Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Γυναίκες, εργασία και ισότητα στην Ελλάδα – Οι επιπτώσεις δύο κρίσεων

Εδώ και μερικά χρόνια στην Ελλάδα –από το 2019 – η 8η Μάρτη, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, έχει καθιερωθεί και ως ημέρα φεμινιστικής απεργίας, εκτός από ημέρα μνήμης που τιμά τους αγώνες των γυναικών για ίσα δικαιώματα και την απελευθέρωσή τους από την ανδρική κυριαρχία και από ημέρα προβολής των σύγχρονων διεκδικήσεων του γυναικείου και φεμινιστικού κινήματος. Η καθιέρωσή της ως ημέρα απεργίας έγινε δυνατή χάρη στη σύγκλιση και το συντονισμό ενός δικτύου φεμινιστικών οργανώσεων με ένα σημαντικό μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας(ΑΔΕΔΥ και ένας αριθμός Εργατικών Κέντρων, ομοσπονδιών και πρωτοβάθμιων συλλόγων/σωματείων) που καλούν τις εργαζόμενες γυναίκες σε στάση ή αποχή από την εργασία και σε συμμετοχή στις εκδηλώσεις της ημέρας. Βέβαια, η συμμετοχή των γυναικών σε μία πραγματικά φεμινιστική απεργία θα σήμαινε την ολοήμερη αποχή από την αμειβόμενη και από τη μη αμειβόμενη εργασία. Δεν είμαστε ακόμα εκεί, αλλά οι συνειδήσεις όλο και περισσότερων γυναικών αλλάζουν, υπό την επίδραση του νέου φεμινιστικού κινήματος που ξέσπασε μεν τα τελευταία χρόνιαμε αφορμή το κίνημα #metoo και τις γυναικοκτονίες, αλλά πολιτικοποιεί το σύνολο των εμπειριών της πανδημίας μέσα από την οπτική του φύλου, ενώ συμπορεύεται με το κίνημα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
 
Έτσι, η πανδημία αφενός έφερε στο προσκήνιο τον όγκο και την πολλαπλότητα των μορφών βίας που υφίστανται οι γυναίκες στην οικογένεια και την εργασία, αφετέρου ανέδειξε το μεγάλο βάρος της οικιακής εργασίας που αυτές επωμίζονται, καθιστώντας το τελευταίο ορατό μέσω της υπέρμετρης αύξησής του στις συνθήκες των λοκντάουν, όπως και τον κομβικό ρόλο των γυναικών στην έμμισθη και άμισθη φροντίδα και την κοινωνική αναπαραγωγή (υγεία, παιδεία, προσωπική φροντίδα, τροφοδοσία), τη δύσκολη εξισορρόπηση εργασιακών και οικογενειακών υποχρεώσεων σε συνθήκες εγκλεισμού και εργασίας από το σπίτι και τον κίνδυνο απομόνωσης και αναπαραγωγής των στερεοτυπικών έμφυλων ρόλων που ενέχει για τις γυναίκες το ενδεχόμενο επέκτασης της τηλεργασίας μετά το τέλος της πανδημίας.
 
Τέλος, και όχι λιγότερο σημαντικό, η πανδημική κρίση επέφερε μείωση της γυναικείας απασχόλησης, πριν ακόμα απορροφηθούν οι ολέθριες επιπτώσεις που είχαν πάνω της η ύφεση του 2008, η κρίση δημόσιου χρέους και οι πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης των Μνημονίων. Μεταξύ 2008 και 2013 οι απώλειες θέσεων εργασίας έφεραν τη γυναικεία απασχόληση στο επίπεδο του 1998. Μια ακόμα πτυχή της συνολικής κοινωνικής οπισθοδρόμησης που επέβαλαν οι δανειστές της χώρας και οι εγχώριοι υποστηρικτές τους, δηλαδή οι κυβερνήσεις των δύο πρώτων Μνημονίων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ισοπέδωσε τα κεκτημένα των γυναικών μιας δεκαετίας και ανέκοψε την ανοδική πορεία της συμμετοχής τους στην αμειβόμενη εργασία. Τα μεγαλύτερα θύματα ήταν οι νέες γυναίκες και οι μετανάστριες, που είδαν το ποσοστό ανεργίας να εκτοξεύεται σε αδιανόητα επίπεδα.
 
Παρά τη γρήγορη αύξηση των γυναικείων θέσεων εργασίας από το 2015 και ύστερα, το 2019, αυτές ήταν κατά 180 χιλιάδες λιγότερες απ’ ότι το 2008, ενώ στο τέλος του τρίτου κύματος της πανδημίας, δηλαδή το πρώτο τρίμηνο του 2021,αυτές ήταν κατά 134 χιλιάδες λιγότερες απ’ ότι πριν την έναρξη της τελευταίας. Με το άνοιγμα της οικονομίας και την ανάκαμψη του τουρισμού το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2021, η γυναικεία απασχόληση παρουσίασε πολύ ισχυρή ανάκαμψη, υπερκαλύπτοντας μέσα σε μισό χρόνο τις απώλειες της προηγούμενης περιόδου. Όμως, όπως είναι λογικό, το «ταμείο» θα γίνει μετά το οριστικό τέλος της πανδημίας, όταν δημοσιευτούν τα στοιχεία για τις ανά φύλο επιπτώσεις του τελευταίου κύματος, που περιόρισε ξανά την οικονομική δραστηριότητα, ενώ η οικονομία είχε ήδη εμπλακεί στη δίνη της ενεργειακής κρίσης. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία που διαθέτουμε αφορούν το ποσοστό ανεργίας για τον Ιανουάριο του 2022, που ανέρχονταν στις γυναίκες στο 17% και στους άνδρες στο 10,5%, ενώ η ψαλίδα μεταξύ των δύο ποσοστών ήταν στην Ελλάδα η μεγαλύτερη στην Ε.Ε.
 
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σχολιάσουμε, ότι η Ελλάδα παρουσιάζει επίσης το δεύτερο χαμηλότερο γυναικείο ποσοστό απασχόλησης – μόλις 51% -και τις μεγαλύτερες ανισότητες φύλου ως προς τη συμμετοχή στην αμειβόμενη εργασία στην Ε.Ε. Η μεγάλη διαφορά με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. οφείλεται στο ότι τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών με μεσαίο και υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο στην Ελλάδα (46% και 71% αντίστοιχα) είναι τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. και αντανακλούν την έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης στην οικονομία και όχι την έλλειψη διαθεσιμότητας των γυναικών για εργασία, όπως εξάλλου αποδεικνύει το διαχρονικά πολύ υψηλό γυναικείο ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας. Η ταχύτητα δημιουργίας θέσεων εργασίας σε κλάδους και επαγγέλματα που απασχολούν γυναίκες υπολείπεται της αυξανόμενης προσφοράς γυναικείας εργασίας, ενώ οι διακρίσεις στις προσλήψεις του ιδιωτικού τομέα κατά των μητέρων ή νεαρών γυναικών με προοπτική τεκνοποιίας ευθύνονται επίσης για την έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης. Το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο ανέρχεται στο 30,5%, πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με αρκετές όμως χώρες της Ε.Ε. να έχουν ακόμα χαμηλότερο ποσοστό.
Η αδυναμία της οικονομίας και να παράγει εκείνο τον αριθμό θέσεων εργασίας που είναι ικανός να απορροφήσει το διαθέσιμο γυναικείο εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα το πολύ χαμηλό γυναικείο ποσοστό απασχόλησης και το πολύ υψηλό γυναικείο ποσοστό ανεργίας, έχει και το αντεστραμμένο είδωλό της, που παρουσιάζει δύο διακριτές όψεις. Πρώτον, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες τις Ε.Ε. με τις μεγαλύτερες ανισότητες φύλου ως προς την απλήρωτης οικιακής εργασίας φροντίδας – τα τρίτα τέταρτα του συνολικού όγκου της τελευταίας παρέχονται από τις γυναίκες .
 
Αν όμως συνεχίσει η φροντίδα να είναι μόνο γυναικεία και όχι εξίσου ανδρική υπόθεση τότε θα συνεχιστούν οι διακρίσεις κατά των γυναικών και στις προσλήψεις στον ιδιωτικό τομέα και στις προαγωγές και την ανάδειξή τους σε θέσεις ευθύνης, τροφοδοτώντας τις ανισότητες φύλου εντός της αμειβόμενης εργασίας. Δεύτερον, το μισθολογικό χάσμα φύλου, δηλαδή η διαφορά του μέσου γυναικείου από το μέσο ανδρικό μισθό είναι στη χώρα μας αρκετά χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ε.Ε. (10,4% έναντι 14,4% το 2018),ως αποτέλεσμα του τραγικά χαμηλού ποσοστού απασχόλησης γυναικών με χαμηλό και μεσαίο εκπαιδευτικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, αν οι γυναίκες χαμηλού και μεσαίου εκπαιδευτικού επιπέδου έβρισκαν μαζικά αμειβόμενη εργασία, θα εντάσσονταν οι περισσότερες σε χαμηλόμισθες εργασίες, ο μέσος γυναικείος μισθός θα μειωνόταν και θα αυξανόταν το μισθολογικό χάσμα. Κατά συνέπεια, το σχετικά χαμηλό μισθολογικό χάσμα αντικατοπτρίζει πολύ περισσότερο το μέγεθος του αποκλεισμού των γυναικών από την αμειβόμενη εργασία παρά τις σχετικά περιορισμένες ανισότητες φύλου ως προς την αμοιβή.
 
Τέλος, αξίζει να σχολιαστεί η σημασία της εξέλιξης του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που μειώθηκε από το 78% το 2008 στο 64% το 2013 και σήμερα βρίσκεται στο 71%, που είναι το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., έχοντας παραμείνει σταθερό κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά τις βίαιες ανατροπές που επέφερε η κρίση του 2008 και την καθήλωση που προκάλεσε η πανδημική κρίση στις επαγγελματικές προοπτικές των νέων γυναικών στην Ελλάδα. Εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες αυτές είναι πιο μορφωμένες από τους νέους άνδρες, υπερέχοντας κατά κράτος στους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κάθε ακαδημαϊκής χρονιάς και διεκδικώντας θέσεις σε επιστημονικά και τεχνικά επαγγέλματα, στα οποία οι γυναίκες πλέον αποτελούν την πλειοψηφία στο σύνολο των απασχολούμενων: 53% και 52% αντίστοιχα. Αντιμέτωπες σήμερα στις ηλικίες των 30-34 ετών με ένα ποσοστό ανεργίας τριπλάσιο απ’ ότι οι νέοι άνδρες των ίδιων ηλικιών(21% έναντι 7%), οι νέες γυναίκες ατενίζουν το επαγγελματικό τους μέλλον με τεράστια ανασφάλεια, σε μια αγορά εργασίας όπου κυριαρχεί η επισφαλής εργασία, οι χαμηλές αμοιβές, οι απλήρωτες υπερωρίες, οι εξατομικευμένες εργασιακές σχέσεις και ο σκληρός ανταγωνισμός στον ιδιωτικό τομέα για την προαγωγή και την εξέλιξη. Αντιστικτικά, με 25% ποσοστό ανεργίας, οι μετανάστριες στην Ελλάδα δίνουν σήμερα τη μάχη της επιβίωσης για τις ίδιες και τις οικογένειές τους, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε σταθερή δουλειά και αξιοπρεπή μεροκάματα.
 
Αγώνας για την επιβίωση, αγώνας για σπουδές που εξασφαλίζουν επαγγελματική προοπτική, αγώνας για το δικαίωμα σε αξιοπρεπή εργασία: αυτή είναι η παρακαταθήκη των δύο πρόσφατων κρίσεων που πέρασαν σαν οδοστρωτήρας πάνω από τις ζωές γυναικών και ανδρών στη χώρα μας και δείχνουν το δύσκολο δρόμο που πρέπει να βαδίσουν οι γυναίκες, μεγαλύτερες και νεότερες, για να επιτύχουν την ισότητα των φύλων στην εργασία και στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο, μέσα σε μια κοινωνία που αναζητεί με αγωνία ελπίδα και προοπτική σε μια κρίση που δεν λέει να τελειώσει και με τα τύμπανα του πολέμου να ηχούν απειλητικά.
 
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και Πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
 
Πηγή: ieidiseis