Ο άνθρωπος τοποθέτησε τα ζώα ως κατώτερα στην ιεραρχία της φύσης, επειδή «δε διαθέτουν έλλογο νου». Επειδή δεν είναι ικανά να κατασκευάσουν (και να καταστρέψουν) πολιτισμούς, να λύσουν διαφορικές εξισώσεις, να συλλάβουν τη Θεωρία της Σχετικότητας, να γίνουν γκραν μετρ. Βέβαια, το αν αυτά οδήγησαν το ανθρώπινο είδος προς κάποια συλλογική εξύψωση, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είναι υπό αμφισβήτηση.
Εμείς, λοιπόν, το ανθρώπινο είδος, βάλαμε αυθαίρετο συντελεστή βαρύτητας στη ζωή, βάσει της «ευφυίας». Εσωτερικεύσαμε τον πάσης μορφής δαρβινισμό, θεωρώντας πως η εξέλιξη σταμάτησε σε εμάς ή πως το (υπόλοιπο) ζωικό βασίλειο μάς χρωστάει. Βάλαμε πολλούς συντελεστές βαρύτητας στην αξία της ζωής, ακόμα και στο δικό μας είδος.
Μέσα στην τρομακτικά ανθρωποκεντρική κι εγωιστική «πρόοδό» μας, λησμονήσαμε να βάλουμε στην εξίσωση την άρνηση των προνομίων μας. Φτιάξαμε μεγαλουπόλεις, καταστρέψαμε (και συνεχίζουμε να καταστρέφουμε) τους ελάχιστους εναπομείναντες πνεύμονες του πλανήτη που μας φιλοξενεί, πάμε για κυνήγι για την πλάκα μας, τρώμε αλόγιστα τα ζώα, φοράμε τα ζώα, δηλητηριάζουμε τα ζώα που είχαν την ατυχία να γεννηθούν στα ανθρωπογενή κι ανθρωποκεντρικά περιβάλλοντά μας, μισήσαμε τα ζώα και τα φυλακίσαμε.
Φυλακίσαμε και τα ζώα συντροφιάς (αναφέρομαι στα βαρέλια των νησιών, στα μπαλκόνια, που μετατράπηκαν σε χώρους εγκατάλειψης ή σε κήπους με ξερόχορτα), αλλά και την «άγρια ζωή». Και φερθήκαμε και στις δύο κατηγορίες με βαρβαρότητα που ίσως να μην απαντάται ούτε στα βάθη της ζούγκλας. Πήραμε τα πιο περήφανα ζώα του ζωικού βασιλείου, τα κλείσαμε σε κλουβιά και τα καταδικάσαμε σε μισή ζωή (και σε διάρκεια και σε ευτυχία), για να βλέπουμε μισοαδιάφοροι τη σκιά του εαυτού τους πίσω από τα κάγκελα και τα τζάμια ζωολογικών κήπων.
Δεν είναι κακή η περιέργεια για την άγρια φύση. Είναι, όμως, κάκιστη η ύπαρξή της κατ’ αποκλειστικότητα μόνο με την ψευδαίσθηση ότι πρέπει να έρθει αυτή –αιχμάλωτη– σε εμάς. Τα «άγρια ζώα» ανήκουν στην άγρια φύση τους, στο φυσικό τους περιβάλλον κι, αν θέλουμε ή έχουμε τα κότσια, ας πάμε να τα δούμε από κοντά. Αν όχι, υπάρχει και το διαδίκτυο, με πληθώρα ενημερωτικών βίντεο. Θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια ακόμα, μέχρι να μας γίνει συνείδηση και περισσότερα για να μετουσιωθεί σε πράξη. Ωστόσο… δεν υπάρχει πλέον πολύς χρόνος.
Δεν ξέρω πώς μπορούμε –ως είδος ή, για την ακρίβεια, ως το είδος που καμαρώνει για τον «έλλογο νου» του– να θεωρούμε πως δεν υπάρχει πρόβλημα στο να θανατώνεται χιμπατζής που δραπετεύει εντός του Αττικού Πάρκου. Ή πως είναι θεμιτό να θανατώνονται για τον ίδιο λόγο στο ίδιο μέρος οι δύο ιαγουάροι Jenny και Spotty. Ή πως είναι θεμιτή ακόμα και η ύπαρξη του (κάθε) Αττικού Πάρκου, με τα κλουβιά –κολαστήρια και το δελφινάριο– κολαστήριο των πολλών κι αδικαιολόγητων θανάτων δελφινιών.
Το πράγμα πάει κάπως έτσι: αιχμαλωτίζεις ένα άγριο ζώο, το κρατάς φυλακισμένο και δυστυχισμένο, του αφαιρείς κάθε αξιοπρέπεια κι, αν καταφέρει να κάνει αυτό που του προτάσσει η επιθυμία που διακατέχει όλους μας για ελευθερία, δηλαδή να δραπετεύσει, το σκοτώνεις και «ξεμπερδεύεις» με μια υποκριτική και διακρύβρεχτη δήλωση.
Ενίοτε επικαλείσαι και το «πρωτόκολλο». Για να ξέρουμε, όμως, τι λέμε, σύμφωνα με αυτό, ένα άγριο ζώο εξοντώνεται όταν σημάνει ο «κόκκινος συναγερμός». Δηλαδή όταν δραπετεύσει από τον χώρο φύλαξής του και βγει εκτός Ζωολογικού Πάρκου ή Κήπου, σε κατοικημένη περιοχή. Κάτι τέτοιο, για παράδειγμα, συνέβη στον Ζωολογικό Κήπο του Κόλτσεστερ, όταν δραπέτευσαν λύκοι και εισήλθαν σε πλήρως κατοικημένη περιοχή.
Σε κατοικημένη περιοχή, λοιπόν. Αυτό υπαγορεύει το πρωτόκολλο.
Τούτο, βέβαια, σημαίνει πως το επιχείρημα του Αττικού Πάρκου για την εξόντωση των άγριων ζώων είναι ανεδαφικό: Ο χιμπατζής οδηγήθηκε σε απομονωμένο χώρο στην περίμετρο ασφαλείας του, ενώ οι δύο ιαγουάροι βρίσκονταν εντός του χώρου του. Ούτε στη μία, ούτε στην άλλη περίπτωση συνέτρεχε λόγος για να ενεργοποίηση του «κόκκινου συναγερμού».
Θα λέγαμε, επομένως, πως το Αττικό Πάρκο… ψεύδεται.
Ο Ζαν Ζακ Λεσουάρ, μάλιστα, ο ιδιοκτήτης του, παρουσιάστηκε ως ο προστάτης των υπό εξαφάνιση χιμπατζήδων. Πλάσαρε την αιχμαλωσία ζώων ως αγαθοεργία, για την οποία το ζωικό βασίλειο και οι απανταχού φιλόζωοι πρέπει να τον ευγνωμονούν! Είναι παραπάνω από προφανές ότι μόνος του στόχος είναι το φτηνό damage control και η παράταση του χρόνου ζωής της επιχείρησής του. Αλλά αυτήν τη φορά δεν πρέπει να πείσει!
Δεν πρέπει να δολοφονηθεί άλλο ζώο για να πάρουμε το μάθημά μας. Η άγρια ζωή, αλλά και η όχι–και–τόσο άγρια ζωή στο Αττικό Πάρκο δολοφονείται, πεθαίνει και αργοπεθαίνει εδώ και χρόνια. Σίγουρα από το 2012, όταν πέθανε το πρώτο δελφίνι. Στη διετία 2012–2013 πέθαναν συνολικά τέσσερα, ενώ μέχρι αρχές του 2017, αθροιστικά πέθαναν έξι.
Κι αυτά είναι τα περιστατικά που πήραν, όταν συνέβησαν, κάποια δημοσιότητα και σίγουρα όχι όση τους αναλογούσε. Είναι πιθανό να έχουν λάβει χώρα κι άλλα που δεν ξέρουμε, δεν μάθαμε και δεν θα μάθουμε ποτέ. Και είναι αρκετά. Αρκετή ζωή πήγε στράφι «για τα μάτια μας μόνο». Ζωή που είτε θανατώθηκε γιατί δραπέτευσε, είτε ζωή που δεν βιώθηκε ελεύθερη.
Ας δώσουμε ένα τέλος. Οι ζωολογικοί κήποι και τα τσίρκο με ζώα ανήκουν σε μια άλλη εποχή. Χρωστάμε, ως ανθρώπινο είδος, να την στείλουμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Φιλία Γεωργουδή