ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ, Εις τον καιρόν. Πρόσωπα της τέχνης. Μικρά κείμενα για τις μορφές και τους δημιουργούς, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 362
Πυκνή γραφή, νοήματα γιομάτη, που χαίρεσαι τον πλούτο της γλώσσας σου, καθώς αναβλύζει αβίαστα μέσα από την γραφίδα του ζωγράφου Γιάννη Ψυχοπαίδη. Έναν πλούτο μιας βαθύτερης σχέσης Λόγου και Εικόνας, Εικόνας και Λόγου, όπως αναδύεται βαθυστόχαστα, μα απλά, χωρίς ούτε μια λέξη περιττή, σε κάθε γραμμή του κειμένου που μας καταθέτει.
Καιρό είχα να νοιώσω την ανάγκη να διαβάσω φωναχτά ένα κείμενο, ενώ παράλληλα με γύρισε πίσω στα χρόνια της εφηβείας, όταν ένας εμπνευσμένος δάσκαλος μαθηματικών μα και ζωγράφος, μ’ έβαζε μπροστά σ’ ένα πίνακα και μου έλεγε συλλογίσου τι βλέπεις και γράφε ό,τι νοιώθεις, ενώ εκείνος κάποιες φορές απέδιδε σε εικόνες στίχους που διαβάζαμε αντάμα. Τα κείμενά μου εκείνα δεν ξέρω τι απέγιναν, μα κάποια από τα έργα του, παραμένουν βαθιά χαραγμένα μέσα μου.
Συγχωρέστε μου αυτή την βιωματική προσωπική αναφορά, αλλά θεώρησα αναγκαίο να την προτάξω, γιατί προσδιορίζει τα όρια της όποιας κριτικής, ορθότερα προσέγγισης, θα ακολουθήσει. Πολύ περισσότερο που το σχεδόν συνομήλικο των χρόνων μας, οδηγεί την γραφή του σε κοινές εμπειρίες κοινωνικό-πολιτικών διεργασιών, κυρίως εκείνης της ελπιδοφόρας Άνοιξης των αρχών της δεκαετίας του ‘60, μα και κοινών διαβασμάτων ποιητών, που αναδύονται στο κείμενο και οι οποίες διαμόρφωσαν πολλές και πολλούς
της γενιάς μας. Από αυτά ως προαπαιτούμενα, οι γραμμές που ακολουθούν προφανώς είναι επηρεασμένες, άλλωστε ουδέτερες προσεγγίσεις δεν υπάρχουν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Κύπρος και οι γραφές γι’αυτήν του Σεφέρη. Αντιγράφω: «Η Κύπρος, μια πολιτική, ιστορική, ανθρώπινη περιπέτεια που καθόρισε την αυτοσυνειδησία της γενιάς μας, μας ξεσήκωσε, μας κοινωνικοποίησε, μας άνοιξε τα μάτια. Συλλογίζομαι τη φράση του Σεφέρη: ‘Η Κύπρος πλάτυνε το αίσθημα που είχα για την Ελλάδα’. Θυμάμαι τα μαθητικά και μετά τα φοιτητικά μας χρόνια στην Αθήνα. Η Κύπρος και οι αγώνες της στάθηκαν το ξύπνημα και οι πρώτες σπίθες του φοιτητικού κινήματος, οι νεαροί ήρωες της κυπριακής αντίστασης, αργότερα το πραξικόπημα, ο Αττίλας, η μεταπολίτευση, η εισβολή, το διαιρεμένο νησί.
Και ο Σεφέρης, με τις θρυμματισμένες ποιητικές εικόνες μιας οδυνηρής περισυλλογής, σταθμός και καταλύτης στα νεανικά μας βήματα, ένας φάρος πορείας στη σχέση μας με την Ιστορία και τον εαυτό μας. Και μέσα απ’ αυτή την ποίηση γεννήθηκε η αίσθηση μιας κοινής μοίρας.
‘Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας’ γράφει ο ποιητής. Προκαλώντας διαρκώς νέες αναγνώσεις η σεφερική ποίηση -τέχνη παντός καιρού και στο πείσμα των καιρών- υποχρεώνει σε νέες στοχαστικές επεξεργασίες, σε διαρκή διάλογο με μια πραγματικότητα που διαρκώς αλλάζει. Μένει όμως το ‘υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει’, ο άνθρωπος, που προχωρά στα σκοτεινά μέσα στην Ιστορία
και αναζητά τη σχέση του μ’ αυτήν.
‘Επί το μέγα ερείπιον, η ελευθερία ορθή’ γράφει ο Σεφέρης .’…»
Με τέτοια βιωματική γραφή, εικόνων, γνώσεων, αισθημάτων και ποιητικών αποσπασμάτων, χωρίς ρητορείες, και τα 38 μικρά κείμενα του βιβλίου μιας σχεδόν δεκαετίας σπαράγματα, μας δίνουν, με αδρές πινελιές ενός ποιητικού Λόγου, την πρόσληψη από τον Ψυχοπαίδη μιας σειράς προσώπων, της ποίησης, της ζωγραφικής, της γλυπτικής του κινηματογράφου, καταξιωμένων ή νεότερων και όχι μόνο Ελλήνων. Οι συγκριτικές αισθητικές πρόσληψης του έργου παλιότερων ιδίως ζωγράφων με τις αναζητήσεις νεώτερων εντυπωσιακές, καθώς και κάποιων εκφραστικών πινάκων, που εμπλουτίζουν το κείμενό του, όπως εκείνων των τόσο εκφραστικών για μένα, του Εγγονόπουλου και του Σεφέρη.
Το ίδιο σημαντικές είναι επίσης οι πληροφορίες που εμπλουτίζουν την γραφή του, κάποιες ιδιαίτερα μάλιστα σπάνιες. Ο πειρασμός αντιγραφής τους μεγάλος, τα όρια της σελίδας όμως δεδομένα και περιορισμένα. Μία δεν μπορώ να την αποφύγω, την αντιγράφω από το κομμάτι του για τον λόρδο Βύρωνα:
«Στην κηδεία του, μετά την επιστροφή του νεκρού ποιητή από το Μεσολόγγι στην πατρίδα του, οι ευγενείς έστειλαν τις άμαξές τους άδειες, χωρίς τη δική τους παρουσία, ενώ, αντίθετα η εργατική τάξη παρευρέθη και τίμησε με παλλαϊκό πένθος τον μεγάλο νεκρό»
Όλα πάντως τα κείμενά του γειωμένα στην εποχή και «την πνευματική αύρα, τις αγωνίες και τα πάθη του καιρού τους». Σημαντικοί επίσης είναι οι τίτλοι και κυρίως οι υπότιτλοι που σε εισάγουν στο κάθε κείμενο, καθώς και ο τίτλος του όλου έργου Εις τον καιρόν που παραπέμπει σ’ ένα γνωστό στρατιωτικό παράγγελμα, το οποίο, όπως εξηγεί εισαγωγικά, «Δεν δίνει τελική εντολή για δράση, προσοχή ή ανάπαυση, αλλά κάτι ενδιάμεσο που υποδηλώνει κίνηση στο σημείο… Μέχρι την επόμενη εντολή. Έτσι και η τέχνη. Βιώνοντας το δικό της πρωτόγνωρο και οδυνηρό ‘εις τον καιρόν ́, ζώντας τη δική της ενδοστρέφεια, καλείται σε διαρκή εγρήγορση να συλλογίζεται τον εαυτό της σε ένα ταξίδι έξω από το δωμάτιό της, ζωντανή, ασυμβίβαστη, ελεύθερη. Ο καιρός είναι εδώ.»
Και είναι «συλλογική μας η ευθύνη για τον σημερινό κόσμο…». Αυτή μας καταθέτει, όπως γράφει εισαγωγικά με κριτική ματιά, ευαισθησία, δημιουργική φαντασία, ανθρώπινη αλληλεγγύη και ανάγκη για ένα βαθύτερο άγγιγμα, ο Ψυχοπαίδης κόντρα στην γύρω αλλοτρίωση και καταχνιά που βιώνουμε.
Άλκης Ρήγος
Πηγή: Η Αυγή