Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας το βιβλίο του Γάλλου φιλοσόφου Serge Audier «Για μια πολιτική οικολογία» (μετάφραση: Αγγελος Μουταφίδης, Πόλις 2021). Η ακόλουθη συνέντευξη του Σερζ Οντιέ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Libération».
● Γράφετε ότι, μπροστά στην οικολογική κρίση, η Αριστερά οφείλει να κάνει την αυτοκριτική της. Γιατί υπογραμμίζετε την ευθύνη της Αριστεράς;
Υπογραμμίζω επίσης την ευθύνη των νεοφιλελεύθερων και των νεοσυντηρητικών. Και περισσότερο από «Ανθρωπόκαινο», προτιμώ να μιλώ για «Καπιταλόκαινο» εποχή. Αυτό όμως δεν πρέπει να εμποδίζει την αυτοκριτική. Η Αριστερά, ακόμα και η αντικαπιταλιστική, φέρει το δικό της μερίδιο ιστορικής ευθύνης για τη σύγχρονη οικολογική κρίση. Δεν το λέω αυτό για να απαξιώσω την πολιτική οικογένεια στην οποία ανήκω, ούτε για να εκθειάσω μιαν ιδεολογία του τύπου «ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά», λαϊκιστική ή αντιδραστική, η οποία αποστρέφεται την πρόοδο, τον Διαφωτισμό και τον οικουμενισμό. Θεωρώ αντίθετα ότι τα ιδεώδη της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης πρέπει να συνενωθούν με την οικολογία. Μια κρυφή «προ-οικολογική» παράδοση υπήρξε εξάλλου στην Αριστερά μετά τον Ζαν-Ζακ Ρουσό, αλλά και στον Φουριέ, τον Ουίλιαμ Μόρις ή τον Μισλέ και ακόμα περισσότερο στους αναρχικούς. Αυτοί οι ελευθεριακοί, αυτοί οι σοσιαλιστές, ακόμα και αυτοί οι ρεπουμπλικανοί είχαν κατανοήσει, ήδη από τον 19ο αιώνα, ότι υπήρχε ένα κοινωνικό, φυσικό και αισθητικό αδιέξοδο στον βιομηχανισμό. Καθένας τους με τον δικό του τρόπο, άνοιγαν τον ορίζοντα μιας άλλης κοινωνίας, η οποία θα υπερβαίνει την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο αλλά και πάνω στη φύση. Αυτό το νεφέλωμα παρέμεινε ωστόσο περιθωριακό.
● Σε αντίθεση με τον σενσιμονισμό που άσκησε πελώρια επίδραση…
Αυτό το ρεύμα, εξυμνώντας τον «βιομηχανισμό», υπήρξε η ιδεολογική μήτρα του αριστερού παραγωγισμού, ο οποίος εκθειάζει την ηγεμονία των «παραγωγών» και την απεριόριστη αύξηση της παραγωγής. Για τον κόμη Σεν-Σιμόν (1760-1825) και τους σενσιμονιστές οπαδούς του, η νέα εποχή είναι η εποχή των επιστημόνων και των βιομηχάνων. Η καθοδήγηση των κοινωνιών πρέπει να δοθεί σε αυτή την ελίτ, προς όφελος όλων. Η επιταγή τους είναι η τεχνολογική εκμετάλλευση του πλανήτη, για την ειρήνη και την κοινωνική πρόοδο.
● Γιατί αυτή η τύφλωση της Αριστεράς μπροστά στην οικολογική καταστροφή συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα;
Η μαρξιστική ιδεολογία και ένας ορισμένος ρεπουμπλικανισμός ακολούθησαν τις κυρίαρχες τάσεις του βιομηχανισμού. Μια θέση είναι ωστόσο σήμερα του συρμού στα αντικαπιταλιστικά περιβάλλοντα: ο Μαρξ υποτίθεται ότι ήταν ένας πολύ μεγάλος οικολόγος στοχαστής. Στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου» γνώριζε τις ζημιές που προκαλεί η βιομηχανική γεωργία και η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο υλοποιούσε γι’ αυτόν τη ρήξη του μεταβολισμού που συνδέει τον άνθρωπο με τη φύση. Είχε τη διαίσθηση της «Καπιταλοκαίνου» εποχής: ο καπιταλισμός θυσιάζει τα πάντα, ακόμα και τη φύση, στην κοντόφθαλμη λογική του κέρδους και του εμπορεύματος. Το να βλέπουμε όμως στον Μαρξ έναν ιδιοφυή οικολόγο ισοδυναμεί με το να υπερτονίζουμε την πρωτοτυπία του σε αυτό το θέμα και κυρίως με το να αποκρύπτουμε τη μαρξιστική παρακαταθήκη του, που είναι ελάχιστα οικολογική. Μια από τις κύριες συμβολές του «επιστημονικού σοσιαλισμού» του Μαρξ και του Ενγκελς βασίζεται ουσιαστικά στην ιδέα ότι η έλευση του κομμουνισμού προϋποθέτει την πλήρη ανάπτυξη του καπιταλισμού και των αντιφάσεών του. Εξού και το παράδοξο εγκώμιο στην αστική τάξη ως αναγκαίο φορέα της «μεγάλης βιομηχανίας» και των «παραγωγικών δυνάμεων».
● Και η αρχική ευθύνη του ρεπουμπλικανισμού;
Τρεφόμενες από τον σενσιμονισμό και από τον θετικισμό του Ογκίστ Κοντ, ορισμένες από τις ρεπουμπλικανικές ελίτ πίστεψαν σε μια πρόοδο της ανθρωπότητας μέσα από διαδοχικά στάδια, το ανώτερο των οποίων θα ήταν η βιομηχανική εποχή. Συνέδεσαν τις πολιτικές προόδους (την καθολική ψήφο, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία…) με τις επιστημονικές και βιομηχανικές προόδους.
● Στην ιστορία της Αριστεράς υπάρχουν, ωστόσο, και «οικολογικές ρωγμές»…
Πνεύματα πιστά στα χειραφετικά ιδεώδη αντιλήφθηκαν τα αδιέξοδα του παραγωγισμού και εισηγήθηκαν έναν άλλο προσανατολισμό. Γιατί, για παράδειγμα, η Αριστερά ξέχασε τον Franz Schrader (1844-1924); Αυτός ο γνωστός γεωγράφος προειδοποιούσε ότι η ανθρωπότητα επρόκειτο να καταστρέψει τον πλανήτη, ότι έπρεπε οπωσδήποτε να διασώσουμε τα παρθένα δάση και ότι η βιομηχανική εποχή, εκτός του ότι δεν είναι αληθινά ορθολογική, θα οδηγούσε στην κλιματική καταστροφή. Αυτή την έγνοια για τη φύση την ξαναβρίσκουμε σε αναρχικούς, συχνά παθιασμένους με την επιστήμη, αλλά και, από τις αρχές του 20ού αιώνα, παρόντες στα κινήματα προστασίας του περιβάλλοντος στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Ρωσία ή στην Ελβετία.
● Αφηγείστε και ένα άγνωστο γεγονός: η Ρωσία του Λένιν θα μπορούσε να γίνει ένα υπόδειγμα οικολογίας!
Επί τσαρισμού, υπάρχει ήδη ένα ισχυρό δίκτυο οργανώσεων για την προστασία της φύσης. Οι πρωταγωνιστές του, συχνά φιλελεύθεροι και προοδευτικοί, βλέπουν στην επανάσταση την ευκαιρία να επιβάλουν οικολογικές μεταρρυθμίσεις. Καθώς οι μπολσεβίκοι θέλουν να εθνικοποιήσουν τη γη, Ρώσοι φυσιολάτρες, που γνωρίζουν τα δεινά της ατομικής ιδιοκτησίας, αρπάζουν την ευκαιρία: πείθουν τον Λένιν να δημιουργήσει μια μεγάλη πολιτική εθνικών πάρκων, να στηρίξει μιαν επιστημονική οικολογία στα πανεπιστήμια κ.λπ. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος, η επιταγή της εκβιομηχάνισης και η υιοθέτηση των δογμάτων του τεϊλορισμού θα παρασύρουν τον Λένιν και τον Τρότσκι. Για να μη μιλήσουμε για τον ολοκληρωτισμό στα χρόνια του Στάλιν. Η οικολογία τότε συντρίφτηκε από μια παραληρηματική ιδεολογία της παντοδυναμίας του ανθρώπου πάνω στην κοινωνία και στη φύση.
● Γιατί ακόμα και οι σφαγές των δυο παγκόσμιων πολέμων δεν αφυπνίζουν τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς;
Γοητευμένα από τον παραγωγισμό, τα κινήματα της Αριστεράς αφήνουν συχνά την κριτική του βιομηχανισμού στους συντηρητικούς, δηλαδή στην Ακροδεξιά. Η μεταπολεμική περίοδος είναι μια νέα χαμένη ευκαιρία. Κι εδώ είναι άλλωστε πολύ εύκολο να κρίνουμε αναδρομικά: για πολλούς, ιδίως στην Αριστερά, μόνον η «ανάπτυξη» –που έγινε λέξη φετίχ– θα εμποδίσει την επανάληψη της οικονομικής κατάρρευσης της δεκαετίας του 1930 και την επιστροφή της απογοήτευσης των μαζών, που είχε τροφοδοτήσει τη βαρβαρότητα του ολοκληρωτισμού και τον κατακλυσμό του πολέμου.
● Μια αληθινή στροφή γίνεται, ωστόσο, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Γιατί;
Με την επιτάχυνση της ανάπτυξης εμφανίζονται και οι οικολογικές και πολιτισμικές ζημιές. Το αδιέξοδο του μοντέλου γίνεται φανερό ακόμα και στις υψηλές σφαίρες. Το μαρτυρούν η επιτυχία του βιβλίου του Αμερικανού Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ «Η κοινωνία της αφθονίας» και ακόμα περισσότερο η απήχηση της «Εκθεσης Meadows» της Λέσχης της Ρώμης για «τα όρια της ανάπτυξης». Η αμφισβήτηση έρχεται και από τα κάτω: οι φοιτητικές εξεγέρσεις εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ μέχρι τον Μάη του ’68 δεν είναι ρητά οικολογικές, αλλά η αντίθεσή τους στον αυταρχισμό, η κριτική τους στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα και στην «καταναλωτική κοινωνία» προετοιμάζουν το έδαφος. Μια σφαιρική κριτική του παραγωγικού συστήματος και των βλαβών που προξενεί στη φύση διαδίδεται τότε στην Αριστερά, κριτική που δεν συνοψίζεται πλέον στη διεκδίκηση της αναδιανομής των καρπών της ανάπτυξης. […]
Θανάσης Γιαλκέτσης
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών