Από την εγκατάσταση της αστυνομίας και των τεχνολογιών «ασφαλείας» στα πανεπιστήμια μέχρι τις παρακολουθήσεις πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων, ένας αόρατος ιστός της αράχνης υφαίνεται γύρω από την κοινωνία. Το ότι αυτός ο ιστός υφαίνεται με τα υλικά που εμπορεύονται οι πολυεθνικές βιομηχανίες του κυβερνοχώρου είναι κοινό μυστικό σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Ομως, μια πολιτική, συλλογική και προσωπική ζωή υπό επιτήρηση δεν είναι παρά το σημείο εκκίνησης ενός αυταρχικού κράτους. Η σημερινή κυβέρνηση δεν έκρυψε ποτέ την επιδίωξή της να εγκαθιδρύσει ένα τέτοιο «επιτελικό» κράτος-εγγυητή της παραμονής της στην εξουσία με στόχο την εξυπηρέτηση συμφερόντων συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.
Η κοινωνία στέκεται μουδιασμένη μπροστά σε όσα έρχονται σταδιακά στο φως για τις νόμιμες και παράνομες υποκλοπές. Μπορεί να αγνοεί τις τεχνικές των μέσων επιτήρησης και τα συνεπακόλουθα σκοτεινά παιχνίδια που θυμίζουν ταινίες κατασκοπίας. Το έργο «Οι ζωές των άλλων» παίζεται με εκλεπτυσμένες παραλλαγές όχι μόνο στα δικτατορικά καθεστώτα αλλά και στις μετα-ολοκληρωτικές δημοκρατίες του 21ου αιώνα, οι οποίες μοιάζουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τη νομιμότητα της επιτήρησης και λιγότερο για το κοινωνικό γεγονός της επιτήρησης.
Στην ελληνική πολιτική ζωή πυρήνας της κυρίαρχης παραλλαγής είναι η καταπάτηση κάθε έννοιας δικαίου και η συγκέντρωση όλων των εξουσιών σε ένα και μοναδικό πρόσωπο, τον πρωθυπουργό της χώρας. Ωστόσο, ούτε η κυβέρνηση μοιάζει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, να θίγεται από τη διεθνή κατακραυγή ούτε η κοινωνία είναι στα κάγκελα απαιτώντας την παραίτησή της. Φαίνεται πως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που τιμούν τον ρόλο τους, τα καλοταϊσμένα από την κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης, ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά, ανταποδίδουν την υποχρέωσή τους με πρωτοφανή δουλικότητα καλλιεργώντας συστηματικά τον πολιτικό κυνισμό (όλοι ίδιοι είναι), κυρίως, μέσω της αποσιώπησης σημαντικών πτυχών του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι. Ολοφάνερο το γεγονός στην περίπτωση του σκανδάλου των παρακολουθήσεων με ακραία επικίνδυνες συνέπειες για τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Σε αυτό συμβάλλει, όμως, και η εκφορά ενός δημόσιου λόγου που τείνει να συρρικνώνει την έννοια της δημοκρατίας σε μία από τις διαστάσεις της: το κράτος δικαίου. Ουδείς αμφισβητεί ότι πρόκειται για μια σημαίνουσα διάσταση που, ωστόσο, δεν επαρκεί για να εγγυηθεί τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες. Η δημοκρατία όπως και το δίκαιο δεν είναι μονοδιάστατες έννοιες. Το δίκαιο δεν είναι μια «ουδέτερη» διατύπωση νόμων και κανονιστικών ρυθμίσεων. Είναι ένα κοινωνικό πεδίο στο οποίο «ειδικοί», δικαστές, νομοθέτες κ.ά. μάχονται για την οικειοποίηση και τη διατήρηση πολλών εξουσιών.
Και επειδή, εκτός από το δίκαιο, υπάρχει και η κοινωνιολογία του δικαίου, παραθέτω εδώ μια ενδιαφέρουσα παράγραφο από το άρθρο του Πιερ Μπουρντιέ «Η δύναμη του δικαίου» («La force du droit») που δημοσιεύτηκε το 1986: «Δεδομένων των δυνατοτήτων που έχουν οι πρωταγωνιστές του “νομικού πεδίου” να δημιουργούν θεσμούς και νέες ιστορικές και πολιτικές πραγματικότητες, το δίκαιο είναι στα χέρια τους ένα επιπλέον όπλο κυριαρχίας. Είναι αυτό που ταξινομεί κάθε φορά τις έννοιες νόμιμο/παράνομο, αληθινό/ψεύτικο, δίκαιο/άδικο». Αυτή την πλευρά του δικαίου τη γνώρισε καλά η κοινωνία μας με την «υπόθεση Λιγνάδη» και αντέδρασε ανάλογα. Η απλή παρατήρηση δείχνει, ωστόσο, πως δεν αντιδρά με ανάλογη δυναμική στην περίπτωση των υποκλοπών.
Για τούτο είναι αναγκαίο οι αριστερές δυνάμεις όλων των αποχρώσεων να αναδείξουν και την άλλη διάσταση της δημοκρατίας: τη συμμετοχή των υποκειμένων στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Μια συμμετοχή που να υπερβαίνει την εκλογική διαδικασία, η οποία πλήττεται ολοένα περισσότερο από τα υψηλά ποσοστά αποχής βαθαίνοντας την κρίση νομιμοποίησης της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Από μια κοινωνιολογική οπτική, η δυναμική που αναπτύσσεται σε κάθε κοινωνία, μπροστά σε ζητήματα υπεράσπισης θεμελιωδών δικαιωμάτων και διαφάνειας των θεσμών, υπερβαίνει τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου και συναρθρώνεται με αξίες, ιδέες, αναπαραστάσεις και συμπεριφορές.
Χωρίς αλλαγές σε αυτά τα επίπεδα, οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για διαφάνεια και δημοκρατία κινδυνεύουν να παραμείνουν «νεκρό γράμμα». Διότι, όταν τα υποκείμενα αναδιπλώνονται στην ιδιωτική τους σφαίρα εγκαταλείποντας τη συμμετοχή τους στη διαμόρφωση των πραγμάτων, τότε κανείς δεν μπορεί να τα προστατεύσει από τον αυταρχισμό. Για τούτο και για να έχουμε μια βιώσιμη αλλαγή είναι αναγκαίο οι αριστερές δυνάμεις να επιμένουν πως, σε τελική ανάλυση, η ασφαλέστερη εγγύηση των ελευθεριών όλων και όχι μόνο των επιφανών προσωπικοτήτων, απέναντι στους πάσης φύσεως Big Brothers, είναι μια πολιτική πρακτική που ενδιαφέρεται όχι μόνο για τη νομιμότητα αλλά και για τις κοινωνικές αρχές και αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η νομιμοποίηση της νομιμότητας. Πριν ο «καπιταλισμός της επιτήρησης» (βλ. σχετικό άρθρο του Τάσου Τσακίρογλου στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 11/8/2022) καταστρέψει την ίδια την πολιτική, τον άνθρωπο και μαζί του τον κόσμο.
Η Αλεξάνδρα Κορωναίου είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας, πρώην κοσμήτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο