Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Πληθωρισμός: το κύριο πεδίο ταξικής σύγκρουσης

Ο πληθωρισμός υπήρξε ανέκαθεν πεδίο σκληρής ταξικής σύγκρουσης γύρω από τη διανομή του εισοδήματος. Αποτελεί ξανά σήμερα, όπως και στη δεκαετία του 1970, το βασικό πεδίο διεξαγωγής αυτής της σύγκρουσης στις αναπτυγμένες οικονομίες, με ομοιότητες και διαφορές του τότε με το τώρα. Η πρώτη ομοιότητα έχει να κάνει με την εμφάνιση του πληθωρισμού σε συνδυασμό με την ύφεση και τη στασιμότητα της οικονομίας (στασιμοπληθωρισμός) στο έδαφος μεγάλων δομικών κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος, ενώ η δεύτερη ομοιότητα έχει να κάνει με την αφορμή, την ενεργειακή κρίση. Ο πληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 σχετίζεται με την απότομη αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, που αποφάσισαν και επέβαλαν από κοινού οι πετρελαϊκές χώρες, επιδιώκοντας τον προσπορισμό μεγαλύτερης γαιοπροσόδου, με ανακατανομή πλούτου από τις αναπτυγμένες χώρες. Όπως και σήμερα, η αύξηση πέρασε στις τιμές των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, την αγοραστική δύναμη των μισθών και το κόστος ζωής.
 
 
Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο επεισοδίων είναι ότι ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 συνδέεται με τις αντιφάσεις και την κρίση του φορντιστικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης των «ένδοξων» μεταπολεμικών δεκαετιών, που ήταν προσανατολισμένο στην εθνική αγορά και στηριζόταν στη μαζική κατανάλωση, την αύξηση των μισθών, την πλήρη απασχόληση και το κοινωνικό κράτος, το λεγόμενο «σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο», ενώ ο σημερινός με την κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που διαδέχθηκε τον φορντισμό και της παντοκρατορίας των ΗΠΑ και της Δύσης στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
 
Ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 είχε ως συνέπεια την αλλαγή του παραδείγματος μακροοικονομικής πολιτικής, εκτοπίζοντας την πλήρη απασχόληση και τις επεκτατικές κεϊνσιανές πολιτικές από το προσκήνιο. Η επικράτηση του μονεταρισμού, που έθεσε ως πολιτική προτεραιότητα την τιθάσευση του πληθωρισμού με άσκηση περιοριστικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, είχε ως πρώτο δείγμα γραφής την αύξηση των επιτοκίων από την Fed στο 20% το 1981. Ταυτόχρονα, καθιερώνοντας την έννοια του «φυσικού ποσοστού ανεργίας», που καθορίζει και τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, και ερμηνεύοντας την ανεργία ως αποτέλεσμα του υψηλού κόστους εργασίας, οι μονεταριστές ήρθαν να δώσουν θεωρητική δικαιολόγηση στην επίθεση στα συνδικάτα, τα εργατικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος ως μακροπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα της ανεργίας και της οικονομικής μεγέθυνσης. Την ίδια στιγμή, οι περιοριστικές πολιτικές μείωναν τη ζήτηση στην οικονομία, με σκοπό να προκαλέσουν ύφεση και ανεργία ώστε να μειώσουν τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων και την ικανότητά τους να αποκαθιστούν την αγοραστική δύναμη των μισθών μέσω της αναπροσαρμογής τους με βάση τον πληθωρισμό.
 
Έτσι, τη δεκαετία του 1980, στο όνομα της καταπολέμησης του πληθωρισμού, η επίθεση κράτους και κεφαλαίου στη μισθωτή εργασία για την αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους υπήρξε αμείλικτη. Τα ισχυρά συνδικάτα, που είχαν προηγουμένως πετύχει την αύξηση της προστασίας κατά των απολύσεων και την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών υπέστησαν παντού συντριπτική ήττα, με αποτέλεσμα το μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα να σημειώσει δραματική πτώση.
 
 
Η βαριά κληρονομιά του ’80
 
 
Η κληρονομιά της δεκαετίας εκείνης μας βαραίνει και σήμερα. Η αλλαγή παραδείγματος οικονομικής πολιτικής αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο του θεσμικού οικοδομήματος του νεοφιλελεύθερου μοντέλου καπιταλισμού, της ΟΝΕ και η ιδέα ότι ο πληθωρισμός προκύπτει από υπερβολικές μισθολογικές διεκδικήσεις που υποσκάπτουν το ποσοστό κέρδους ή/και από χαλαρή νομισματική πολιτική αποτελεί πλέον κοινό τόπο της ορθόδοξης οικονομικής σκέψης. Ακόμα και οι εκπρόσωποι του νεοκεϊνσιανού ρεύματος, που αναγνώρισαν την πιθανότητα ο πληθωρισμός να οφείλεται σε μονοπωλιακές/ολιγοπωλιακές συνθήκες στις αγορές προϊόντων που οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους και συνέδεσαν τη διαρθρωτική ανεργία με το ποσοστό ανεργίας στο οποίο ο πληθωρισμός παραμένει σταθερός, πάλι καταλήγουν στην κλασική συνταγή: ο έλεγχος του πληθωρισμού θα προκύψει μέσω της αύξησης της ανεργίας που θα συνετίσει τους μισθωτούς και του περιορισμού της πλεονάζουσας ζήτησης σε σχέση με τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.
 
Η ίδια ερμηνεία σήμερα από τους ορθόδοξους οικονομολόγους στις ΗΠΑ οδήγησε τη Fed σε τέσσερις διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων από την αρχή του 2022 και τις Κεντρικές Τράπεζες ογδόντα και πλέον χωρών του κόσμου, συμπεριλαμβανόμενης και της ΕΚΤ, να την ακολουθήσουν. Η αναζωπύρωση του πληθωρισμού αποδίδεται στην υπερβάλλουσα ζήτηση, ενώ το χαμηλό ποσοστό ανεργίας (3,6% τον Μάιο) μαζί με το φαινόμενο της Μεγάλης Παραίτησης δημιουργούν ελλείψεις εργατικού δυναμικού και φόβους στο κατεστημένο για αύξηση μισθών και σπιράλ μισθών-τιμών.
 
 
Μια παλιά ερμηνεία σε έναν νέο κόσμο
 
 
Όμως ο κόσμος σήμερα δεν είναι ο ίδιος όπως τη δεκαετία του 1970. Τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού και παγκοσμιοποίησης έχουν αυξήσει την έκθεση των οικονομιών στον διεθνή ανταγωνισμό, διαβρώσει τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων και τις εργασιακές σχέσεις, αυξήσει τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, τη δύναμη του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μεγάλων διεθνικών επιχειρήσεων και την ολιγοπωλιακή διάρθρωση των αγορών και γιγαντώσει την κερδοσκοπία στα διεθνή χρηματιστήρια αξιών, πρώτων υλών και εμπορευμάτων. Εξάλλου, τα προβλήματα στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες ενέργειας, πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων, που παρουσιάστηκαν κατά την έξοδο από την πανδημική κρίση, ενίσχυσαν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας και πυροδότησαν την άνοδο των τιμών πολύ πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
 
Όλα συνηγορούν στο ότι ο πληθωρισμός πηγάζει από την προσφορά και όχι από τη ζήτηση και ότι είναι πληθωρισμός κερδών και όχι μισθών. Έρευνα του Economic Policy Institute των ΗΠΑ έδειξε ότι η άνοδος του πληθωρισμού στη χώρα μεταξύ του δεύτερου τριμήνου του 2020 και του τελευταίου τριμήνου του 2021 οφείλεται κατά 54% στην άνοδο των κερδών και κατά 38% σε προβλήματα εφοδιασμού, ενώ η συμβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας ήταν μικρότερη από 8%. Άλλη έρευνα του Roosevelt Institute έδειξε ότι το 2021 οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ αύξησαν τα περιθώρια κέρδους και τα κέρδη τους με τον υψηλότερο ετήσιο ρυθμό από το 1955. Η συνειδητή πρόκληση ύφεσης και ανεργίας στην αμερικάνικη οικονομία με την άνοδο των επιτοκίων της Fed εξυπηρετεί τα συμφέροντα των καρτέλ της ενέργειας και επιτίθεται ενάντια σε αυτά των λαϊκών τάξεων.
 
 
Η Ευρώπη στο κέντρο της δίνης
 
 
Ακόμα πιο επιζήμια είναι αυτή η πολιτική για την Ευρώπη, που με τις τελευταίες αποφάσεις της ΕΚΤ για την εγκατάλειψη της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης και την αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, φαίνεται ότι επιστρέφει διστακτικά και προσεκτικά μεν, σταθερά δε, στην αδιέξοδη συνταγή της λιτότητας με την οποία αντιμετώπισε την κρίση του 2008 και η οποία, μαζί με τη συνεχιζόμενη άνοδο των τιμών της ενέργειας και τις πολύ πιθανές ελλείψεις φυσικού αερίου το χειμώνα, απειλεί να βυθίσει την ευρωπαϊκή οικονομία σε ύφεση και να οδηγήσει σε περαιτέρω φτωχοποίηση τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα και τις χώρες με τη μεγαλύτερη αύξηση του πληθωρισμού.
 
Σε αυτήν την κρίσιμη ιστορική καμπή για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τα όργανα της ΕΕ, όπως και η κυβέρνηση των ΗΠΑ, δεν θέλουν να ασκήσουν μια πολιτική προσφοράς, δηλαδή να ρυθμίσουν τις αγορές και τις τιμές της ενέργειας και άλλων βασικών αγαθών. Όμως μια εναλλακτική πολιτική καταπολέμησης του πληθωρισμού από την πλευρά της Αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων στην ΕΕ θα πρέπει να αξιοποιήσει όλα τα μέσα που όχι μόνο φορολογούν τις υπεραξίες και τα υπερκέρδη των κερδοσκόπων και των καρτέλ, αλλά ρυθμίζουν τις αγορές και εξυγιαίνουν το σύστημα διαμόρφωσης των τιμών προς όφελος των εργαζόμενων τάξεων, της κοινωνίας και των μελλοντικών γενεών.
 
Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στο θέμα της ακρίβειας και της ενέργειας, η ισπανική και πορτογαλική εφαρμοσμένη πολιτική πλαφόν στις τιμές χονδρικής, η γαλλική πρωτοβουλία επανεθνικοποίησης της EDF δείχνουν τον δρόμο στο εθνικό επίπεδο. Ο πληθωρισμός αποτελεί το κύριο πεδίο ταξικής σύγκρουσης στη σημερινή συγκυρία πολλαπλών κρίσεων.
 
ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΜΕΣΙΝΗ