Να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους αναλόγως της γειτονιάς στην οποία κατοικούν, να προεξοφλείς την επαγγελματική τους σταδιοδρομία ή να λαμβάνεις υπ’ όψιν τη γνώμη τους αναλόγως της καταγωγής τους είναι, δίχως αμφιβολία, η απαρχή της ρατσιστικής σκέψης. Να πιστεύεις στην αριστεία, στη συγκέντρωση δηλαδή σε ένα πρόσωπο ιδιοτήτων τέτοιων ώστε να το τοποθετούν σε υψηλότερη θέση από τον συνάνθρωπο, είναι μια ιδέα που επίσης συγγενεύει με εκείνη του κόμη του ντε Κομπινό “περί της ανισότητος των ανθρωπίνων φυλών”. Να νομίζεις πως εσύ, και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός σου, είναι περιούσια του πανάγαθου όντα και τα προνόμιά τους εκ Θεού είναι η αυγουστίνεια θεολογία του Απόλυτου Προορισμού των εκλεκτών, πάλι προάγγελος της ρατσιστικής σκέψης.
Οι άνθρωποι, οι χαρακτήρες και οι συνειδήσεις των ανθρώπων, είναι, κατά πως λένε οι μαρξιστές, αποτελέσματα των υλικών συνθηκών της ύπαρξής τους. Η διάνοιά τους, η πνευματική τους ζωή, είναι η αντανάκλαση της οικονομικής, της υλικής, της πλούσιας ή της φτωχικής ζωής τους. Τούτο βεβαίως αλλάζει στην πορεία του βίου. Όχι συχνά, αλλά αλλάζει. Άνθρωποι που γεννήθηκαν στα πούπουλα μαθαίνουν να κοιτούν στα χαμηλά, να γίνονται αλληλέγγυοι, να θεωρούν αριστεία την ανατροπή της εκμετάλλευσης, να οικειοποιούνται το ανοίκειο, να αγαπούν τον Ξένο.
Αλλά τις περισσότερες φορές οι πορφυρογέννητοι/ες αδυνατούν να βγουν από τον υλικό τους κόσμο. Τους δυσκολεύει η υπέρβαση, να επιτρέψουν, ας πούμε, την κοινωνική κινητικότητα με πανεπιστημιακές σπουδές, ταυτίζουν τους χειρώνακτες (υδραυλικούς κ.ά) με τις λαϊκές συνοικίες, συγκινούνται μοναχά με όσα θύματα διαθέτουν εκλεκτικές συγγένειες (λευκοί πρόσφυγες κ.ά), συνομιλούν μοναχά με τους ανθρώπους της τάξεως και της φυλής τους.
Η ιδεολογία τους είναι, λοιπόν, η υλική τους κατάσταση, η δική τους και των οικείων τους. Το δημόσιο χρήμα, λες και βγήκε με τον ίδρωτα τους, κτήμα τους για να το διαχειρίζονται κατά πως βούλονται. Ό,τι αντιστρατεύεται σε τούτα, είναι λαϊκισμός και διχασμός του έθνους (ωσάν τις μητσοτάκειες Πλατείες) και όσοι τους αντιμιλούν “ξένοι” (ωσάν τους Εξαρχειώτες του Μπακογιάννη).
Αυτός ο εσμός (αστική τάξη τον λένε οι κοινωνιολόγοι) θεωρούν τους εαυτούς τους πολιτική αυταξία. Πτυχία, πανεπιστήμια, συναναστροφές, όλα, συντάσσονται πίσω από το στόχο της αναπαραγωγής της εξουσίας τους. Στάχτη στα μάτια των αδαών τα κυριλέ, συχνότατα αγορασμένα, πτυχία, στάχτη στα μάτια τα “ντοκτορά”, για να χειραγωγούν με σπουδαιοφάνεια τους προλετάριους, υδραυλικούς και χτίστες.
Ο πρωθυπουργός της χώρας, ο επιτελικός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο παραιτημένος στενός του συνεργάτης Γρηγόρης Δημητριάδης, και ο δήμαρχος της Αθήνας, Κώστας Μπακογιάννης, ανήκουν στην ίδια τάξη. Εμφορούνται από τις ίδιες ιδέες και διαθέτουν την αυτή κουλτούρα, που συμπεριλαμβάνει την έχθρα του αλλότριου. Ένας επιτελικός δήμος με την ντροπή του “μεγάλου περιπάτου” και τις αμφιλεγόμενες αναθέσεις, στα πλαίσια ενός επιτελικού κράτους που παρακολουθεί πολιτικούς αρχηγούς, συνθέτουν την εμπράγματη πολιτική της οικογενείας, μιας οικογένειας που περιλαμβάνει πάμπολλους. Η σχέση αίματος πρωθυπουργού – δημάρχου είναι απολύτως συμπτωματική.
Αν η αυτοοργάνωση των λαών στις Πλατείες μεταφράζεται ως “διχασμός” και οι διαμαρτυρίες για το μετρό στα Εξάρχεια, καταμεσής της μοναδικής πλατείας της περιοχής, ως φωνασκίες από “μη Έλληνες”, η ιστορική σήψη της δεξιάς είναι και σήμερα προφανής. Κατάφωρα αντιδημοκρατική, καθεστωτική, στα όρια του ρατσισμού, εμπαίζει δίχως έλεος τους από κάτω.
Των οποίων η αντεπίθεση παραμένει η μοναδική ελπίδα.
Κατέ Καζάντη