Η είδηση έκανε προ ημερών το γύρο των “πρωινάδικων” της τηλοψίας: οι φωτογραφίες του Παντελή Καναράκη για το free press περιοδικό KOITA, οι οποίες αναπαριστούν, τρόπον τινά, το θείο πάθος, θεωρήθηκαν ότι υπηρετούν “σαφή ρατσιστικά σχέδια εις βάρος των Χριστιανών” τα οποία εξυφαίνουν κάποιες/οι που “επιλέγουν να εξευτελίσουν το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού”. Ρασοφόροι προσέφυγαν στη δικαιοσύνη και το περιοδικό ακύρωσε τη συμπερίληψή τους σ’ αυτό. Η ιερά λογοκρισία επέβαλε τους όρους της, προτού καν αποφανθεί η δικαιοσύνη για το όλον ζήτημα.
Η υπόθεση έλαβε χώρα ελάχιστα πριν την περασμένη Κυριακή, 13 του Μάρτη, Κυριακή της Ορθοδοξίας, η οποία για τους χριστιανούς είναι η υπόμνηση του τέλους της Εικονομαχίας, μιας πολιτικής κατά βάση έριδας μεταξύ της κοσμικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας. Οι εικόνες ήταν, φυσικά, το πρόσχημα. Ξεκίνησε καταρχήν με την απόφαση του Λέοντα του Γ’ του Ίσαυρου να τις τοποθετήσει τόσο ψηλά, ώστε να μην τις προσκυνούν οι μάζες, αλλά η ουσία ήταν να περιοριστεί η διαρκώς ογκούμενη εξουσία των μοναστηριών, των οποίων η περιουσία αβγάταινε διαρκώς, εις βάρους, εννοείται, του λαού. Η Εικονομαχία κράτησε κοντά έναν αιώνα και έκλεισε με την απόφαση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (843) να θέσει σε ισχύ τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (787) της πρώτης φάσης της εικονομαχίας, την οποία σύνοδο είχε συγκαλέσει η εικονόφιλη Ειρήνη η Αθηναία αφού στο μεταξύ είχε φροντίσει να τοποθετηθεί στον πατριαρχικό θώκο της Κωνσταντινουπόλεως ο Ταράσιος -μια άλλη διδακτική βυζαντινή ιστορία.
Από τότε εξορίστηκαν βέβαια τα αγάλματα από τις εκκλησίες του ορθόδοξου δόγματος, οι εικόνες όμως, η φαντασιακή αποτύπωση δηλαδή του θείου από χέρια ανθρώπων, παρέμειναν. Χοντρικά δηλαδή, αν και η απερινόητος θεία ουσία παραμένει ακατάληπτη και δεν εικονογραφείται, η τέλεια μεν, ανθρώπινη δε, φύση του Ιησού μπορεί να αναπαρασταθεί. Και των αγίων επίσης. Οι εικόνες έτσι αναστηλώθηκαν. Κι επειδή νίκησαν οι Εικονολάτρες (Εικονόδουλοι), οι ρασοφόροι δηλαδή και οι πολιτικοί τους φίλοι, και επειδή την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, οι Εικονοκλάστες (Εικονομάχοι), εκείνοι που ήθελαν να μεταρρυθμίσουν, φιλολαϊκά άρα κατεξοχήν προοδευτικά, το κράτος του Βυζαντίου, έμειναν στη συλλογική μνήμη ως κάτι μιαρό, πολεμοχαρές και αντιχριστιανικό. Περίπου το ανάποδο δηλαδή από ό,τι υπήρξαν.
Η φωτογραφία, λοιπόν, ως σύγχρονη εικονογραφική τέχνη, μπορεί να αναπαριστά τον Ιησού, την Παναγιά ή τους αγίους με όποιον τρόπο νομίζει ο καλλιτέχνης και με όποιο μοντέλο, όπως εξάλλου έκαναν και οι αγιογράφοι του κλασικισμού, χωρίς να καθίσταται κατ’ ανάγκην αντιχριστιανικό ή βλάσφημο το περιεχόμενό της. Υπό κανονικές δογματικές συνθήκες, κι αφού η απεικόνιση του θείου έχει από αιώνες κριθεί επιτρεπτή, οι ιερείς που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, επαναφέρουν το ερώτημα: Δικαιούται ο σύγχρονος άνθρωπος να χρησιμοποιεί μετωνυμικά τον Ναζωραίο, για να υποδηλώσει, επί παραδείγματι, τη δυστυχία, όπως οι εν λόγω φωτογραφίες; Αν ναι, τότε συναινεί στις εικονόφιλες αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Αν πάλι όχι, τότε ας το ξαναδούμε. Και αυτοί που προσβλήθηκαν και λογόκριναν, τι ακριβώς είναι; Εικονόδουλοι ή Εικονοκλάστες;
Διότι η αλήθεια είναι πως η περίοδος της εικονομαχίας, του μεγαλύτερου κοινωνικού κινήματος του Μεσαίωνα, προδρομικό των ύστερων μεταρρυθμιστικών δυτικών κινημάτων, δεν τέλειωσε ποτέ. Όχι διότι συνεχίζεται η προβληματική για τις απεικονίσεις και τη λατρεία τους. Αλλά διότι η άγρια κόντρα για την επίγεια βασιλεία, από εκείνους που τάχατε νοιάζονται μόνο για την επουράνια, συνεχίζεται.
Αυτήν την επεκτατική διάθεση, που εκφραζόταν με τη συσσώρευση πλούτου, άρα και δύναμης, γύρω από τα μοναστήρια, προσπάθησε να ανακόψει ο Λέων ο Γ’. Του οποίου, σημειωτέον, το έργο, μέσα στον σκοταδισμό του μεσαιωνικού κόσμου, φαντάζει λαμπρά πρωτοποριακό. Κατάργησε, ας πούμε, τη δουλοπαροικία, με τον Γεωργικό Νόμο, έβαλε φρένο στους μεγαλοϊδιοκτήτες ευνοώντας τη μικροϊδιοκτησία, προστάτεψε όσο μπόρεσε τους πληβείους και το “άσημον και ευτελές γένος” των θεόφτωχων απέναντι στην τάξη των δυνατών, παρέδωσε στους αγροτικούς πληθυσμούς μεγάλες χέρσες εκτάσεις των μοναστηριών, έδωσε περιουσιακά δικαιώματα στις γυναίκες, νομιμοποίησε τον γάμο μεταξύ των ζευγαριών διαφορετικής θρησκείας, κατάργησε στα πιο πολλά αδικήματα και τη θανατική ποινή. Προσπάθησε επίσης, σε ένα πολυεθνικό περιβάλλον, να κρατήσει μια μορφή διαθρησκευτικής ισοτιμίας: οι εικονομαχικές του απόψεις προέρχονταν εν πολλοίς και από την επιθυμία του να σεβαστεί μουσουλμάνους και Εβραίους, οι οποίοι θίγονταν από την χριστιανική πρωτοκαθεδρία. Μια, επαναστατική για τα δεδομένα των καιρών, κοινωνική μεταρρύθμιση βρήκε έτσι απέναντί της τον συντηρητικό εκκλησιαστικό παράγοντα, που ονόμασε Κοπρώνυμο και Καβαλλίνο τον επίσης προοδευτικό γιο του Λέοντα, αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’. Από κοντά στους ρασοφόρους, όπως πάντοτε εξάλλου, οι φεουδάρχες και η πλουτοκρατία της εποχής, αφού μετά τη δήμευση των τσιφλικιών των μοναστηριών, φοβούνταν πως θα ‘ρθει κι η σειρά τους. Έπειτα, όμως, από έναν περίπου αιώνα πολιτικής διαμάχης, η Ορθοδοξία “νίκησε” και μαζί της ένα μεγάλο κομμάτι σκοταδισμού και συντήρησης.
Η νίκη κρατά ως σήμερα: οι εικονολάτρες, εάν διαφωνούν με τη νοηματοδότηση της απεικόνισης, μεταβάλλονται σε εικονοκλάστες. Πριμοδοτούν κάθε τι που επανακυρώνει την ηγεμονία και ανατροφοδοτεί την εγκόσμια εξουσία τους, στρέφονται όμως δυναμικά εναντίον σε ό,τι θεωρούν ότι τους αμφισβητεί. Το σίριαλ με τον Παΐσιο (αλήστου μνήμης οι “άγιες” παντόφλες) όμως και οι φωτογραφίες του Καναράκη εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο: ή αποδέχεσαι την αναπαράσταση ή την καταγγέλλεις, ως βλασφημία. Από τα έργα, πάντως, των ανθρώπων, οι άνθρωποι προσβάλλονται. Ποτέ οι Θεοί.
Σήμερα η εποχή μας μοιάζει να μη διαφέρει από τα χρόνια των Βυζαντινών, όταν πολιτικοί όλου το ιδεολογικού φάσματος, δυστυχέστατα και της Αριστεράς, συναγελάζονται, προσδοκώντας εύνοια, όλον αυτόν τον συρφετό που, παρά τις εξαιρέσεις, πριμοδοτεί τον σκοταδισμό. Και παρίστανται στα τελετουργικά και ακολουθούν τις λιτανείες, δίχως να πράττουν, φυσικά, το αντίστοιχο και για τα άλλα θρησκεύματα της χώρας. Αν θα βρεθεί ένας άλλος Ίσαυρος για να πάρει στις πλάτες του μιαν άλλη, πολυδιάστατη μάχη, η οποία θα θέσει εκεί όπου του αρμόζει το εκκλησιαστικό κατεστημένο, παραμένει ιστορικό ζητούμενο.
Οι αγώνες, πάντως, συνεχίζονται.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Arti News