Τις τελευταίες μέρες τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ιδίως των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μπήκαν στο τραπέζι είτε για να στείλουν μηνύματα προς άλλες χώρες είτε να τροφοδοτήσουν την εσωτερική πολιτική. Η ΝΔ, καθώς απομακρύνεται από την αυτοδυναμία και αγγίζει το ενδεχόμενο ήττας, χρησιμοποιεί κάθε όπλο. Η εξωτερική πολιτική προσφέρεται και ο Τ. Ερντογάν δίνει άφθονη ύλη που η κυβέρνηση εργαλειοποιεί. Η δήλωση της κ. Μπακογιάννη ότι έχουμε πόλεμο με την Τουρκία και το «νταηλίκια γιοκ» από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ είναι ακραίας μορφής εργαλειοποίηση. To ίδιο και η κυβερνητική διαρροή περί ρωσικού σχεδίου επηρεασμού των εκλογών.
Οι βλαπτικές επιπτώσεις αυτής της επιλογής, που δεν γνωρίζουμε ακόμη αν θα γίνουν κυρίαρχες και αποδεκτές από όλες τις δυνάμεις του συστήματος, ιδιαίτερα μετά το άγος των υποκλοπών, είναι ήδη ορατές. Στην εσωτερική πολιτική η ΝΔ επιχειρεί να διαβάλει τον αντίπαλο σαν «μειωμένης εθνικοφροσύνης», και να τρομοκρατεί τους πολίτες. Τόσο χοντροκομμένο αφήγημα, σε κοινωνικό περιβάλλον ασφυκτικό λόγω και της κυβερνητικής πολιτικής, δεν μπορεί να πείσει αλλά δεν πρέπει και να υποτιμηθεί. Συνιστά ούτως ή άλλως εκτροπή.
Πρόκειται, όμως, για τοποθετήσεις που υπονομεύουν τη διπλωματική εικόνα και πολιτική της χώρας, μια περίοδο όπου το διεθνές περιβάλλον έχει γίνει απείρως πιο σύνθετο και επικίνδυνο. Η Τουρκία, σπεύδει να σταθεροποιήσει τη θέση της σαν περιφερειακή δύναμη «αξιοποιώντας» και τις διαφορές της με την Ελλάδα, εντάσσοντας στο σχέδιό της και την προκλητική της ρητορική, στο πλαίσιο της «ελεγχόμενης έντασης». Μ’ αυτή την πολιτική, ταυτόχρονα, διαπραγματεύεται με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, ιδίως με τις ΗΠΑ για τον νέο της ρόλο. Η κυβέρνηση σ’ όλα αυτά απαντά με την επιλογή του «δεδομένου» και του «προκεχωρημένου» φρουρού των συμφερόντων της συμμαχίας, φραστικά και υλικά, νομίζοντας ότι έτσι κερδίζει πόντους ιδίως για το μέλλον.
Πρόκειται για απλοϊκή και επικίνδυνη προσέγγιση που επιπλέον με προαπαιτούμενο την οπλική υπεροχή -ο κ. Δένδιας επαίρονταν την Πέμπτη ότι ενώ κάποτε αγωνιζόμαστε για 7 προς 10 τώρα έχουμε 10 προς 0!- εξουθενώνει οικονομικά τη χώρα. Απομακρύνει την εξωτερική πολιτική από την οδό της διπλωματίας και της επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία στο έδαφος του διεθνούς δικαίου. Δεν φαίνεται να «κατανοείται» θετικά και από συμμάχους. Σε πρόσφατη συνάντηση, π.χ., Μπλίνκεν – Στόλτενμπεργκ όταν ρωτήθηκαν για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο Στόλτενμπεργκ απάντησε: «Τουρκία και Ελλάδα είναι δυο πολύτιμοι σύμμαχοι. Συμμετέχουν και συμβάλλουν στο ΝΑΤΟ με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Οι όποιες διαφορές μεταξύ τους πρέπει να επιλυθούν με διπλωματικά μέσα. Στο ΝΑΤΟ έχουμε έναν μηχανισμό αποκλιμάκωσης». Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ είπε ότι συμφωνεί με τον γγ του ΝΑΤΟ ότι η Ελλάδα και η Τουρκία είναι «δύο πολύτιμοι και σημαντικοί σύμμαχοι», φίλοι των ΗΠΑ. «Έχουν διαφορές και θέλουμε να τους δούμε να τις επιλύουν με εποικοδομητικό τρόπο, μέσα από διάλογο, έχει ξαναγίνει στο παρελθόν και αναμένουμε να ξαναγίνει». Η Σύνοδος της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στην Πράγα στις 6/10, των 27+17 χωρών όπου θα μετέχουν Αγγλία, Ουκρανία, Τουρκία, ιδέα του Μακρόν, δείχνει ότι και οι Ευρωπαίοι υπολογίζουν τη γείτονα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ όχι απλώς έχει αποφύγει να παρακολουθήσει αυτή την εκδοχή εξωτερικής πολιτικής αλλά έχει σαφώς αντιπαρατεθεί. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις η κριτική που ασκεί είναι ότι η Ελλάδα δεν αξιοποιεί το ευνοϊκό περιβάλλον να πιεστεί η Τουρκία για να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου, ώστε να οδηγηθούμε σε ύφεση και δημιουργία προϋποθέσεων για Χάγη. Πολιτική όχι μέσω εξοπλισμών αλλά διπλωματίας. Άσκησε, επίσης, αυστηρή κριτική στην κυβερνητική στάση στο ζήτημα της επίθεσης της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας όπου αντί η ελληνική πλευρά να πρωτοστατήσει για ειρήνευση, έγινε αιχμή επιθετικότητας κατά της Ρωσίας. Δεν προφυλάσσει τη χώρα διπλωματικά, την εκθέτει.
Η είσοδος στο ΝΑΤΟ Σουηδίας, Φιλανδίας έρχεται σ’ αυτό το πλαίσιο και η τοποθέτηση της Αριστεράς δεν έπρεπε να το αποκόβει απ’ αυτό. Πρώτον, το «ναι» επομένως αντιφάσκει με τις έως τώρα τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ στο Ουκρανικό, τον ρόλο του ΝΑΤΟ και τον (μη) ρόλο της Ευρώπης. Διότι η κριτική ήταν ότι η Ευρώπη χάνει την αυτονομία της και ότι, ενώ οικοδομείται ο νέος, ψυχροπολεμικός διαχωρισμός, μια χώρα όπως η Ελλάδα θα υποστεί βλάβη αν σπεύσει να συνεισφέρει να διαμορφωθούν τα «σκληρά στρατόπεδα» Δύσης-Ρωσίας. Η είσοδος των δυο χωρών στο ΝΑΤΟ ενισχύει ακριβώς αυτές τις τάσεις, δεν έπρεπε επομένως να υποστηριχθεί. Η συζήτηση για τη θέση που θα κρατούσε το κόμμα στην Πολιτική Γραμματεία κατέγραψε ισχυρές διαφωνίες, όπως ήταν αναμενόμενη και σε στελέχη πέραν της Ομπρέλας. Υπάρχει η σταθερά αρνητική άποψη της Αριστεράς για τον ρόλο του ΝΑΤΟ και αντίθετα θετική για την αυτονομία της Ευρώπης. Θέσεις εξάλλου, που είναι στις αποφάσεις του πρόσφατου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Άρης Καραντινός