Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους στοχαστές, του 92χρονου σήμερα Γερμανού φιλοσόφου Γιούργκεν Χάμπερμας, που δημοσιεύτηκε στην περιοδική επιθεώρηση Rivista Italiana di Filosofia Politica (τεύχος Δεκεμβρίου 2021).
● Αν εξετάσουμε τις επίπονες μελέτες και παρεμβάσεις σας στην πορεία των δεκαετιών, μπορούμε να σημειώσουμε ότι το έργο σας αναπτύχθηκε στην πραγματικότητα ως προσπάθεια να φέρετε τη φιλοσοφία σε αλληλεπίδραση με την κοινωνική θεωρία και τη δημόσια συζήτηση. Πώς θεωρείτε ότι, ακόμη και σήμερα, μια κριτική γνώση μπορεί να ασκηθεί με τη διασύνδεση ανάμεσα σε πολιτική φιλοσοφία και κοινή συζήτηση στη δημόσια σφαίρα;
Δεν ξέρω αν οι φιλοσοφικές θεωρίες –όπως γινόταν μέχρι τον Χέγκελ, τον Μαρξ ή τον Νίτσε- μπορούν ακόμη και σήμερα να συμβάλλουν για να διαμορφωθεί λίγο η αυτοκατανόηση ενός έθνους και η δημόσια κουλτούρα του, με τρόπο ανάλογο με όσα συμβαίνουν για την τέχνη και τη λογοτεχνία. Τείνω όμως να θεωρώ ότι αυτό δεν συμβαίνει. Και ακόμη και αν αυτές οι θεωρίες θα έπρεπε να συνεχίζουν να υπάρχουν έστω και σε μικρές δόσεις, ωστόσο αυτές δεν θα μπορούσαν να υποστηριχθούν από τους συγγραφείς τους με μια μορφή υβριδικής συνείδησης, έτσι όπως εμείς τη γνωρίσαμε στον Χάιντεγκερ, χωρίς να διολισθήσουν στην ιδεολογία. Οι φιλοσοφικές σκέψεις δεν έχουν κάτι το μυστηριώδες. Πρέπει να περνούν μέσα από το φίλτρο μιας ειδικευμένης συζήτησης. Αυτές όμως μπορούν φυσικά να υιοθετούν μια κριτική πρόθεση για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, έτσι όπως συμβαίνει με τα επιστημονικά επιχειρήματα που συζητούνται σε άλλους επιστημονικούς κλάδους. Με αυτόν τον τρόπο, αυτές απολαμβάνουν το πλεονέκτημα μιας μεγαλύτερης συγγένειας που η φιλοσοφία και η κοινωνική θεωρία –καθώς και η πολιτική θεωρία- έχουν, όταν αναμετριούνται με θέματα σημαντικά για τη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης των πολιτών στην πολιτική δημόσια σφαίρα.
● Σε πολλά από τα έργα σας, αναφέρεστε στην αλλαγή του ρόλου της φιλοσοφίας, η οποία δεν θεωρείται πλέον «βασίλισσα των επιστημών». Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πολιτική, τον δημόσιο λόγο και την επιστήμη, ιδίως σε μια (μετα-)πανδημική φάση;
Ναι, η στάση που πρέπει να παίρνει ο φιλόσοφος απέναντι στη δημόσια συζήτηση δεν μπορεί πλέον να είναι εκείνη μιας ανώτερης συνείδησης, όπως συμβαίνει με τον Πλάτωνα. Ο φιλόσοφος οφείλει να τοποθετείται –όπως ο Σωκράτης- ως πολίτης μεταξύ των πολιτών, ο οποίος επιθυμεί να συμβάλλει στη συζήτηση που διεξάγεται με διευκρινιστικά ερωτήματα. Στην καλύτερη των υποθέσεων, ο φιλόσοφος μπορεί να εισηγηθεί μια νέα προοπτική για να αντιμετωπιστεί ένα πιεστικό πρόβλημα ή να επαναφέρει την προσοχή σε ένα σημαντικό αλλά απωθημένο ζήτημα. Η φιλοσοφία θα πρέπει να συμβάλλει στη συζήτηση πολιτικά σημαντικών θεμάτων. […]
● Στο έργο σας «Το πραγματικό και το ισχύον», προσπαθήσατε να θεμελιώσετε μια θεωρία της δημοκρατίας, στηριζόμενη στην αλληλεπίδραση της σφαίρας της θεσμικής πολιτικής με την κοινωνία πολιτών και τη νομική σφαίρα των κανόνων, προκειμένου οι θεσμοί και το κράτος δικαίου να είναι σε θέση να εγγυηθούν την ουσιαστική άσκηση της πολιτικής αυτονομίας στους κοινωνικά αυτόνομους πολίτες. Η τωρινή κρίση όμως της διαμεσολάβησης των κομμάτων στις φιλελεύθερες δημοκρατίες έχει θέσει υπό αμφισβήτηση τον παραδοσιακό δεσμό που συνέδεε τις διαβουλεύσεις στη δημόσια σφαίρα με τις νόμιμες θεσμικές διαδικασίες δικαιοδοσίας. Πώς ερμηνεύετε τις τωρινές εντάσεις ανάμεσα στην άτυπη δημόσια επικοινωνία –που συχνά χειραγωγείται και επηρεάζεται από τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης-, στην αυτονομία των πολιτών, στους νομικούς κανόνες και στις πολιτικές διαβουλεύσεις;
Εδώ και δέκα ή είκοσι χρόνια, ζήσαμε σαφώς σε μια περίοδο πολιτικής οπισθοδρόμησης. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με τις αλλαγές στον οικονομικό ανταγωνισμό σε παγκόσμιο επίπεδο και με τη σχετική υποχώρηση της «Δύσης» -έτσι όπως έχει ενσταλαχθεί στη δημόσια συνείδηση- τόσο σε σύγκριση με μια Κίνα που έχει όλο και περισσότερες αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, όσο και σε σχέση με τις αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις. Επιπλέον, η νεοφιλελεύθερη ατζέντα, που επιβλήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο, περιόρισε σημαντικά το πεδίο δράσης των εθνικών κυβερνήσεων και προκάλεσε μια συνεχή αύξηση των ανισοτήτων ακόμη και στις χώρες μας, που προηγούμενα χαρακτηρίζονταν από μιαν αυξανόμενη μέση ευημερία. Στη συρρίκνωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων αντανακλάται το δίλημμα σύμφωνα με το οποίο η ισχυρή αντιπροσώπευση των συμφερόντων των ευάλωτων ή περιθωριοποιημένων στρωμάτων σε ένα δεδομένο κομματικό σύστημα δεν αποδίδει εκλογικά κέρδη, καθώς ένα σημαντικό τμήμα αυτών των στρωμάτων μεταπηδάει στην ομάδα εκείνων που δεν ψηφίζουν.
Αντίθετα, η άνοδος του δεξιού λαϊκισμού εξηγείται εν μέρει με την επιτυχία της κινητοποίησης αυτών που δεν ψήφιζαν, οι οποίοι επομένως δεν συμμετέχουν πλέον ως πολίτες πιστοί στο Σύνταγμα, αλλά εκδηλώνουν τη μνησικακία τους με την αντίθεσή τους στο σύστημα. Αυτή η δεξιά μετατόπιση και η συνολική αλλαγή του κομματικού συστήματος δεν μπορούν προφανώς να εξηγηθούν μόνο με οικονομικούς όρους. Επιπλέον, σήμερα δεν είναι ακόμη σαφές αν η παγκόσμια οικονομική πολιτική νεοφιλελεύθερου τύπου μπορεί να στραφεί, μετά την πανδημία, προς την νεοκεϊνσιανή κατεύθυνση που ακολουθεί ο πρόεδρος Μπάιντεν. Η κλιματική κρίση και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της κοινωνίας απαιτούν έναν υψηλό βαθμό πολιτικής βούλησης και αποφασιστικότητας, απαιτούν δηλαδή οι κυβερνήσεις να εξηγούν στον πληθυσμό τα αναγκαία μέτρα και να τα καθιστούν σεβαστά ακόμη και εναντίον ενδεχόμενων αντιστάσεων.
Από την άλλη μεριά, κυρίως στις τελευταίες δεκαετίες, έχει διαδοθεί στο πλαίσιο της εθνικής πολιτικής ένας τρόπος –που προβάλλεται ως «πραγματιστικός»- ευέλικτης προσαρμογής στην (όλο και πιο εκφοβιστική) πολυπλοκότητα των προβλημάτων που απαιτούν ρύθμιση. Τυπικό αυτής της καιροσκοπικής άρνησης να δοθεί μορφή στην πολιτική βούληση είναι το στυλ των μικρών βημάτων, που η Μέρκελ υιοθέτησε με επιτυχία στην εσωτερική πολιτική, δηλαδή μια ευέλικτη προσαρμογή σε επιταγές βραχυπρόθεσμα υπολογισμένες προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία. Γενικά, φοβάμαι ότι σήμερα έχουμε να κάνουμε με μια στρέβλωση του τρόπου με τον οποίο κατανοούμε την πολιτική ως τέτοια: υπό τη σκιά της αντίληψης μιας υπερβολικής πολυπλοκότητας των σχέσεων, που φαίνεται να θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα μιας πολιτικής ρύθμισης, τα κόμματα του λεγόμενου Κέντρου ευθυγραμμίζονται το ένα με το άλλο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνεται αδύνατη η διάκρισή τους. Οι πολιτικές συγκρούσεις είναι μόνο μια σκηνοθεσία των κομμάτων: ξεθυμαίνουν σε μια κυβερνητική δράση απλής προσαρμογής, που ισοπεδώνει κάθε θεμελιωμένη διαφορά.
Ετσι, στην πορεία των δεκαετιών, το εκλογικό σώμα απέκτησε την αίσθηση ότι «τίποτα δεν είναι πλέον δυνατό». Σε αυτό το σκοτεινό συναίσθημα, που στρέφει εντελώς τις πλάτες του στην πολιτική, χάνεται το κέντρισμα του μοναδικού ερωτήματος που είναι ακόμη ουσιαστικά πολιτικό, δηλαδή ικανό να ανοίξει νέα μέτωπα: έχουμε ακόμη μια ρεαλιστική ιδέα αυτού που θα χρειαζόμασταν με όρους ικανότητας πολιτικής δράσης και αυτού που θα έπρεπε να ανακτήσουμε σε υπερεθνικό επίπεδο, με σκοπό να αντιμετωπίσουμε την αναγκαιότητα ρύθμισης προβλημάτων που δεν σηκώνουν καμιά αναβολή; Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το ζήτημα της οικοδόμησης μιας ικανής για δράση Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει χαθεί από κάθε πολιτική ατζέντα. […]
Θανάσης Γιαλκέτσης
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών