Δεν πέρασε καλά την περασμένη Τρίτη στο Στρασβούργο ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η προγραμματισμένη εμφάνισή του στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από όποια πλευρά και να τη δει κανείς, ήταν απολύτως αποτυχημένη.
Όχι μόνο για το περιεχόμενο της ομιλίας του. Ούτε για το αυτάρεσκο και γεμάτο αλαζονεία ύφος του. Ούτε για το ότι επέλεξε να εμφανιστεί στην έδρα του ευρωπαϊκού αυτού οργάνου –αυτός, ο φιλοευρωπαϊστής– ως κομματάρχης και όχι ως πρωθυπουργός. Ούτε για τη θλιβερή επιλογή να ξεκινήσει να μιλά κάνοντας αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση της χώρας του. Ούτε για τις ύβρεις του προς τον δημοσιογράφο του Euroactiv. Ούτε για την προσπάθεια να αποδείξει πως είναι ανυπόστατες οι κατηγορίες περί ανελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα, με τη γελοία, εκ μέρους του, επίδειξη δύο πρωτοσέλιδων –της Αυγής και της Δημοκρατίας– λες και η ελευθερία των ΜΜΕ εξαντλείται στο δικαίωμα της ύπαρξής τους!
Αυτό που μαρτυρά την απόλυτη αποτυχία του –όσο κι αν προσπάθησε, μιλώντας την επομένη στην ελληνική Βουλή, να υποβαθμίσει τη σημασία του γεγονότος– ήταν η μαζική απουσία ευρωβουλευτών/ευρωβουλευτριών από την αίθουσα. Ήταν η απόλυτη περιφρόνηση την οποία επέδειξαν απέναντι σε κάποιον ο οποίος, καθώς φαίνεται, δεν τους αφορά, δεν έχει τίποτα να τους πει. Άδεια έδρανα –αν έλειπαν οι εκπρόσωποι της Ελλάδας και της Κύπρου, η κατάσταση θα ήταν ακόμη πιο κωμικοτραγική– με την τηλεοπτική κάμερα αδιάψευστο μάρτυρα της παταγώδους αποτυχίας. Και όσο κι αν τα τηλεοπτικά κανάλια έκρυψαν ευσχήμως τα επίμαχα πλάνα (για τους γνώστες της τηλεοπτικής πρακτικής, ήταν εξόφθαλμος ο τρόπος –κοντινά πλάνα, κόψιμο των μακρινών– με τον οποίο «ντύθηκε» το συγκεκριμένο ρεπορτάζ), η σύγκριση με την αντίστοιχη εμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα στις 8/7/2015, είναι καταλυτική. Ένα κατάμεστο, τότε, Ευρωκοινοβούλιο –ναι, με ποικίλες αντιδράσεις στην ομιλία του– ήταν όμως όλες και όλοι εκεί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν πήγε στο Στρασβούργο να μιλήσει για την Ευρώπη, να παρουσιάσει τις θέσεις του, να επενδύσει –έστω– στο ευρωπαϊκό του προφίλ. Να αξιοποιήσει το βήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη δική του προεκλογική εκστρατεία –σύντομη ή μακρά, θα δείξει– θέλησε. Μόνο που το ανηλεές σφυροκόπημα, κυρίως από εκεί που δεν το περίμενε και όχι μόνο από τους… συνήθεις υπόπτους (Αριστερά, Πράσινους), του χάλασε τα σχέδια. Η σφοδρή επίθεση που δέχτηκε από τον Μαλίκ Αζμανί, αντιπρόεδρο του Renew Europe –της ευρωομάδας που αντιπροσωπεύει τα φιλελεύθερα κόμματα στην ΕΕ, και το LREM του Εμανουέλ Μακρόν– για την κατάντια της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα, αλλά και από την «Πράσινη» ολλανδή ευρωβουλεύτρια, Τίνεκε Στρικ, για τις παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών, έφερε στην επιφάνεια έναν εριστικό, διχαστικό, αλλά ταυτόχρονα αμήχανο και στριμωγμένο Μητσοτάκη ο οποίος απέδειξε, για άλλη μία φορά, πόσο πολιτικά αδύναμος και έξω από τα νερά του νιώθει όταν δεν βρίσκεται στο προστατευμένο εγχώριο περιβάλλον.
Ο έλληνας πρωθυπουργός, και το επιτελείο του, φαίνεται πως έχουν κάνει μια πολύ συγκεκριμένη επιλογή: επενδύουν στο παρελθόν, προκειμένου να ξεφύγουν από το πολύ δύσκολο παρόν. Το έκανε στο Στρασβούργο, το επανέλαβε την Τετάρτη στη Βουλή. Επέλεξε, εκτός συνόρων, να ξεκινήσει την ομιλία του με το 2015, με το δημοψήφισμα, τα «ψεύτικα συνθήματα» και τον «γκρεμό» στον οποίο βρέθηκε η Ελλάδα «λόγω της Αριστεράς», επιδιδόμενος σε ύβρεις και συκοφαντίες εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι και τηλεοπτικό σποτ ανήμερα της επετείου του δημοψηφίσματος κυκλοφόρησε η ΝΔ σε μια προσπάθεια να υπενθυμίσει, αλλά και να αναβιώσει –ει δυνατόν– το τοξικό, με ευθύνη της, κλίμα εκείνης της περιόδου, καθώς και να… ξορκίσει ενδεχόμενες μετεκλογικές συνεργασίες μεταξύ δυνάμεων της Αριστεράς, στο πλαίσιο της απλής αναλογικής. Και σε μια νέα εκδοχή του «βάστα Σόιμπλε», που βρισκόταν στα χείλη της συντηρητικής παράταξης εκείνες τις μέρες του 2015, ευχαρίστησε την Ευρώπη –την ίδια Ευρώπη που μας φόρτωσε την τρόικα, επέβαλε τα μνημόνια και εκβίαζε την κυβέρνηση να ακολουθήσει πολιτική άγριας λιτότητας– «που στήριξε», όπως είπε, «τη χώρα μου, όταν άλλοι πειραματίζονταν με την ίδια την ευρωπαϊκή της υπόσταση».
Έχει κάθε λόγο ο Κυριάκος Μητσοτάκης να θέλει να αποφύγει τα αδιέξοδα του παρόντος, που ο ίδιος και οι πολιτικές της κυβέρνησής του δημιούργησαν. Όπως έχει κάθε λόγο να θέλει να πάει σε εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν, με την καυτή πραγματικότητα να περνάει σε δεύτερο πλάνο. Μόνο που αυτό είναι πρακτικά αδύνατον. Γιατί πώς να περάσει σε δεύτερο πλάνο η καθηλωτική ακρίβεια, η απελπισία εκατομμυρίων νοικοκυριών, τα αδιέξοδα των νέων ανθρώπων, η επίθεση στο κράτος δικαίου, στην εκπαίδευση και στο δημόσιο σύστημα υγείας, ο ασφυκτικός έλεγχος της πληροφορίας, η συστηματική επίδειξη αυταρχισμού;
Αν επιμένει να μιλά μόνο για το παρελθόν, οφείλει να ξέρει πως η ιστορία της χώρας δεν ξεκίνησε το 2015. Το 2009 η ΝΔ, με τον ίδιον βουλευτή, παρέδωσε τη χώρα με 11% πρωτογενές έλλειμμα και το 2015 το κόμμα του, με τον ίδιον κορυφαίο υπουργό, παρέδωσε τη χώρα με άδεια ταμεία, ανθρωπιστική κρίση και ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία. Αυτό που ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρέλαβε το 2019 από τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν μια χώρα που –με αιματηρές θυσίες του λαού της και έναν επώδυνο συμβιβασμό, μια ήττα, στο ενεργητικό του– είχε ρυθμισμένο χρέος, 37 δισ. στα δημόσια ταμεία, μειωμένη ανεργία και 11 συνεχή τρίμηνα ανάπτυξης.
Θέλει, λοιπόν, να μιλήσουμε για το παρελθόν; Ευχαρίστως. Άλλωστε, αυτά για τα οποία κατηγορεί την πρώτη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, εγκρίθηκαν –στο δημοψήφισμα– από τη συντριπτική πλειονότητα, 61,31%, του ελληνικού λαού, σε αντίθεση με το 38,69% που συμφώνησαν με τον ίδιον και την παράταξή του. Κι αυτό είναι κάτι που η Ιστορία έχει καταγράψει.
Αννέτα Καββαδία