Πριν από λίγο καιρό ο Νικόλας Σεβαστάκης (ΝΣ) δημοσίευσε ένα είδος μανιφέστου «περί ακραίου Κέντρου» στο The Books’ Journal1.
Ο συγγραφέας αρχικά αρνείται ότι το ακραίο Κέντρο είναι νεοφιλελεύθερο, φιλοδεξιό ή νεοδεξιό, αντιλαϊκό ή ελιτίστικο, συντηρητικό ή υπεύθυνο για την κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς. Όπως σημειώνει, «το ακραίο Κέντρο παρουσιάζεται σαν πεδίο πολιτικής και πολιτισμικής αντεπίθεσης των ‘ελίτ κατά του λαού’, της ολιγαρχίας κατά της δημοκρατίας, της εξειδικευμένης πολιτικής κατά της πολιτικής των μαζών και της δημιουργικής επινοητικότητας όσων παραμένουν ανυπότακτοι». Ενώ, όμως, το αρνείται, δεν μπαίνει στον κόπο να αποδομήσει τα επιχειρήματα που στηρίζουν αυτή την άποψη. Όμως, δεν είναι νοητό να αποφεύγονται τα προφανή.
Οι περισσότεροι «ακροκεντρώοι/ες» είτε δεν αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό είτε τον στηρίζουν απευθείας (βλ. ρητορική περί «μεταρρυθμισμού») ή εμμέσως (αφού ό,τι εκνευρίζει την Αριστερά θεωρείται καλό, στη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»). Ούτε είναι ψέμα ότι όλα τα λαϊκά αιτήματα τα αντιμετωπίζουν μέσα από το πρίσμα του «λαϊκισμού» και του «συντεχνιασμού» (όταν βέβαια δεν αφορούν τα έργα και τις ημέρες της ΝΔ).
Στο ζήτημα της δημοκρατίας, κάνουν πως δεν βλέπουν ή πως δεν κρίνουν προβληματικές τις ακροδεξιές παρεκκλίσεις της εγχώριας Δεξιάς, αυταρχικές (τυφλή καταστολή, αστυνομικές αυθαιρεσίες, καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων εις βάρος μεταναστών/προσφύγων, ΛΟΑΤΚΙ ατόμων ή κρατουμένων), σκοταδιστικές (στην εκκλησία δεν κολλάει ο ιός, στις διαδηλώσεις και τις πλατείες κολλάει), εθνικιστικές (στάση έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών, ρητορική περί νέου ’40 στην περίπτωση απώθησης αόπλων εξαθλιωμένων μεταναστών στον Έβρο). Το ακραίο Κέντρο μπορεί να κατηγορεί τη σύγχρονη Αριστερά για ολοκληρωτισμό και αντιδημοκρατική ιδεολογία και πρακτική, γιατί κάποτε υπήρξε η ΕΣΣΔ, αλλά αρνείται πεισματικά να κάνει το ίδιο στην περίπτωση της σύγχρονης Δεξιάς που υιοθετεί μέρος του πολιτικού και προγραμματικού λόγου της σύγχρονης Ακροδεξιάς. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα περιμέναμε τουλάχιστον μεγαλύτερη ευαισθησία από το ακραίο Κέντρο στο ζήτημα της ελευθερίας της ενημέρωσης, αλλά δυστυχώς οι αντιδράσεις του απέναντι στα δυσφημιστικά για την Ελλάδα κατορθώματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι πρακτικά ανύπαρκτες. Όλα αυτά, όμως, συνιστούν προφανή μεροληψία υπέρ της Δεξιάς και επιλεκτική δημοκρατική ευαισθησία.
Όσον αφορά το ζήτημα του ελιτισμού, οι «ακροκεντρώοι/ες» καταφέρονται σταθερά κατά των κινημάτων, των μαζικών αντιπολιτευτικών κομμάτων και των συνδικάτων και ταυτίζουν τη δημοκρατία μόνο με τις εκλογές. Ακόμα και στο πλαίσιο του στενού συνταγματισμού τους, δεν φαίνεται να δίνουν στο λαό το ρόλο που του αποδίδουν τα φιλελεύθερα συντάγματα. Αναρωτιέται, τελικά, κανείς ποιος χώρος έχει απομείνει στον κυρίαρχο λαό για να ασκήσει τις εξουσίες του. Όλα αυτά το άρθρο του ΝΣ απλώς τα προσπερνά, υιοθετώντας μια «δημοκρατία» χωρίς δήμο. Από τα συμφραζόμενα προκύπτει πως δημοκράτες είναι μόνο οι ψηφοφόροι της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, ενώ εξοβελίζονται από τη δημοκρατία όλοι οι χώροι που αμφισβητούν την παρούσα θέσμιση.
Η πραγματική μήτρα του ακραίου Κέντρου
Ο συγγραφέας αναλαμβάνει, στη συνέχεια, να παρουσιάσει μια δική του ερμηνεία για τη διαμόρφωση του «ακροκεντρώου» χώρου, συγχέοντάς τον συστηματικά με τον σοσιαλδημοκρατικό Τρίτο Δρόμο του ’90. Εδώ, βέβαια, υπάρχει παρανόηση. Οι ριζοσπάστες αριστεροί/ες δεν ονομάζουν ακραίο Κέντρο αυτή τη φάση συμβιβασμού της σοσιαλδημοκρατίας με το νεοφιλελευθερισμό, αλλά το κομμάτι των κεντρώων που μετά την κρίση ανέλαβαν την υπεράσπιση της δεξιάς πολιτικής απέναντι στην αριστερή κριτική. Και είναι κρίσιμη αυτή η παρατήρηση, γιατί πριν τη διαδικασία της «πασοκοποίησης» οι «ακροκεντρώοι/ες», πριν γίνουν τέτοιοι/ες, αφενός διέθεταν πολιτικό χώρο που τους επέβαλε ως βασικό στόχο την υπεράσπιση της κοινωνικής ευημερίας απέναντι στις καπιταλιστικές ακρότητες και αφετέρου είχαν ως βασικό μέτωπο την αντιμετώπιση όλων όσων εκπροσωπούσε η Δεξιά. Τώρα, όμως, οι «ακροκεντρώοι/ες» που κάποτε πάλευαν για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς έχουν πάρει διαζύγιο με τη σοσιαλδημοκρατία και παρεπιδημούν την κεντροδεξιά Ιερουσαλήμ.
Ο ΝΣ, επίσης, επιχειρεί να θεμελιώσει και μια «ακροκεντρώα» γενεαλογία. Αναζητεί τις απαρχές αυτού του ρεύματος σε «εκείνες τις μορφές σοσιαλδημοκρατικής και αριστερής φιλελεύθερης σκέψης και πράξης που, τις μεταπολεμικές δεκαετίες, δεν συμπορεύτηκαν με την κομμουνιστική Αριστερά». Το πρόβλημα με αυτή τη γενεαλογία είναι πως οι περισσότεροι/ες από αυτόν τον χώρο δεν σταμάτησαν να στηλιτεύουν τη Δεξιά, όπως συμβαίνει με το σημερινό ακραίο Κέντρο. Ομοίως, πρέπει να σημειώσουμε ότι τα μεταπολεμικά αντιπολεμικά μέτωπα που ο ΝΣ αποκαλεί «ψευδοφιλειρηνικά» μόνο η Δεξιά τα αποκαλούσε έτσι. Ερχόμενοι ωστόσο στο σήμερα, πώς να συμφωνήσουμε ότι «ο αληθινός πολιτικός πρόγονος του ακραίου Κέντρου είναι μια μειοψηφική αντιολοκληρωτική δημοκρατική Αριστερά που κατανόησε τον εαυτό της ως μέρος της δυτικής ταυτότητας», όταν και ο πολιτικός πρόγονος του ΣΥΡΙΖΑ, του βασικού αντιπάλου του ακραίου Κέντρου, είναι ο ίδιος; Και όταν το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς από τον ΣΥΡΙΖΑ αποσπάστηκε και στον ΣΥΡΙΖΑ επανήλθε πλειοψηφικά;
Ο ΝΣ θεωρεί ότι υπήρξαν, από τη μια, «διανοούμενοι και κοινωνικές δυνάμεις που αντιστάθηκαν στον πειρασμό της ευθυγράμμισης και της μετατροπής τους σε δορυφόρους των κομμουνιστικών κομμάτων και των μετωπικών τους οργανώσεων» και, από την άλλη, «όσοι ακολούθησαν την εκδοχή μιας πιο φιλοσοβιετικής και πιο φιλοκομμουνιστικής Κεντροαριστεράς, ακόμα και αν εξέφρασαν μια μεταρρυθμιστική και απολύτως κοινοβουλευτική Αριστερά». Όπως ισχυρίζεται, οι τελευταίοι θεωρούν «ότι η σοσιαλδημοκρατία ανήκει πολιτικά και πολιτισμικά στον ίδιο πάνω-κάτω χώρο με τη ριζοσπαστική Αριστερά», ότι η συμμαχία τους «μοιραζόταν το αντιδεξιό πάθος και τον άκριτο θαυμασμό για όλες τις διεθνείς προσωπικότητες και τις δυνάμεις που αντιπάλευαν τους Αμερικανούς και τη Δύση» και ότι όλοι αυτοί θεωρούσαν εαυτούς προοδευτικούς, καθότι «αντίπαλοι της νεοφιλελεύθερης ή της νεοαντιδραστικής Δεξιάς». Αναρωτιέται κανείς: Δεν είναι ανιστόρητη η αποσύνδεση σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς; Δεν προέρχονται από κοινή μήτρα; Δεν έπρεπε να υπάρχει αντιδεξιό πάθος, αλλά έπρεπε και πρέπει να υπάρχει αντιαριστερό πάθος; Δεν έπρεπε να καταγγέλλονται οι αμερικανικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και η στήριξη των στρατιωτικών δικτατοριών; Η κατίσχυση της νεοφιλελεύθερης και νεοαντιδραστικής Δεξιάς αποτελεί πρόοδο για το ΑΚ; Φοβάμαι πως όποια κι αν είναι η απάντηση, ως πρόγονοι των σύγχρονων αντιλαϊκιστών «ακροκεντρώων» μόνο οι αντικομμουνιστές συνοδοιπόροι της Δεξιάς προσφέρονται.
Αντί ανάλυσης, νουθεσίες
Ο συγγραφέας κάπου εδώ εγκαταλείπει την πολιτική ανάλυση και υπεισέρχεται στην πολιτική δαιμονολογία, όπως έκαναν, σύμφωνα με τον Ισαάκ Ντόιτσερ οι πρώην κομμουνιστές μετά τον Β’ ΠΠ. Γράφει: «Με κάποιον τρόπο, η σημερινή έκφραση της παλαιάς, κεντροαριστερής υποτακτικότητας στο σοβιετικό παράδειγμα και στο κομμουνιστικό κίνημα είναι εκ νέου η ιδέα της συμμαχίας των ‘προοδευτικών δυνάμεων’ υπό την αριθμητική και πολιτική κυριαρχία των κομμάτων μιας ριζοσπαστικής-λαϊκιστικής Αριστεράς. Η πρόσφατη εξέλιξη στη Γαλλία, με την απόφαση σοσιαλιστών και οικολόγων να γίνουν μέρος της καμπάνιας του τροτσκογενούς Ζαν-Λυκ Μελανσόν, δείχνει αυτή την τάση. Όταν δυνάμεις και πρόσωπα με αναφορά στη σοσιαλδημοκρατία ή στην πολιτική οικολογία μπορούν να συμβιώσουν, και μάλιστα να συμπαραταχθούν πολιτικά με κουλτούρες της περιφρόνησης για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αφυπνίζεται ο παλιός μύθος ενός κοινού αντιφασιστικού, δημοκρατικού χώρου». Με λίγα λόγια, η σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά είναι τέρατα του παρελθόντος που θέλουν να κατασπαράξουν μια δημοκρατία που δουλεύει ρολόι. Η συμμαχία μαζί τους είναι ανίερη (όχι όπως αυτή της Κεντροδεξιάς και του ακραίου Κέντρου). Φοβηθείτε! Όχι την υπαρκτή περιφρόνηση της κοινωνίας και την υπαρκτή διαδικασία αποδημοκρατικοποίησης που έχει εγκαινιάσει η Δεξιά, αλλά δαίμονες του παρελθόντος που μπορεί να βρυκολακιάσουν (τι ειρωνεία όμως! το μόνο που βρυκολακιάζει είναι η ρητορική του ψυχροπολεμικού αντικομμουνισμού). Εδώ, το ακραίο Κέντρο συντάσσεται με τη στρατηγική της Δεξιάς, την παραγωγή φόβων. Οι μεν μιλούν για τον κίνδυνο των ξένων και των διαφορετικών, οι δε για τον μεταφυσικό κίνδυνο της Αριστεράς.
Όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις, όμως, καθιστούν δύσκολη τη φαντασιακή κοινότητα με την μεταπολεμική αντιολοκληρωτική Αριστερά και σκιαγραφούν περισσότερο τη λογική των πρώην κομμουνιστών που περιέγραψε ο Ισαάκ Ντόιτσερ σε κείμενο του 1950 που Η Εποχή δημοσίευσε στα δύο προηγούμενα φύλλα της. Πέταξαν το μωρό της Αριστεράς μαζί με τα νερά του μπάνιου, ισχυριζόμενοι πως τελικά η αντίθεσή τους ήταν πιο βαθιά. Δικαιολόγησαν τη συμφιλίωσή τους με τους πρώην (δεξιούς) εχθρούς τους, υποστηρίζοντας ότι είναι καλύτεροι από τους πρώην (αριστερούς) συντρόφους τους. Έγιναν συντηρητικοί, μιας και ένιωθαν υποχρεωμένοι να αντιδρούν σε οτιδήποτε έλεγαν οι πρώην σύντροφοί τους, με τίμημα να λένε και να κάνουν πράγματα που δεν πίστευαν (στο όνομα υποτίθεται ενός μεγαλύτερου απειλούμενου ιδανικού). Ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν καλύτερα τον αντίπαλο (αν και δεν υπήρξαν ποτέ στον πυρήνα του αριστερού κινήματος) και γι’ αυτό θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι. Τελικά, δεν μπόρεσαν να δουν νηφάλια το παρελθόν τους, γεγονός που πλήρωσαν με έναν νέο εθισμό ή με ισόβιο χανγκόβερ. Παρόλο που θα μπορούσαν να αποτελούν μια κριτική φωνή, προτίμησαν να είναι κοντά στην εξουσία, κι αντί για ανάλυση πρόσφεραν νουθεσίες.
Σε τι συνίσταται σήμερα το ακραίο Κέντρο;
Σύμφωνα με τον ΝΣ, «το ακραίο Κέντρο αποκτά νόημα και λόγο ύπαρξης σε συγκεκριμένες, μεγάλες, καθοριστικές επιλογές που το διαχωρίζουν από άλλες ποικιλίες ‘μετριοπαθούς’, ρεφορμιστικής και προοδευτικής πολιτικής. Το ακραίο Κέντρο αντιστέκεται με πάθος στη διανοητική χειραγώγηση και στο ηθικό μπούλινγκ της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε μια σειρά από θέματα: κινήματα και πολιτική βία, δυτική ταυτότητα και συμμαχίες, επιλεκτικός αντι-ιμπεριαλισμός. Και σήμερα, όπως καταλαβαίνουμε καλά, ένα από τα βασικά σημεία διάκρισης του ακραίου δημοκρατικού Κέντρου από διάφορες εκδοχές της υπό χειραγώγηση φιλελεύθερης Κεντροαριστεράς είναι η διαυγής επίγνωση των απειλών που εκλύονται από τον ριζοσπαστικό αναθεωρητισμό και τους ιμπεριαλισμούς, με προέλευση ανελεύθερες καθεστωτικές δομές».
Η παθιασμένη αντίσταση στη «διανοητική χειραγώγηση και στο ηθικό μπούλινγκ της ριζοσπαστικής Αριστεράς» είναι, βέβαια, μια πόζα θυματοποίησης, καθώς τα ίδια και χειρότερα μπορεί να πει και η Αριστερά με αφορμή τον έλεγχο της ενημέρωσης από τη Δεξιά και την προνομιακή πρόσβαση του ακραίου Κέντρου στα ελεγχόμενα ΜΜΕ. Ο ΝΣ, όμως, κατά τα λοιπά είναι αποκαλυπτικός. Τα κινήματα και η πολιτική βία θεωρούνται συναφή (όχι όμως και η βία και η αυθαιρεσία της αστυνομίας), η δυτική ταυτότητα σχετίζεται με συγκεκριμένες συμμαχίες (και όχι πρακτικές, που θα μας παρέπεμπαν στον δεξιό εναγκαλισμό με την εκκλησία, στην εργαλειοποίηση της επιστήμης, στον έλεγχο της ενημέρωσης, τη διαφθορά πολιτικών), ο αντι-ιμπεριαλισμός των άλλων είναι επιλεκτικός (τη στιγμή που το ΑΚ συνασπίζεται γύρω από έναν αντεστραμμένο αντι-αμερικανισμό). Η εμμονική μεροληψία (η αφόρητη χρήση δύο μέτρων και δυο σταθμών) είναι εμμενής: «υπό χειραγώγηση η φιλελεύθερη Κεντροαριστερά» (από ποιον;), διαυγές, και προφανώς ανεξάρτητο, το ακραίο Κέντρο (και ας παπαγαλίζει στη χώρα μας συνεχώς τα επιχειρήματα της δεξιάς κυβέρνησης με την ευγενική χορηγία των ΜΜΕ που ελέγχει). Και η εμμονή στην υπεράσπιση του υπάρχοντος είναι εμμενής, απέναντι στους ριζοσπαστικούς αναθεωρητισμούς (όχι τους νεοφιλελεύθερους προφανώς ή στην περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων). Κανένα όραμα αλλαγής δεν μπορεί να επιβιώσει στον διανοητικό κόσμο του ακραίου Κέντρου, το οποίο άλλωστε δεν ενδιαφέρεται για τις ανισότητες, τη φτωχοποίηση, την επισφάλεια και την περιβαλλοντική υποβάθμιση για τα οποία είναι υπεύθυνος ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός.
Και πώς θα μπορούσε, αφού, όπως υποστηρίζει ο ΝΣ, ο σκοπός του ελληνικού ακραίου Κέντρου είναι να αποτρέψει τη σύμπηξη συμμαχίας «ανάμεσα στους ‘προοδευτικούς’ ή στους δημοκράτες κεντροαριστερούς και στην ‘άλλη Αριστερά’». Εκείνο, δηλαδή, που καλείται να κάνει το ακραίο Κέντρο είναι να καταγγέλλει κάθε μαζική αντιδεξιά συσπείρωση ως δήθεν μη χειραφετητική και αντιδημοκρατική. Ο ίδιος ο ΝΣ τους στηλιτεύει, γιατί δεν μοιράζονται μαζί του τις ανησυχίες τύπου Ουελμπέκ για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο δυτικός πολιτισμός και γιατί δεν αρκούνται στη διαχειριστική συμμαχία της «Κεντροδεξιάς της τεχνοκρατικής μεταρρύθμισης» με «μια σοσιαλδημοκρατική Αριστερά» που επιδιώκει μια «λιγότερο ταξική κοινωνία».
Μπροστά σε μια ΤΙΝΑ
Φυσικά, η αναφορά στα σημαίνοντα της «σοσιαλδημοκρατίας» και της «Αριστεράς» δεν αποτυπώνει πουθενά την παραμικρή δέσμευση σε αντίστοιχα σημαίνοντα. Αντιθέτως, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ΤΙΝΑ που καμώνεται πως καταπολεμά τη «σοσιαλιστική βαρβαρότητα» του παρελθόντος (ένα φάντασμα δηλαδή), αφού δεν μπορεί να καταπολεμήσει την βαρβαρότητα του παρόντος. Πρώην αριστεροί που, σαν τους πρώην κομμουνιστές για τους οποίους γράφει ο Ντόιτσερ, καταγγέλλουν την προδοσία της ιδέας του δημοκρατικού σοσιαλισμού και, αφού δεν μπορούν να έχουν αυτό που θέλουν, αρχίζουν να θέλουν αυτό που έχουν. Κάτι σαν ιδεολογικό «σύνδρομο της Στοκχόλμης», δηλαδή, που σπρώχνει τους ιδεολογικά μεταστραφέντες, οι οποίοι βιώνουν την πρότερη στράτευσή τους ως τραύμα και στίγμα, να μετατρέπονται στους χειρότερους κατήγορους, για ν’ αποσείσουν το τραύμα και να πείσουν για την μεταμέλειά τους. Βέβαια, υπάρχουν κι αυτοί που θεωρούν πως έμειναν ίδιοι, αλλά άλλαξαν οι πάντες γύρω τους. Είναι ίδιον του ανθρώπου να θέλει να παραμένει συνεπής. Εξίσου συνηθισμένη είναι, όμως, και η ενδοτικότητα που επιτρέπει την αποφυγή των δυσάρεστων συνεπειών του αντικομφορμισμού, καθώς και την εξασφάλιση της επιδοκιμασίας της ομάδας που θεωρείται ελκυστική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι πολλοί «ακροκεντρώοι/ες» δεν έλαβαν από την Αριστερά αυτό πού πίστευαν ότι τους αντιστοιχούσε ή ό,τι επιθυμούσαν. Το γεγονός ότι εκστομίζουν συνεχώς κατηγορίες προς την συριζαϊκή Αριστερά, όταν το κυρίαρχο θέμα είναι κάτι αντιλαϊκό, αντιφιλελεύθερο ή αντιδιαφωτιστικό που έκανε η εγχώρια Δεξιά, αποκαλύπτει και τέτοια κίνητρα. Η Δεξιά, τουλάχιστον, τους έδωσε ρόλο, να εκπροσωπούν την εξουσία, να μιλούν στο όνομά της. Και είναι πολύ χρήσιμοι ως κοντοτιέροι στη μάχη για την ιδεολογική ηγεμονία, καθώς οι ιδέες της Δεξιάς είναι μερικώς παρωχημένες, μερικώς αμφισβητούμενες από τις ίδιες τις εξελίξεις, και μερικώς μισανθρωπικές. Οι ίδιοι το γνωρίζουν και γι’ αυτό επιδίδονται σε αυτό που ονομάζουμε στη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων radical flanking, στην προσπάθεια να παρουσιαστούν ως οι αυθεντικοί εκφραστές του αγώνα κλιμακώνοντας τις επιθέσεις στον κοινό εχθρό. Και επειδή δεν μπορούν να διαπρέψουν ως πιονιέροι του νεοφιλελευθερισμού ή της ακροδεξιάς ρητορικής (όχι όλοι/ες φυσικά), γιατί ξέρουν ότι δεν πρόκειται για μια «καλή υπόθεση», πολεμούν φανταστικούς αριστερούς κινδύνους. Βέβαια, για να τους αποδεχτούν οι αυθεντικοί εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού και του αυταρχισμού, που διαθέτουν περισσότερους πολιτικούς, οικονομικούς και μιντιακούς πόρους, οι «ακροκεντρώοι/ες» αναγκάζονται να σιωπούν στα ζητήματα φτωχοποίησης και αυταρχισμού. Οι πιο γραφικοί/ες, βέβαια, λένε πως «δεν είναι αυτό που νομίζετε».
Κι ενώ δεν έχουν να πουν τίποτα για τα σημαντικά χειροπιαστά ζητήματα της κοινωνίας, επιτίθενται στην Αριστερά σε ζητήματα αξιών, κάνοντας όμως δίκη προθέσεων («δεν καταγγέλλετε αρκετά τη βία», «δεν πιστεύετε πολύ στο τάδε ή το δείνα», «ακόμα και αν λέτε κάτι, δεν το πιστεύετε»). Εκνευρίζονται, όμως, όταν οι αριστεροί/ες δικάζουν τις δικές τους (δεξιές) προθέσεις. Άλλωστε, αυτοί κάνουν κριτική, οι άλλοι είναι μνησίκακοι. Ποτέ το αντίστροφο. Μεταφυσική και οπαδιλίκι, κακός συνδυασμός.
Σημείωση:
https://booksjournal.gr/gnomes/3833-peri-akraiou-kentrou…
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.