνή βραβεία του, η επαναλαμβανόμενη αναφορά του ονόματός του κάθε χρόνο όταν δημοσιεύονταν οι λίστες των πιθανών διεκδικητών του Νόμπελ, τα εννιά εκατομμύρια αντίτυπα που έχουν πουλήσει συνολικά τα βιβλία του, οι μεταφράσεις του σε 40 γλώσσες και 50 χώρες, η συμπερίληψή του στη σειρά των Modern Classics των εκδόσεων Penguin, μαζί με τον Μπόρχες, τον Μάρκες, τον Λόρκα, τον Νερούδα και τον Οκτάβιο Πας. Υπήρξε επίσης ένας από τους συγγραφείς που ανανέωσαν τη σύγχρονη ισπανική πεζογραφία, βγάζοντάς την από τον επαρχιωτισμό και την οπισθοδρόμηση στην οποία την είχε καταδικάσει η πολύχρονη δικτατορία του Φράνκο, κι ένας από εκείνους που καθιέρωσαν μια υβριδική λογοτεχνία που ακροβατεί ανάμεσα στα είδη, μπολιάζοντας τη μυθιστορηματική αφήγηση με στοιχεία δοκιμιακά, στοχαστικά ‒ κι αυτό τον φέρνει κοντά σε άλλους σπουδαίους συγγραφείς της εποχής μας, όπως ο Κούτσι, ο Μάγκρις, ο Ζέμπαλντ ή ο Πίλια.
Στοχασμός που ανασκάπτει ελεύθερα τα της ζωής
Θα έλεγε κανείς πως ο Μαρίας ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων που γράφουν διαρκώς το ίδιο βιβλίο, που προσθέτουν και αναδιατάσσουν ακατάπαυστα αφηγηματικές ψηφίδες, εμβαθύνοντας κι εμπλουτίζοντας την προσέγγιση των ίδιων ερωτημάτων, των ίδιων εμμονών. Οι κεντρικοί του χαρακτήρες, όταν δεν επανέρχονται από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο, μοιάζουν εντέλει μεταξύ τους και αντιμετωπίζουν παρόμοια διλήμματα και προβληματισμούς. Εκλεκτικός μεταφραστής ο ίδιος από τα αγγλικά, δίνει στον μεταφραστή, και τη μετάφραση ως ευρύτερη έννοια, μια ιδιαίτερη θέση στη λογοτεχνία του. Στα περισσότερα μυθιστορήματά του οι αφηγητές ή οι κεντρικοί χαρακτήρες τους είναι, με την ευρύτερη έννοια, μεταφραστές, ερμηνευτές, διαμεσολαβητές του λόγου. Ένας τραγουδιστής όπερας, ένας καθηγητής λογοτεχνίας, ένας μεταφραστής-διερμηνέας, ένας συγγραφέας-φάντασμα, κατάσκοποι που δουλεύουν για την Ιντέλιτζενς Σέρβις.
Και μ’ έναν ιδιαίτερο, δικό του τρόπο, παρόλο που οι ιστορίες του κρατούν στοιχεία μυστηρίου, αστυνομικής πλοκής ή μυθιστορήματος κατασκόπων, από πολύ νωρίς αλλά κυρίως από την Καρδιά και μετά, η αφήγηση της δράσης όλο και μειώνεται αφήνοντας χώρο στον στοχασμό, όχι όμως έναν στοχασμό με την αυστηρότητα της φιλοσοφίας, που αποκλείει τα λογικά κενά και τις αντιφάσεις, αλλά λογοτεχνικό, που ανασκάπτει και σχολιάζει ελεύθερα τα της ζωής. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να αφηγηθείς την πλοκή των μυθιστορημάτων του, να συμπυκνώσεις σε λίγες φράσεις τη δράση του ενός ή του άλλου βιβλίου του. Σε όλα, ωστόσο, συναντάμε τις βασικές του εμμονές: Την προδοσία, τα ηθικά διλήμματα των ηρώων, τη σχέση και τη ζωή του ζευγαριού, τη μνήμη και τη λήθη, το βάρος του παρελθόντος (ατομικού, οικογενειακού ή συλλογικού) και της ιστορίας. Οι ήρωές του πάντα αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο να μάθουν ή να μη μάθουν, να αφηγηθούν ή να μην αφηγηθούν λησμονημένες ιστορίες και κρυμμένα μυστικά. Κι η ψίχα ή η ψυχή της αφήγησής του βρίσκεται πάντοτε στη γλώσσα, στο ύφος του όπου κυριαρχούν οι διαρκείς παρεκβάσεις, ο πολλαπλασιασμός των ενδεχομένων, η εξαντλητική χρήση συνώνυμων ή σχεδόν συνώνυμων, αντίθετων ή σχεδόν αντίθετων λέξεων, οι σχοινοτενείς περιγραφές όπου η γλώσσα γίνεται κινηματογραφικός φακός για να εστιάσει σε μια απειροελάχιστη λεπτομέρεια, σε μια ανεπαίσθητη χειρονομία. Αυτός ο μακροπερίοδος λόγος, που φέρνει στο μυαλό τον Προυστ ή τον Χένρι Τζέιμς, που ταυτοχρόνως αποζητά την ακρίβεια και πολλαπλασιάζει την αβεβαιότητα και την αμφιβολία, συνιστά το προσωπικό, απόλυτα αναγνωρίσιμο ύφος του Μαρίας.
Η μνήμη και η λήθη
Είχα την τύχη να είμαι μία από τις πολλές μεταφράστριες του Χαβιέρ Μαρίας στα ελληνικά. Μετέφρασα πριν πολλά χρόνια το «Καρδιά τόσο άσπρη», διασκέδασα πολύ μεταφράζοντας το πρώτο του μυθιστόρημα «Τα λημέρια του λύκου», πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι έκανε μετά, και πρόσφατα μετέφρασα το τελευταίο μυθιστόρημά του που κυκλοφορεί στα ελληνικά, το «Έτσι αρχίζει το κακό». Πάλι ένας τίτλος βγαλμένος απ’ τον Σέξπιρ, πάλι οι εμμονές του, τοποθετημένες εδώ στα πρώτα χρόνια της ισπανικής μεταπολίτευσης, πάλι η μνήμη και η λήθη, οι ενοχές, η προδοσία και η φιλία, τα μυστικά και η αποκάλυψή τους. Ένα σπουδαίο, δύσκολο βιβλίο που αποκαλύπτει σιγά σιγά στον αναγνώστη του την ιστορία ενός γάμου και μιας χώρας, ή με άλλα λόγια τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και τη συνάντησή της με την Ιστορία (με κεφαλαίο, ετούτη τη φορά). Έλεγε κάποτε ο Μαρίας πως στη γραφή του προχωρά όχι με χάρτη, αλλά με πυξίδα, κι έτσι ακριβώς έχω την αίσθηση πως ζητά να πλησιάζει τα βιβλία του κι ο αναγνώστης κι ο μεταφραστής τους, χωρίς να ξέρει από πριν πού θα τον οδηγήσει η υπνωτιστική αφήγησή του.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο αποχαιρετισμού, οφείλω μια ευχαριστήρια αναφορά στη Βιβή Φωτοπούλου, εξαίρετη μεταφράστρια του Μαρίας στα ελληνικά και (σωτήρια και διδακτική) επιμελήτρια της πρώτης δικής μου μετάφρασης. Και θέλω να ελπίζω πως κάποιος/α θα αναλάβει να ολοκληρώσει αυτό που ο δικός της θάνατος άφησε ανολοκλήρωτο, τη μετάφραση στα ελληνικά του «Το πρόσωπό σου αύριο», της ανυπέρβλητης τριλογίας και opus magnum του ισπανού συγγραφέα.
Έφη Γιαννοπούλου