Ο διάσημος Ελληνοαμερικανός διευθυντής φωτογραφίας Φαίδων Παπαμιχαήλ συνεργάστηκε αυτή τη φορά με τον Γεωργιανό σκηνοθέτη Λέβαν Κογκουασβίλι για την ταινία «Brighton 4th» που μιλάει για μια νέα μεταναστευτική εμπειρία, αυτή των Γεωργιανών, στη Νέα Υόρκη σε μια περίοδο όχι και τόσο μακρινή.
Ο Ελληνοαμερικανός Φαίδων Παπαμιχαήλ έχει πολύπλευρη ζωή. Στο Χόλιγουντ είναι αναγνωρισμένος ως ένας από τους καλύτερους και πιο αξιόπιστους διευθυντές φωτογραφίας. Εχει διακριθεί για τις συνεργασίες του με γνωστούς σκηνοθέτες, όπως τους Αλεξάντερ Πέιν (Downsizing, Nebraska) και Τζέιμς Μάνγκολντ (Ford v Ferrari, Walk The Line, 3:10 To Yuma). Εκτός από την Αμερική είναι αγαπητός σε ακόμα τρεις χώρες – τη Γερμανία (η μητέρα του είναι Γερμανίδα), την Ελλάδα, όπου τελευταία εξάσκησε το σκηνοθετικό του ταλέντο για μια ακόμα φορά, και τη Γεωργία, από όπου κατάγεται η σύζυγός του, η Εκα.
Δεν με κατέπληξε, λοιπόν, το γεγονός ότι κινηματογράφησε την ταινία του Γεωργιανού σκηνοθέτη Λέβαν Κογκουασβίλι Brighton 4th. Η ταινία μιλάει για μια νέα μεταναστευτική εμπειρία σε προάστιο της Νέας Υόρκης, η οποία όμως μας παραπέμπει σε γνώριμες και όχι πολύ μακρινές περιόδους. Βέβαια ο Παπαμιχαήλ δεν στηρίζει σκηνοθέτες μόνο για συναισθηματικούς λόγους. Οι πράξεις του κρύβουν πάντα κάποιο καλλιτεχνικό κίνητρο. Και ο Κογκουασβίλι με το τελευταίο του έργο έχει αποδείξει το ισχυρό του δυναμικό ως σκηνοθέτης που ταυτόχρονα εμβαθύνει στους χαρακτήρες και αναπτύσσει την πλοκή με δραματική συνέπεια.
Στην παρακάτω συνέντευξη μίλησαν για την ταινία o Παπαμιχαήλ από το Λονδίνο και ο Κογκουασβίλι από τη Γεωργία. Το έργο ακολουθεί το ταξίδι ενός πατέρα, πρώην παλαιστή, που ξεκινάει από τη Γεωργία και φτάνει στη Νέα Υόρκη με σκοπό να βοηθήσει τον γιο του που έχει μπλέξει με γκάνγκστερ.
● Λέβαν, πες μας πώς και γιατί ξεκίνησες να δουλεύεις στην ταινία σου.
Λέβαν: Ημουν ακόμα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης όταν το 2006-2007 έψαχνα να βρω την ιστορία της πρώτης μου ταινίας. Περνούσα πολύ χρόνο τότε στο Brighton Beach συλλέγοντας και ακούγοντας διάφορα περιστατικά ενώ έμενα στην πανσιόν όπου τελικά γυρίσαμε την ταινία. Εκεί συνάντησα πολλούς παράνομους μετανάστες, οι οποίοι αντιμετώπιζαν δύσκολες και περίεργες καταστάσεις. Ηθελα τότε να γράψω το σενάριο αλλά χρειάστηκε να επιστρέψω στη Γεωργία για ένα μεγάλο διάστημα, όπου και έκανα τις πρώτες μου δύο ταινίες. Αργότερα είχα την ευκαιρία να ξαναγυρίσω (στην Αμερική), το 2016.
● Φαίδων, ο κόσμος του Brighton Beach είναι ένα μεγάλο μέρος της ταινίας. Ποιες ήταν οι εικαστικές επιλογές σου;
Φαίδων: Οπως είπε ο Λέβαν, πρόκειται για έναν κόσμο που έχει ο ίδιος βιώσει. Ετσι, επηρεάστηκα από τη δική του έμπνευση και τους ανθρώπους που ζουν σε αυτή την περιοχή της Νέας Υόρκης. Εζησα τη Νέα Υόρκη όταν μετακόμισα εκεί το 1983, στο Lower East Side, αλλά (το Brighton Beach) μοιάζει πιο πολύ, σύμφωνα με τους Γεωργιανούς συνεργάτες μου, με τη Ρωσία της δεκαετίας του ‘80. Ο Λέβαν δουλεύει ένα κράμα ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Αν δείτε το καταπληκτικό του ντοκιμαντέρ Cogita’s New Life, θα νομίσετε ότι βλέπετε μια μυθοπλαστική ταινία, ενώ αυτή εδώ δίνει την αίσθηση του ντοκιμαντέρ. Αυτό βέβαια έχει να κάνει και με τους ανθρώπους που έπαιζαν στην ταινία, μερικοί από τους οποίους μένουν στην πανσιόν, και φυσικά την ίδια την τοποθεσία…
Εμπνεύστηκα λοιπόν από ό,τι είχα μπροστά μου. Εκεί η φωτογραφία απλά απαθανατίζει την αυθεντικότητα των σκηνών, δεν επεμβαίνει. Για μένα αυτή ήταν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή. Συνήθως δουλεύω σε μεγάλες παραγωγές του Χόλιγουντ, αλλά μια ταινία σαν αυτή μου δίνει την ευκαιρία να υιοθετήσω μια προσέγγιση χαμηλότερων τόνων, κατά κάποιο τρόπο νατουραλιστική αφού εκμεταλλεύομαι τα στοιχεία που ήδη υπάρχουν. Ταυτόχρονα είχα τη δυνατότητα να προσθέσω κινηματογραφική αξία δίνοντας περισσότερο βάρος στη σύνθεση και λιγότερο στον φωτισμό. Η ταινία χαρακτηρίζεται από φυσικό φωτισμό και φυσικές τοποθεσίες. Για μένα ήταν κάτι σαν μια ευκαιρία… απόδρασης, μια φρέσκια αλλαγή ειδικά σε σχέση με τώρα που δουλεύω στο «Ιντιάνα Τζόουνς» και βρίσκομαι στην άλλη άκρη του φάσματος.
● Υπάρχει μια έντονη αντίθεση στην ταινία ανάμεσα στις εσωτερικές και εξωτερικές σκηνές, όμως όλες αποδίδουν μια κλειστοφοβική αίσθηση, ακόμα και αυτές που συμβαίνουν στην παραλία. Πρόκειται για κάτι που διαλέξατε συνειδητά;
Φαίδων: Δεν το πολυσυζητήσαμε, αλλά φυσικά είναι σωστή η αντίληψη. Νομίζω ότι βασιζόμαστε και οι δύο στο δραματουργικό ένστικτό μας αλλά και στους φυσικούς χώρους του γυρίσματος. Η πανσιόν ήταν τόσο στενάχωρη και μικρή που δεν προσέφερε πολλές επιλογές κινηματογράφησης. Αλλά και οι εξωτερικές σκηνές, παρ’ όλο που συμβαίνουν στην παραλία, χρωματίζονται από την ομίχλη και μια καταπιεστική αίσθηση που καταφέραμε να καταγράψουμε. Ημασταν τυχεροί που είχαμε συννεφιά και ομίχλη κάθε μέρα. Εξάλλου υπάρχει και το τρένο που περνάει από πάνω σε γέφυρα δημιουργώντας ένα είδος οροφής, ένα κλείσιμο και μια σκοτεινιά.
Λέβαν: Ηταν σημαντικό που διαλέξαμε (να γυρίσουμε την ταινία) τον χειμώνα. Επίσης, ο Φαίδων κι εγώ συμφωνούσαμε απόλυτα ως προς τους χώρους. Είμαι της άποψης ότι ένας κινηματογραφικός χώρος (location) δεν είναι μόνο το μέρος όπου διαδραματίζεται μια σκηνή αλλά και μια έκφραση της στάσης του δημιουργού απέναντι στην ιστορία. Ωστε η στιγμή που ο σκηνοθέτης επιλέγει τις τοποθεσίες στην προετοιμασία της παραγωγής θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική… Η σωστή επιλογή των χώρων βοηθάει στη σκηνοθεσία. Αντίθετα, είναι πολύ δύσκολο να σκηνοθετήσεις μια σκηνή όταν ο χώρος δεν λειτουργεί.
● Το γεγονός ότι πολλοί από τους ηθοποιούς δεν ήταν επαγγελματίες επηρέασε τον τρόπο κινηματογράφησης;
Φαίδων: Η συνεργασία με μη επαγγελματίες ηθοποιούς μού είναι γνώριμη. Ο Αλεξάντερ Πέιν (συνεργάστηκε με ερασιτέχνες ηθοποιούς) στην τελευταία του ταινία –όπως άλλωστε συνήθιζε και ο Τζον Κασσαβέτης που το ζητούσε από τον Πίτερ Φολκ και τον Μπεν Γκαζάρα– κατηύθυνε μη επαγγελματίες ηθοποιούς αυτοσχεδιαστικά, μπροστά στην κάμερα. Είναι μια πρόκληση βέβαια για τον σκηνοθέτη και τον οπερατέρ γιατί (οι ερασιτέχνες) δεν ακολουθούν πάντα το σενάριο. Αυτό όμως μπορεί να σου χαρίσει αναπάντεχα εκφραστικές στιγμές. Για τον κινηματογραφιστή, αυτό είναι σαν να ανοίγει ένα κουτί με καραμέλες μπροστά σου, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να τις μαζέψεις… Για μένα η φωτογραφία, τελικά, δεν έχει να κάνει με τη σύνθεση ή τον φωτισμό όσο με το να βρίσκεται η κάμερα στο σωστό μέρος την κατάλληλη στιγμή για να εκμεταλλευτεί αυτά τα δωράκια που παρουσιάζονται τυχαία.
● Θα ήθελα να ξέρω πιο πολλά γύρω από το πώς αναπλάσατε αυτόν τον γεωργιανό μικρόκοσμο.
Λέβαν: Τις περισσότερες σκηνές από αυτές που είδατε, τις έχω δει στην πραγματικότητα, στην κοινότητα των (Γεωργιανών) μεταναστών. Καθόμουν πολλές ώρες μαζί τους, παρατηρούσα πώς μιλούσαν και πώς συμπεριφέρονταν. Φυσικά διαλέγεις και παίρνεις, γιατί δεν ήταν όλα τα συμβάντα το ίδιο ενδιαφέροντα. Κυνηγούσα τις στιγμές που φανέρωναν τον πόνο τους, που συμπεριφέρονταν μαζί κωμικά και τραγικά. Σκηνοθετικά με ενδιαφέρει να ανακαλύπτω ένα μείγμα συναισθημάτων στους χαρακτήρες… Ολη μου η έμπνευση πηγάζει από αληθινές καταστάσεις.
● Η μουσική, ειδικά τα παραδοσιακά γεωργιανά τραγούδια έχουν μεγάλη θέση στην ταινία. Θέλετε να σχολιάσετε;
Λέβαν: Στην οικογένειά μου μαζευόμασταν συχνά, πολύ συχνά. Είχαμε μεγάλα γεύματα με πολύ κρασί που κατέληγαν στο τραγούδι… Κι εγώ τους παρακολουθούσα, τους άκουγα και τους χαιρόμουν, μ’ αυτό μεγάλωσα. Θυμάμαι μια φορά που επέστρεφα στο σπίτι μου ένα βράδυ της δεκαετίας του ‘80, σε κάθε τετράγωνο ακούγονταν παρέες να τραγουδούν… ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας… Οταν όμως ήρθε το τέλος της Σοβιετικής Ενωσης όλα άλλαξαν. Ηταν μια πολύ δύσκολη μεταβατική περίοδος και ξαφνικά όλα σταμάτησαν γιατί μας χτύπησαν πόλεμοι και φτώχεια και διακοπές ρεύματος. Παρ’ όλα αυτά το τραγούδι εξακολουθεί να είναι μέρος της κουλτούρας μου και της παιδικής μου ηλικίας. Μια γεωργιανή παρέα, με καλό κρασί, σίγουρα θα καταλήξει στο τραγούδι (γέλια). Ηταν κάτι που έζησα (στη Νέα Υόρκη) και που θεώρησα κινηματογραφικά ενδιαφέρον.
● Μπορούμε να δούμε την αμερικανική κουλτούρα ως μια κουλτούρα ισοπεδωτική απέναντι σε άλλες. Οι Ελληνες και οι Ιταλοί, για παράδειγμα, που ήρθαν σε αυτή τη χώρα πριν από περίπου εκατό χρόνια, έχουν πια αφομοιωθεί, οι νέες γενιές δεν μιλάνε πια τη γλώσσα. Εξετάζοντας μια νέα μεταναστευτική εμπειρία σαν αυτή των Γεωργιανών στη Νέα Υόρκη, σας απασχολεί το θέμα της διατήρησης της πολιτιστικής ταυτότητας;
Λέβαν: Καλή και δύσκολη ερώτηση. Θεωρώ ότι είμαι ένας σκηνοθέτης που αναζητά έναν προσωπικό τρόπο έκφρασης, και γι’ αυτό (τον σκοπό) η πολιτιστική ταυτότητα είναι σημαντική. Μάλιστα η δική μου καλλιτεχνική έκφραση είναι συνυφασμένη με μια αίσθηση του γεωργιανού χαρακτήρα. Ολοι γνωρίζουμε ιστορίες για τη σχέση πατέρα-γιου και για τη μετανάστευση. Αλλά μέσα από τη γεωργιανή οπτική, (η ιστορία) αποκτά κάτι άλλο, κάτι πρωτότυπο, που για μένα βέβαια είναι φυσικό μια και ανήκω στην κουλτούρα αυτή. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η τέχνη έχει τη χάρη να προσδίδει υπεροχή στον πολιτισμό που τη γεννά. Το έργο ενός σπουδαίου Ελληνα ή Ιταλού ποιητή αντανακλά τον πολιτισμό του, κι έτσι χαίρεται κανείς τη διαφορετικότητα, κάτι που νομίζω πως αξίζει να διατηρηθεί. Ωστόσο η αμερικανική εμπειρία διαφέρει ως προς το γεγονός ότι όλοι (οι μετανάστες) μπορούν να χτίσουν τον δικό τους κόσμο (στις ΗΠΑ), και εκεί έγκειται η δύναμη αυτής της χώρας. Φυσικά είναι επίσης σωστή η γνώμη ότι εξασκείται μια ισοπεδωτική δράση μέσα σε αυτό το πλαίσιο και ότι η γεωργιανή εμπειρία στην Αμερική έχει κοινά στοιχεία με την ελληνική ή τη σικελική πριν από 100 χρόνια. Και μάλλον (οι Γεωργιανοί) θα ακολουθήσουν την ίδια πορεία, πρόκειται για κάτι το αναπόφευκτο. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Τα παιδιά (των πρώτων μεταναστών) θα βρουν έπειτα τη δική τους ταυτότητα, μια ταυτότητα που θα είναι λίγο γεωργιανή και περισσότερο αμερικανική αλλά ακόμα διαφορετική, με το δυναμικό να εμπνεύσει τους νέους σκηνοθέτες. Αυτό που με ενδιαφέρει και με εμπνέει εμένα είναι η μεταβατική περίοδος μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, μια περίοδος που γεφυρώνει χρόνους και πολιτισμούς.
● Φαίδων, έχεις δουλέψει με δημιουργούς στο Χόλιγουντ αλλά και εκτός, όπως με τον Λέβαν. Τι είναι αυτό που σε προσελκύει προς διαφορετικές καλλιτεχνικές συνεργασίες και κατευθύνσεις;
Ενώ η καταγωγή μου είναι ευρωπαϊκή, η καριέρα μου άρχισε στην Αμερική, μάλιστα με ταινίες του Ρότζερ Κόρμαν. Μεγάλωσα υπό την επιρροή του Βιμ Βέντερς, του (Βέρνερ) Χέρτζογκ και του (Βέρνερ) Φασμπίντερ, αλλά δεν δούλεψα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Πάντα το θαύμαζα αλλά όπως ξέρετε παρέμεινα στο Χόλιγουντ (δουλεύοντας) σε μεγάλες εμπορικές παραγωγές, όπως τις Cool Runnings, While You Were Sleeping, Patch Adams και The Pursuit Of Happyness. Για όλα αυτά είμαι ευγνώμων βέβαια, αλλά ήρθε μια στιγμή που ένιωσα την ανάγκη για μεγαλύτερη ποικιλία… Μου αρέσει να εναλλάσσομαι μεταξύ ανεξάρτητων και μεγάλων, δομημένων παραγωγών. Πρόκειται για μια πολυτέλεια που μου δίνεται αυτή τη στιγμή στη ζωή μου, το να εισχωρώ στους δύο αυτούς κόσμους. Και ελπίζω να συνεχίσω. Πολύ θα μου άρεσε να κάνω πάλι μια ταινία με τον Λέβαν ή έναν νέο Ελληνα σκηνοθέτη, όπως και να συνεχίσω να σκηνοθετώ τις δικές μου ταινίες στην Ελλάδα. Από την άλλη μεριά, οι επιλογές στενεύουν καθώς οι μεγάλες παραγωγές έχουν περιοριστεί στα μπλοκμπάστερ της «Μάρβελ» και της «Ντίσνεϊ». Το γεγονός αυτό με ανησυχεί γιατί η δική μου δουλειά συνήθως κυμαίνεται στα μεσαία μεγέθη του προϋπολογισμού και ιστορίες για ενήλικες. Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι πρέπει να διατηρήσω την επαφή με τον ανεξάρτητο κινηματογράφο που λάτρεψα και με διαμόρφωσε.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών