Μια σύντομη ματιά στις τιμές των διαθέσιμων προς ενοικίαση ακινήτων είναι αρκετή, για να αρχίσει να αναρωτιέται κανείς σοβαρά σε ποιους αναφέρονται ιδιοκτήτες που ζητούν 850€ για διαμερίσματα των 50τμ αλλά και όσοι θεωρούν πως η τιμή των 350€ καθιστά ένα ισόγειο των 27τμ «ιδανικό για φοιτητές».
Το τελευταίο διάστημα, η κατακόρυφη αύξηση των ενοικίων αλλά και των τιμών αγοράς ακινήτων έχουν γίνει αντικείμενο σειράς δημοσιευμάτων στον τύπο και απασχολούν πλατιά κομμάτια της κοινωνίας.
Ερήμην κρατικού φορέα παρακολούθησης και ρύθμισης της αγοράς ακινήτων, τα διαθέσιμα στοιχεία για την πορεία των τιμών όσο και η ερμηνεία τους προέρχονται από κτηματομεσιτικά γραφεία και πλατφόρμες αναζήτησης που συνεργάζονται με επαγγελματίες της εν λόγω αγοράς, οι οποίες αναφέρονται απλουστευμένα στην σχέση προσφοράς και ζήτησης. Η πραγματικότητα είναι πολλαπλώς πιο σύνθετη. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την συνεχώς εντεινόμενη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια αριθμητικά λίγων και με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Αλλαγή ιδιοκτησίας
Η αξιοποίηση της κατοικίας ως πεδίο επένδυσης και κερδοφορίας από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και funds έχει αλλάξει ριζικά τη ζωή στις πόλεις. Σύμφωνα με δεδομένα της Real Capital Analytics, οι συνολικές επενδύσεις σε ακίνητα κατοικιών στην Ευρώπη κατά το διάστημα 2009 – 2020 σημείωσαν αύξηση άνω του 700%, δηλαδή διογκώθηκαν από 7,9 δισεκατομμύρια ευρώ σε 66,9 δισεκατομμύρια ευρώ. Η προσαρμογή της χώρας μας, στα νεοφιλελεύθερα πρότυπα συγκέντρωσης τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτων στα χέρια μεγάλων παικτών του ιδιωτικού τομέα, επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί μέσω των μνημονίων. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, όπου το δημόσιο χρέος αξιοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης για να επιβληθεί το άνοιγμα περαιτέρω πεδίων κερδοφορίας σε ιδιωτικούς κολοσσούς, η χρηματιστικοποίηση της κατοικίας στη χώρα μας δεν προχώρησε με την ίδια ταχύτητα, όπως δείχνουν οι σχετικές μελέτες.
Από τις αρχές της δεκαετίες του 1990 έως σήμερα, το ποσοστό του πληθυσμού με ιδιόκτητη κατοικία αν και παρουσιάζει πτωτική τάση, εξακολουθεί να υπερβαίνει το 70%.
Στην περίπτωση της Αθήνας τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν σημαντικά μικρότερα, με τον πληθυσμό που ενοικιάζει κατοικία να είναι περίπου διπλάσιος από τον μέσο όρο πανελλαδικά. Διαχρονικά, στη χώρα μας οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που διατίθενται προς ενοικίαση, ως επί το πλείστον ανήκουν στην ίδια εισοδηματική κατηγορία με τους ενοικιαστές τους. Η δυνατότητα απόκτηση και οικονομική εκμετάλλευση μικρής ακίνητης περιουσίας, παρείχε σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα τη δυνατότητα να διατηρήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και να καλύπτουν τις ανάγκες τους, με ιδίους πόρους, παρά την ηχηρή απουσία συνεκτικών και αποτελεσματικών δομών κοινωνικού κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο, μέχρι στιγμής η ενοικίαση ενός ακινήτου αποτελεί πηγή ενίσχυσης του οικογενειακού εισοδήματος, όχι πολλαπλασιασμού κέρδους επί του επενδυμένου κεφαλαίου.
Κατά την τελευταία διετία αξιοσημείωτα μεγάλος αριθμός ακινήτων έχει βγει σε πλειστηριασμό λόγω ανεξόφλητων οφειλών και προσφέρεται για απόκτηση από τους μεγαλοεπενδυτές της αγοράς ακινήτων. Η έναρξη λειτουργίας του «Φορέα Aπόκτησης και Eπαναμίσθωσης Aκινήτων» και η οριστική κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, όπως θεσπίστηκαν στο νέο πτωχευτικό κώδικα, αναμένεται να επισπεύσουν σημαντικά την χρηματιστικοποίηση της αγοράς ακινήτων.
Βραχυχρόνια μίσθωση και τιμές ενοικίου
Αισθητές σε όσους αναζητούν κατοικία προς ενοικίαση στα αστικά κέντρα της χώρας, είναι η επέκταση του φαινομένου Airbnb. Η κατανομή των προς βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων στην επικράτεια της χώρας, είναι ανομοιόμορφη. Στην περιφέρεια Αττικής το 2010 καταχωρημένα για βραχυχρόνια μίσθωση στην πλατφόρμα Airbnb ήταν 54 ακίνητα, ενώ μόλις οκτώ χρόνια αργότερα ο αριθμός είχε εκτοξευθεί στα 30.184 ακίνητα. Στο Δήμο Αθηναίων ο αριθμός αυξήθηκε από 9500 ακίνητα τον Αύγουστο του 2018 σε 11.000 το Νοέμβριο 2021.
Δεδομένου ότι το εισόδημα που αποκτάται από την βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων αντιμετωπίζεται από το νομοθέτη ως εισόδημα ίδιο με αυτό που αποκτάται από την μακροχρόνια μίσθωση του ακινήτου, είναι εμφανές ότι για τους (μικρο-) ιδιοκτήτες δεν υπάρχουν επαρκείς κίνητρα να διαθέσουν το ακίνητό τους προς μακροχρόνια μίσθωση. Η αύξηση του αριθμού ακινήτων που διατίθενται προς βραχυχρόνια μίσθωση, συνεπάγεται τη μείωση του οικιστικού αποθέματος που διατίθεται προς μακροχρόνια μίσθωση, ενώ η ανάγκη των μόνιμων κατοίκων για διαμερίσματα που δύναται να ενοικιάσουν σε μακροχρόνια βάση, παραμένει σταθερή ή αυξάνεται. Με αποτέλεσμα την εντεινόμενη συρρίκνωση της δυνατότητας σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες.
Άδειες διαμονής και Golden Visa
Κατά την τελευταία, προ δεκαετίας απογραφή, περίπου το 9% του πληθυσμού της χώρας ήταν μετανάστριες και μετανάστες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων διαμένει στη περιφέρεια Αττικής και στο Δήμο Αθηναίων. Tα στοιχεία του 2011 δείχνουν ότι σχεδόν 14% των νοικοκυριών στην Αθήνα αντιμετωπίζει συνθήκες οικιακού συνωστισμού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μεταναστριών και μεταναστών που διαβιούν υπό αυτές τις συνθήκες είναι πολλαπλά μεγαλύτερο, καθώς ανέρχεται στο 45%.
Τη στιγμή που σημαντικά τμήματα του μόνιμου μεταναστευτικού πληθυσμού της χώρας βρίσκονται αντιμέτωπα με τα πολλαπλά πρόσωπα του ρατσισμού, της επισφάλειας και την απροθυμία της ελληνικής πολιτείας για την ισότιμη ένταξή του, το πρόγραμμα για την «μόνιμη άδεια διαμονής επενδυτή» δίνει σε υπηκόους τρίτων χωρών τη δυνατότητα απόκτησης πενταετούς άδειας διαμονής και ανανέωσης αυτής, καθώς και ελεύθερης μετακίνησης εντός της ΕΕ και της ζώνης Σένγκεν, εφόσον αποκτήσουν ακίνητη περιουσία συνολικού ύψους τουλάχιστον 250.000€. Το 202ο χορηγήθηκαν συνολικά 8575 άδειες διαμονής σε αγοραστές-επενδυτές ακινήτων, ενώ κατά το τρέχον έτος 9332, η συντριπτική πλειοψηφία αφορούσε Κινέζους υπηκόους.. Η απόκτηση της «Golden Visa» δεν προϋποθέτει ελάχιστο χρόνο διαμονής στη χώρα, ενώ δίνει στους κατόχους της τη δυνατότητα εκμίσθωσης της ακίνητης περιουσίας που διαθέτουν στη χώρα μας. Συχνά οι ιδιοκτήτες των «χρυσών ακινήτων» τα διαθέτουν για βραχυχρόνια μίσθωση, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου για μακροχρόνια μίσθωση αποθέματος κατοικιών.
Στεγαστική κρίση
Ήδη πριν την επέλαση της πανδημικής κρίσης τα ποσοστά των νοικοκυριών με δυσκολίες ανταπόκρισης στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών έδειχναν, ότι η δυνατότητα κάλυψης του στεγαστικού κόστους, τείνει να εξελιχθεί σε προνόμιο των οικονομικά εύπορων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2018 , το 83,1% όσων ζουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία δαπανούν περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για τα έξοδα στέγης. Ως εκ τούτου, η χώρα μας κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, όπου ο μέσος όρος ενοικιαστών που επιβαρύνονται υπερβολικά από το στεγαστικό κόστος ανήλθε το 2018 σε 26,4%.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, με έτος αναφοράς το 2019 δείχνουν, ότι το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 17,1%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 39,1% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 12,4%. Αξίζει να σημειωθεί πως ως φτωχοί ορίζονται όσοι έχουν εισόδημα μικρότερο από ή ίσο με το κατώφλι της φτώχειας, το οποίο σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, ανέρχεται στο ποσό των 5.266 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό.
Ενώ ως μη-φτωχός πληθυσμός, ορίζονται απλά όσοι διαθέτουν εισόδημα μεγαλύτερο από το ιλιγγιώδες ποσό των 5.266€ ετησίως, δηλαδή 438,83 € το μήνα.
Στεγαστική πολιτική
Η στεγαστική κρίση είναι ήδη εδώ και χτυπάει δυνατά την πόρτα ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η κυβέρνηση δια στόματος του υπουργού επικρατείας έχει μιλήσει για τη δημιουργία κοινωνικών κατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα σχεδιάζει να διαθέσει έως και 10.000 ακίνητα σε νέα ζευγάρια εντός του 2022. Η χώρα μας ωστόσο αξιοποιεί μόλις 1,3 εκ Ευρώ από τα διαθέσιμα κονδύλια του ταμείου ανάκαμψης για την οικονομικά προσιτή κατοικία τη στιγμή που τουλάχιστον δέκα άλλες χώρες μέλη της ΕΕ δαπανούν 5 δις εκατομμύρια για την χρηματοδότηση στεγαστικής πολιτικής από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους.
Το ζήτημα της κατοικίας δεν είναι ένα ακόμα από τα πολλά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Είναι χώρος συμπύκνωσης των ανισοτήτων που διαπερνούν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμού στον 21 αιώνα αλλά και απομεινάρι ενός συγκεκριμένου μοντέλου οικοδόμησης κοινωνικής συνοχής.
Για την άμεση αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, απαιτείται η θέσπιση φορολογικών κινήτρων για όσους διαθέτουν το ακίνητό τους μακροχρόνια μίσθωση. Χρειάζεται η θεσμοθέτηση μεροληπτικών προς την μικρή ιδιοκτησία μέτρων περιορισμού του Airbnb και η αυστηροποίηση του πλαισίου χορήγησης Golden Visa, πάντα με σκοπό την αύξηση του διαθέσιμου προς μακροχρόνια μίσθωση οικιστικού αποθέματος. Και είναι επιτακτική ανάγκη να βρεθούν μέτρα για να αποτραπεί η μεταφορά τίτλων ιδιοκτησίας από μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα σε μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους, πριν αρχίσουν οι φιέστες καλωσορίσματος σωτήρων επενδυτών.
Για να αποτραπεί η ολοκλήρωση της νεοφιλελεύθερης αναδιοργάνωσης του τομέα της κατοικίας, απαιτείται η συγκρότηση ενός ταξικά μεροληπτικού, πολυεπίπεδου σχεδίου ανάδειξης της στέγης σε βασικό πυλώνα ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους.
Οι πολιτικοί εγγυητές της νεοφιλελεύθερης επαγγελίας κάθονται σήμερα στα έδρανα της κυβέρνησης. Όποια πολιτική δύναμη επιθυμεί να εκφράσει και οργανώσει τις πληττόμενες κοινωνικές τάξεις σε δύναμη πολιτικής διεκδίκησης, οφείλει να αντιληφθεί την οξύτητα της στεγαστικής κρίσης. Να εκπονήσει ένα πρωτοπόρο και κοινωνικά γειωμένο σχέδιο στεγαστικής πολιτικής. Να μιλήσει για τη δίκαιη οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας ως ρεαλιστικό ριζοσπαστικό σχέδιο στο σήμερα.
Η Χάρις Τριανταφυλλίδου είναι Πολιτική Επιστήμονας, Μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στην Α’ Αθήνας
Πηγή: Το Κουτί της Πανδώρας