Ο ευρωπαϊκός Νότος παράγει πολιτικά γεγονότα αξιομνημόνευτα. Αξιομνημόνευτα τουλάχιστον για τα κόμματα που σκέφτονται «έξω από το κουτί», που τα απασχολεί δηλαδή η στρατηγική που δεν έχει όριο τις επόμενες εκλογές αλλά το μέλλον. Τα δεδομένα: Στην Πορτογαλία ο Κόστα αποκτά αυτοδυναμία με λεηλασία της Αριστεράς, στην Ιταλία η κυβέρνηση τεχνοκρατών του Ντράγκι συνεχίζει, αφού ο 80χρονος Ματαρέλα ανέστειλε τη συνταξιοδότησή του και επανήλθε στην προεδρία της δημοκρατίας. Οι αγορές έβγαλαν αναστεναγμό ανακούφισης. Στη Γαλλία ο Μακρόν αναπολεί το αποικιακό παρελθόν της χώρας του και επενδύει στην εθνική υπερηφάνεια μιας Γαλλίας ηγεμονικής στην Ευρώπη. Η συνταγή της επιτυχίας, όπως νομίζει, απέναντι στην ακροδεξιά απειλή της Λεπέν και του Ζεμούρ στις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Στην Ισπανία ο Νόμος Σάντσεθ-Ντίαζ (του σοσιαλιστή πρωθυπουργού και της υπουργού εργασίας από το Podemos) για τα εργασιακά και την αντιμετώπιση της επισφάλειας, πρωτοπορεί και προκαλεί πονοκέφαλο στους ανελαστικούς μηχανισμούς της Ευρώπης. Στην Ελλάδα η πρόταση Τσίπρα για συμμαχία του προοδευτικού φάσματος με ορίζοντα την επόμενη κυβερνητική εντολή, δημιουργεί ανεπάντεχη κινητικότητα, με το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο να αποσυντίθεται.
Η Πορτογαλία μονοπωλεί το ενδιαφέρον της εγχώριας πολιτικής σκηνής, για διαφορετικούς λόγους, ανάλογα με την τοποθέτηση τους στον κομματικό ανταγωνισμό, με ιδεολογία αφανή και με υποδόρια επιχειρήματα. Οι συστημικές δυνάμεις μετάφρασαν την εκλογική επιτυχία των σοσιαλιστών και την ήττα της Αριστεράς ως απόδειξη ότι οι ιδέες της Αριστεράς δεν έχουν πέραση και ότι ο κόσμος αναζητά την «κανονικότητα» σε βάρος του μετασχηματισμού. Παρόμοια επιχειρήματα υιοθετήθηκαν και από τα σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ότι δηλαδή ο ριζοσπαστισμός δεν «πουλάει» σήμερα και ότι είναι φρόνιμο το κόμμα να μετατοπιστεί στο κέντρο και ο πολιτικός του λόγος να γίνει πιο «στρογγυλός». Και οι μεν και οι δε προσπερνούν ότι η κυβέρνηση των σοσιαλιστών με τη στήριξη της Αριστεράς στην Πορτογαλία, στον απολογισμό της έχει ισχυρό μεταρρυθμιστικό έργο.
Η Πορτογαλία βγήκε από τα Μνημόνια το 2015, η Ελλάδα τρία χρόνια αργότερα, και εκείνη είχε σοβαρή μείωση στους μισθούς και τις συντάξεις, υψηλή ανεργία, ενώ το brain drain έδιωξε 500 χιλιάδες νέους επιστήμονες, όπως και εδώ. Η κυβέρνηση Κόστα μείωσε την ανεργία στο μισό, 6,1% σήμερα, επέστρεψε όλες τις περικοπές μισθών στο δημόσιο, στις συντάξεις και στα επιδόματα ανεργίας, ανέβασε διαδοχικά το βασικό μισθό από τα 505 ευρώ στα 700 σήμερα και στα 750 το 2023. Το 2021 επανεθνικοποίησε την αεροπορική εταιρεία Tap, ενώ έχει σχεδιάσει να επενδύσει μεγάλα ποσά από το Ταμείο Ανάκαμψης στις κοινωνικές υπηρεσίες, σε υποδομές και έργα ψηφιακού μετασχηματισμού.
Την πρώτη περίοδο, με αφετηρία το 2015, το κοινό πρόγραμμα Σοσιαλιστών και Αριστεράς είχε δέσμευση τετραετίας. Τη δεύτερη περίοδο, από το 2019, καθιερώθηκε η ετήσια διαπραγμάτευση με ύλη τον Προϋπολογισμό του κράτους. Στον φετινό προϋπολογισμό η ρήξη ήταν αναπόφευκτη αφού οι Σοσιαλιστές του Κόστα απέρριψαν, χωρίς διάθεση συμβιβασμού, τις κοινωνικές προτεραιότητες της Αριστεράς. Θεωρώ ότι η αδιάλλακτη στάση τους είχε μεγάλο μερίδιο εκλογικού υπολογισμού. Ο νικητής τα παίρνει όλα. Στις κυβερνήσεις συνεργασίας η δύναμη είναι οι προωθητικοί συμβιβασμοί, κανένα κόμμα, και ιδιαίτερα της Αριστεράς, δεν είναι διατεθειμένο να παραιτηθεί από το Πρόγραμμα και τις κοινωνικές του εκπροσωπήσεις, αμαχητί. Ο Κόστα καταλαβαίνει ότι η άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει τις πιέσεις, τους συστημικούς εκβιασμούς εντός και εκτός της χώρας, γι’ αυτό η πρώτη του δήλωση μετά το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν «η απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν σημαίνει απόλυτη εξουσία». Χρήσιμο θα είναι να το σκεφτούν όσοι ονειρεύονται αυτοδυναμίες και πολιτική αδιαλλαξία.
Χριστόφορος Παπαδόπουλος
Πηγή: Τα Νέα