Το τελευταίο διάστημα φαίνεται πως η εταιρεία e-food επιδιώκει να επιβάλει στους εργαζομένους το εργασιακό καθεστώς που σε πρώτη φάση δεν κατάφερε, χάρη στο μποϋκοτάζ που υπέστη από τους καταναλωτές. Εκεί φάνηκε πόσο αποτελεσματικό όπλο μπορεί να γίνει το μποϋκοτάζ, που, απλώς θυμίζω, αναφέρεται στην οικονομική απομόνωση μιας επιχείρησης και έλαβε το όνομά του από τον Τσάρλς Μπόυκοτ, τον πρώτο που υπέστη μια ανάλογη πρακτική στην Ιρλανδία του 1880.
Το ζήτημα του μποϋκοτάζ έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι σε μια περίοδο εκρηκτικής ανόδου των τιμών και καλπάζοντος πληθωρισμού, μετά από πάρα πολλά χρόνια, οι καταναλωτές μοιάζουν απροστάτευτοι. Είναι βέβαιο ότι η αισχροκέρδεια ενδημεί, καθώς οι αυξήσεις στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερες αναλογικά από τις περισσότερες άλλες χώρες, ενώ κάποιες εταιρείες φαίνεται να έχουν προβεί σε μεγαλύτερες αυξήσεις από ό,τι άλλες.
Απέναντι σε αυτό το πρόβλημα, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το τι κάνει ή τι θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση –και πολύ σωστά. Ωστόσο, γίνεται σαφές ότι μας χρειάζεται και ένα καταναλωτικό κίνημα, το οποίο πρακτικά είναι ανύπαρκτο στη χώρα μας. Όχι πως δεν υπάρχουν οργανώσεις καταναλωτών ή δεν ενδιαφέρεται ο κόσμος για την ποιότητα και τις τιμές των προϊόντων. Απλώς, οι οργανώσεις δεν είναι πολλές, δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό, το κοινό δεν λαμβάνει συχνή πληροφόρηση για πιθανούς στόχους μποϋκοτάζ (εταιρείες με κακές εργασιακές συνθήκες και πρακτικές, υποβαθμισμένη ποιότητα προϊόντων, κ.λπ.), ενώ δεν διαθέτει και καταναλωτική συνείδηση εφάμιλλη με των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Βέβαια, αξίζει να αναφέρουμε ότι αναπτύσσεται η cancel culture, που στοχεύει κυρίως σε πρόσωπα που έχουν συμπεριφερθεί με απαράδεκτο τρόπο σε κάποιο επίπεδο και προσπαθεί να τα δυσφημήσει στην κοινή γνώμη. Ωστόσο, σπανίως αυτή η πρακτική αφορά σε οικονομικές πρακτικές, γι’ αυτό και δεν θα αναφερθούμε περαιτέρω.
Γιατί είναι σημαντική πρακτική το μποϋκοτάζ;
Το μποϋκοτάζ μπορεί να αποτελέσει σημαντικό όπλο στη φαρέτρα της δημοκρατικής κοινωνίας και των εργαζομένων για τους παρακάτω λόγους:
Πρώτον, το καταναλωτικό κίνημα (οφείλει να) συμπληρώνει το εργατικό κίνημα. Δεν χρειάζεται ούτε να συμμετάσχουμε στην αρκετά παλιά συζήτηση μεταξύ οικονομολόγων για το αν η κατανάλωση καθοδηγεί την παραγωγή ή το αντίστροφο, ούτε να αποφανθούμε τι από τα δύο έχει προτεραιότητα. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι παράγουν για να καταναλώσουν και η προσφορά ευθυγραμμίζεται με τη ζήτηση (άσχετα αν την ακολουθεί ή τη διαμορφώνει ή και τα δύο), είναι βέβαιο πως οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές είναι οι ίδιοι άνθρωποι και πρέπει να αγωνίζονται και με τις δύο ιδιότητές τους. Γιατί ποιος ο λόγος να αγωνιζόμαστε για αυξήσεις, όταν αμέσως εξανεμίζονται από την άνοδο των τιμών; Ή γιατί να μην επιφέρουμε ένα χτύπημα σε μια εταιρεία με κακές εργασιακές σχέσεις σαν καταναλωτές, όταν δεν μπορούμε να το κάνουμε ως εργαζόμενοι μέσα στην εργασιακή ζούγκλα που έχει διαμορφωθεί; Επειδή δεν είναι και τόσο ηρωικό;
Δεύτερον, το μποϋκοτάζ έχει ελάχιστο κόστος σχετικά με τις πιο δημοφιλείς στους ακτιβιστές και τις ακτιβίστριες μορφές δράσης και αυτό την καθιστά προσβάσιμη σε μεγαλύτερα κοινά και, γι’ αυτό, οιωνεί μαζική. Ο καθένας και η καθεμία μπορεί να συμμετάσχει σε μποϋκοτάζ χωρίς να διαθέτει απαραίτητα ειδικές γνώσεις ή δεξιότητες, πείρα ή χρόνο. Ούτε χρειάζεται μεγάλη ιδεολογική ή πολιτική δέσμευση. Είναι για όλους και όλες. Μπορεί να αποτελέσει τον φόβο και τον τρόμο των εταιρειών, καθώς η δυσφήμιση στην κοινή γνώμη μπορεί να επιφέρει οικονομική καταστροφή. Μια ενήμερη και ενεργή κοινή γνώμη, λοιπόν, μπορεί να αποτελέσει τον μοχλό τόσο του περιορισμού των εργοδοτικών αυθαιρεσιών, όσο και του διαρκούς ελέγχου της ποιότητας των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Για να μην αναφερθώ στη δυνατότητα μιας ενεργούς καταναλωτικής συνείδησης να παράσχει μία ώθηση στο συνεταιριστικό κίνημα. Δοκιμάστηκε στο παρελθόν και, αν διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος, μπορεί να ξαναδοκιμαστεί.
Τρίτον, η ευρεία χρήση των ψηφιακών μέσων καθιστά το μποϋκοτάζ ακόμα πιο εύκολο και ακόμα πιο επιδραστικό, μιας και οι απαραίτητες πληροφορίες συλλέγονται και διαδίδονται πανεύκολα, ενώ το κόστος για την εταιρεία–στόχο καθίσταται άμεσο. Έπειτα, αυτή η μορφή δράσης ταιριάζει γάντι σε άτομα με ατομικιστικό προφίλ, ή, για τους πιο απαισιόδοξους/ες, σε μια κοινωνία όπου ο φιλελεύθερος ατομισμός σταδιακά έχει κυριαρχήσει. Και δεν χρειάζεται από την ακτιβιστική δράση να λείπει κανένας και καμία. Για την ακρίβεια, είναι σοφό να προσπαθούμε να αντλήσουμε από όλους/ες ό,τι μπορεί και/ή θέλει να προσφέρει για τη βελτίωση της κοινής μας ζωής.
Και καμπάνιες υπέρ
Όπως, όμως, καλούμαστε να απομονώσουμε εταιρείες με κακές εταιρικές πρακτικές, έτσι καλούμαστε να πριμοδοτούμε ανοιχτά τις επιχειρήσεις που προωθούν την τοπική παραγωγή (βλ. τοπικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις και επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τοπικά προϊόντα και υπηρεσίες) ή την κοινωνική οικονομία (βλ. συνεταιριστικές επιχειρήσεις) ή επιχειρήσεις που συμπεριφέρονται σωστά στους εργαζόμενούς τους, τους πληρώνουν καλά, σέβονται το περιβάλλον και τον δημόσιο χώρο και απέχουν από βλαπτικές ενέργειες απέναντι στις αστικές κοινότητες που τις περιβάλλουν.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.