Το ντοκιμαντέρ «Latin Noir» του Ανδρέα Αποστολίδη για την έκρηξη της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, με «πρωταγωνιστές» τους συγγραφείς Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, Λεονάρδο Παδούρα, Λουίς Σεπούλβεδα, Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Κλαούντια Πινιέιρο και τους ήρωές τους, «γέννησε» και την ομώνυμη μελέτη που κυκλοφορεί από την “Αγρα”.
Το 1988 ο Λεονάρδο Παδούρα έχει επιστρέψει από έναν χρόνο θητεία στην Αγκόλα, όπου η Κούβα του Κάστρο είχε στείλει στρατό, και φτάνει ως δημοσιογράφος στην Ισπανία. «Είχα το προνόμιο να καλύψω την πρώτη “Σεμάνα Νέγρα”, που ήταν η πιο σημαντική συνάντηση συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας στην Iστορία. Μόνο ο Λε Καρέ έλειπε γιατί είχε προβλήματα υγείας. Εκεί γνώρισα τον Μονταλμπάν και τους άλλους Ισπανούς».
Εξήντα ένας συγγραφείς συγκεντρώθηκαν εκείνη τη χρονιά στην παραθαλάσσια Χιχόν της άλλοτε αυτόνομης κοινότητας των Αστούριας, δίνοντας φτερά σε μια ιδέα που είχε ένας 39χρονος Μεξικανός συγγραφέας, γεννημένος στη Χιχόν από γονείς κυνηγημένους από τον Φράνκο. Ηταν ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ.
Είχε ζήσει τη «σφαγή στο Τλατελόλκο», το 1968, όταν οι μεξικανικές ένοπλες δυνάμεις άνοιξαν πυρ σε πορεία φοιτητών και πολιτών που διαμαρτύρονταν στην πρωτεύουσα για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειριζόταν την υπόθεση των Ολυμπιακών Αγώνων, δίνοντας μια πλαστή εικόνα ευημερίας της χώρας. Σκοτώθηκαν τουλάχιστον 400 και στη συνέχεια η αυταρχική κυβέρνηση επιδόθηκε σε μια συστηματική εκστρατεία συγκάλυψης της αλήθειας.
Από τότε, η μάχη για την αλήθεια έγινε κομβικό ζητούμενο στη ζωή και στο έργο του Τάιμπο. Το ίδιο αισθάνονταν εκείνη την εποχή πλήθος συγγραφείς στη Λατινική Αμερική, κι αυτό συνεχίστηκε στις δεκαετίες του ’70 και του’80, των δικτατοριών, της κρατικής διαφθοράς και των 30.000 «εξαφανισμένων» της Αργεντινής.
Αλλά συνεχίστηκε και στη δεκαετία του ’90 και των εκστρατειών συγκάλυψης της αλήθειας στη Χιλή, στο Περού κ.α. όπως και μετά το 2000 που η αστυνομία αποδείχτηκε πια σύμμαχος του οργανωμένου εγκλήματος, και τα «λευκά κολάρα» έδειξαν το αδίστακτο πρόσωπό τους. Ετσι διαμορφώθηκε το λογοτεχνικό ρεύμα των «novelas negras», των «μαύρων μυθιστορημάτων» της Νότιας Αμερικής, όρος που καθιερώθηκε το 1984.
Εδώ και 34 χρόνια, η Εβδομάδα του «μαύρου» μυθιστορήματος (Semana Negra) στη Χιχόν, λειτουργεί με ψυχή της τον Τάιμπο, σαν τόπος συνάντησης των συγγραφέων που βλέπουν κατάματα το σκοτάδι και θέλουν να μιλήσουν αλλιώς γι’ αυτό. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι εξελίσσεται σαν πανηγύρι στο οποίο παίρνει μέρος όλη η πόλη. Ενα πανηγύρι που γίνεται εγερτήριο σάλπισμα για μια λογοτεχνία που θέλει να είναι στην πρώτη γραμμή της κριτικής στην κρατική εξουσία και στα παρακλάδια της. Από τους μόνιμους εμψυχωτές της ήταν και ο Λουίς Σεπούλβεδα, που έγινε κάτοικος της Χιχόν. Εκεί γνωρίστηκαν με τον Πέτρο Μάρκαρη, ο οποίος από το 2004 έχει συμμετάσχει τέσσερις φορές στη Semana Negra.
Ολα αυτά έρχονται στο προσκήνιο χάρη στον συγγραφέα και μεταφραστή αστυνομικών μυθιστορημάτων αλλά και σκηνοθέτη, Ανδρέα Αποστολίδη, που γύρισε το ντοκιμαντέρ «Latin Noir» με «πρωταγωνιστές» κατά σειρά, τους συγγραφείς Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ (Μεξικό), Λεονάρδο Παδούρα (Κούβα), Λουίς Σεπούλβεδα (Χιλή), Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (Περού), Κλαούντια Πινιέιρο (Αργεντινή) και τους ήρωές τους.
Είναι το πρώτο ντοκιμαντέρ γι’ αυτό το λογοτεχνικό ρεύμα: μια ελληνο-γαλλο-μεξικανική παραγωγή, που κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα την ερχόμενη εβδομάδα (19/1/22, 8 μ.μ.) στο αμφιθέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας. Καλεσμένοι οι δημοφιλείς συγγραφείς του νουάρ Πέτρος Μάρκαρης και Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, οι οποίοι θα συζητήσουν με τον σκηνοθέτη. Στη συνέχεια, η ταινία θα προβληθεί στον Δαναό (23/1) όπου οι μεταφραστές Κρίτων Ηλιόπουλος, Κώστας Αθανασίου θα συζητήσουν με τον Ανδρέα Αποστολίδη για την πλούσια παράδοση ελληνικών μεταφράσεων του λατινοαμερικανικού νουάρ, και έπειτα μέσω cinedoc, το ντοκιμαντέρ θα περιοδεύσει στην περιφέρεια.
Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα έχουν εξελιχθεί αντίστροφα. Η ταινία, για την οποία ο Αποστολίδης δούλεψε την περίοδο 2015-2019 στις δυο όχθες του Ατλαντικού, γέννησε ένα βιβλίο. Είναι η μελέτη Λάτιν Νουάρ (εκδ. Αγρα), ένα εντυπωσιακό και γλαφυρό πανόραμα των συγγραφέων και των μυθιστορημάτων αυτού του ρεύματος, που οι απαρχές του τοποθετούνται στον Μεσοπόλεμο. Η «Οπερα» του Μυρεσιώτη, η «Αγρα» του Πετσόπουλου (που έχει ειδικευτεί και στο δυτικό latin noir με τα μυθιστορήματα του Γάλλου Καρίλ Φερέ) και ο «Καστανιώτης» με εισηγητή τον μακαρίτη Ανταίο Χρυσοστομίδη είναι οι πιο συστηματικοί και παρεμβατικοί ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι του λατινοαμερικανικού νουάρ, μαζί με τις νεότερες εκδόσεις Carnivora της (και μεταφράστριας) Ασπασίας Καμπύλη.
«Στη στροφή του 20ού αιώνα και στην πορεία παγκοσμιοποίησης του αστυνομικού μυθιστορήματος, δυο είναι οι τάσεις που ξεχωρίζουν, το nordic noir και το latin noir», γράφει ο Αποστολίδης. «Το λατινοαμερικανικό νουάρ έχει σε σύγκριση με το σκανδιναβικό νουάρ πολύ μεγαλύτερο λογοτεχνικό βάθος και εύρος, και μεγαλύτερη βαρύτητα. Είναι ο απόηχος της έκρηξης της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, γνωστής ως το “μπουμ” της δεκαετίας του ’60, με κορυφαίους εκπροσώπους τον Κορτάσαρ, τον Φουέντες, τον Γκαρσία Μάρκες και τον Βάργκας Λιόσα», συνδέεται όμως σε επίπεδο λογοτεχνικών ανησυχιών και με τον μεγαλύτερό τους Μπόρχες. Αλλωστε ο Μπόρχες με τον Κασάρες με το ψευδώνυμο Ονόριο Μπούστος Ντομέκ είχαν γράψει το 1942 την αστυνομική νουβέλα «Εξι προβλήματα για τον δον Ισίδρο Παρόδι».
Ονόματα και φαντάσματα
Το λατινοαμερικανικό νουάρ έχει πλέον ενηλικιωθεί και εξελιχθεί ως είδος και σιγά σιγά κλείνει ο βιολογικός κύκλος των βασικών του εκπροσώπων, της γενιάς του ’70. Ο Αποστολίδης αναδεικνύει την προσφορά τους με μια ταινία και ένα βιβλίο, προσθέτοντας: «Υπήρχε κάτι πιο προσωπικό στην όλη ενασχόλησή μου με τη θεματολογία και με τα μοτίβα του λάτιν νουάρ: μια οικειότητα με τα φαντάσματά του»
Μέσα από τη μελέτη του συναντάμε λοιπόν συγγραφείς και αστυνομικά βιβλία που μας εισάγουν βαθιά στο σύμπαν του latin noir, με τις ανησυχίες, τη γενναιότητα, τη διακινδύνευση, τις λογοτεχνικές καινοτομίες και την επιδραστικότητα συγγραφέων και έργων. Στην προϊστορία του συναντάμε τους Αργεντινούς Ρομπέρτο Αρλτ και Ροδόλφο Ουόλς, ενώ και στην εκκίνησή του τον Μεξικανό Ραφαέλ Μπερνάλ. Επίσης τους Αργεντινούς Ρικάρντο Πίλια (ο πιο σημαντικός κριτικός της συγκεκριμένης σχολής αλλά και δημιουργός εκδοτικών σειρών και συγγραφέας), Μανουέλ Πουίχ και Οσβάλντο Σοριάνο. Στον κορμό τού latin noir πρωτεύουσα θέση έχουν οι Μεξικανοί Τάιμπο (πρωτοεμφανίζεται το 1976 με τις «Μέρες αγώνα») και Κάρλος Φουέντες με το κατασκοπικό θρίλερ «Το κεφάλι της Λερναίας Υδρας», οι Αργεντινοί Μέμπο Τζαρντινέλι και Χουάν Σαστουράιν, ο Περουβιανός και κατοπινός Νομπελίστας Μάριο Βάργκας Λιόσα με το «Ποιος σκότωσε τον Παλομίνο Μολέρο», και ο Χιλιανός Ραμόν Δίας Ετερόβιτς, με πρωταγωνιστή τον ντετέκτιβ Ερέδια. Μετά τη μεγάλη ώθηση της Semana Negra ξεχωρίζουν το ’90 ο Κουβανός Λεονάρδο Παδούρα, ο Ουρουγουανός Ντανιέλ Τσαβαρία, ο Μεξικανός Ρόλο Δίες με την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο ενός διεφθαρμένου αστυνομικού, ο Χιλιανός Λουίς Σεπούλβεδα, ο Αργεντινός Χουάν Χοσε Σάερ, και ο Κολομβιανός Σαντιάγο Γκαμπόα. Μετά το 2000 ξεχωρίζουν ο Περουβιανός Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, ο Μεξικανός Ελμερ Μεντόσα, από την Αργεντινή η Κλαούντια Πινιέιρο που ασχολείται με τα σκοτάδια της νεοφιλελεύθερης ελίτ, ο Ραούλ Αρχεμί και ο Γκιγιέρμο Ορσι, και ξανά ο Σεπούλβεδα και ο Παδούρα.
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών