Εναν χρόνο μετά την εισβολή ακροδεξιών οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, η Αμερική συνειδητοποιεί ότι η ελευθερία της δεν απειλείται από το εξωτερικό αλλά από το εσωτερικό. Θα έπρεπε να το έχει καταλάβει ήδη από το 1933, όταν μια ομάδα τραπεζιτών και χρηματιστών της Γουόλ Στριτ επιχείρησε να ανατρέψει τον πρόεδρο Ρούσβελτ για να επιβάλει ένα φασιστικό καθεστώς.
Εξήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την κυκλοφορία του βιβλίου «Ο άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο», με το οποίο ο Φίλιπ Ντικ καθιέρωσε τη λογοτεχνία της εναλλακτικής ιστορίας. Οι ΗΠΑ έχουν χάσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ύστερα και από τη δολοφονία του προέδρου Ρούσβελτ το 1933 και την επίθεση με πυρηνικά όπλα που πραγματοποίησε η Γερμανία στην Ουάσινγκτον. Η χώρα, όπως και ολόκληρος ο πλανήτης, ελέγχεται από τη ναζιστική Γερμανία και την αυτοκρατορική Ιαπωνία, οι οποίες επιδίδονται σε έναν υπόγειο Ψυχρό Πόλεμο.
Παρά την εναλλακτική πλοκή, ο Φίλιπ Ντικ δεν καταφέρνει να ξεφύγει από την κυρίαρχη αμερικανική αφήγηση της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία ο καθοριστικός παράγοντας για τη νίκη των συμμάχων στον πόλεμο ήταν οι ΗΠΑ και όχι η ΕΣΣΔ. Κυρίως όμως αναπαράγει την άποψη ότι ο φασισμός στις ΗΠΑ θα μπορούσε ίσως να επιβληθεί από το εξωτερικό αλλά δεν μπορεί να αναπτυχθεί στο εσωτερικό. Τα περσινά επεισόδια στο Καπιτώλιο, που χαρακτηρίζονται από αρκετούς σαν αποτυχημένο πραξικόπημα, ήρθαν να ξυπνήσουν την Αμερική από αυτή τη «βεβαιότητα». Τα σημάδια, όμως, βρίσκονταν μπροστά τους από το 1933, όταν μια ομάδα χρηματιστών και τραπεζιτών φέρεται να σχεδίασε την ανατροπή του προέδρου Ρούσβελτ.
«Γιατί γνωρίζουμε τόσο λίγα για την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Ρούσβελτ;» αναρωτιόταν προ ημερών από τις σελίδες του Guardian η Σάλι Ντέντον, συγγραφέας του βιβλίου «The Plots Against the President» («Οι σκευωρίες εναντίον του προέδρου»). Η απάντηση που δίνουν σήμερα αρκετοί ιστορικοί είναι ότι το περιστατικό «θάφτηκε» από τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα της εποχής, ενώ αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων, αν και επιβεβαίωσε τα σχέδια πραξικοπήματος, διέγραψε τα ονόματα των επιχειρηματιών που λεγόταν πως κινούσαν τα νήματα. Οι φήμες μιλούσαν για χρηματιστές, όπως ο Τζ. Π. Μόργκαν Τζούνιορ, οι οποίοι αντιδρούσαν με το σχέδιο δημόσιων επενδύσεων (New Deal) του Ρούσβελτ αλλά και με τη διακοπή του κανόνα χρυσού, καθώς πίστευαν ότι θα οδηγούσε σε πληθωριστικές τάσεις που θα απειλούσαν τα κεφάλαιά τους.
Στην καρδιά των αποκαλύψεων βρέθηκε ο Αμερικανός υποστράτηγος Σμέντλι Μπάτλερ ο οποίος, αφού υπηρέτησε σε δεκάδες ιμπεριαλιστικές επιδρομές των ΗΠΑ, άρχισε να αποκαλύπτει τον ρόλο των μεγάλων επιχειρήσεων στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. «Επαιζα τον ρόλο του μπράβου των μεγαλοεπιχειρηματιών, της Γουόλ Στριτ και των Τραπεζιτών», έγραψε αργότερα ο Μπάτλερ εξηγώντας ότι βοήθησε «να καταστεί το Μεξικό ασφαλέστερο για τα αμερικανικά πετρελαϊκά συμφέροντα», να γίνουν η Κούβα και η Αϊτή «προσοδοφόρες για τα παιδιά της Νάσιοναλ Σίτι Μπανκ», να εκκαθαριστεί «η Νικαράγουα για χάρη του Διεθνούς Τραπεζικού Οίκου των Αδελφών Μπράουν», να καταντήσει η Ονδούρα «υποτελής των αμερικανικών εταιρειών εισαγωγής φρούτων» και να κάνει η Στάνταρντ Οϊλ τις μπίζνες της χωρίς αντίσταση στην Κίνα».
Το 1932 ο «επαναστάτης στρατηγός», όπως τον αποκαλούσαν, βρέθηκε στο πλευρό των βετεράνων στρατιωτών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που κατασκήνωσαν στην Ουάσινγκτον ζητώντας τα επιδόματα που τους είχε υποσχεθεί το κράτος. Τότε λέγεται πως τον προσέγγισαν εκπρόσωποι των χρηματιστών ζητώντας του να μετατρέψει τις ομάδες βετεράνων σε ένα είδος αμερικανικού Freikorps, όπως ακριβώς ο Χίτλερ είχε εκμεταλλευτεί την απόγνωση των Γερμανών στρατιωτών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για να δημιουργήσει τα δικά του τάγματα εφόδου. Ο Μπάτλερ, όμως, αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συνωμοσία και ενημέρωσε την ηγεσία του Λευκού Οίκου για τα σχέδια ανατροπής.
Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν σήμερα ότι το σχέδιο ενός φασιστικού πραξικοπήματος για την ανατροπή του Ρούσβελτ ήταν υπαρκτό, αν και διαφωνούν για το πόσο κοντά στην εκτέλεσή του θα μπορούσε να φτάσει. Για άλλη μια φορά, βέβαια, αρκετές από τις θεωρίες που διατυπώνονται αναπαράγουν μια απλουστευτική αφήγηση, σύμφωνα με την οποία ο Ρούσβελτ είχε «επαναστατήσει» απέναντι στην οικονομική ελίτ και κατάφερε να σώσει τη χώρα και τον κόσμο από τη Μεγάλη Υφεση χάρη στο γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων (μια ιστορία την οποία κάποιοι θέλουν να διηγηθούν σήμερα και για τον Μπάιντεν).
Η κυρίαρχη ερμηνεία της ιστορίας δεν διαφέρει και τόσο από το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ντικ, το οποίο συνδέει τη δολοφονία του Ρούσβελτ και την ακύρωση του New Deal με την επικράτηση των δυνάμεων του άξονα. Η συγκεκριμένη, κεϊνσιανή ανάγνωση της ιστορίας, βέβαια, παραλείπει να σημειώσει ότι το καπιταλιστικό σύστημα κατάφερε να ξεπεράσει την ύφεση κυρίως χάρη στη μαζική καταστροφή που έφερε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στις νέες ευκαιρίες «ανάπτυξης» που δημιουργήθηκαν με την ανοικοδόμηση της ισοπεδωμένης Ευρώπης.
Οπως κι αν ερμηνεύσουν όμως κάποιοι τις επιμέρους λεπτομέρειες από τα σχέδια πραξικοπήματος του 1933, δεν μπορούν να αγνοήσουν το βασικό τους δίδαγμα: ότι ο φασισμός θα μπορούσε να έχει επικρατήσει στο εσωτερικό των ΗΠΑ όχι με έξωθεν επιβολή αλλά με απόφαση ενός ισχυρού τμήματος της οικονομικής ελίτ, το οποίο θα χρησιμοποιούσε την οργή και την απελπισία ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού. Περίπου ό,τι είχε στο μυαλό του και ο Ντόναλντ Τραμπ πριν από έναν χρόνο. Μόνο που αυτός δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της τάξης του.
Άρης Χατζηστεφάνου
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών