Συνεντεύξεις

Ο Δημήτρης Παπαχρήστος νιώθει ακόμη χρεωμένος στους νεκρούς του Πολυτεχνείου

Κυριακή μεσημέρι κατεβαίνοντας την Καλλιδρομίου, στα αφτιά μου τρικλίζουν ερπύστριες τανκς, ενώ ριπές χαράζουν τον Νοέμβρη του ’73 σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά. Ο Δημήτρης Παπαχρήστου, κάθεται στο καφενείο στο τέλος του δρόμου. Γεμίζει τσίπουρο τα ποτήρια, χτυπάει το δικό του δύο φορές στο τραπέζι, το ίδιο κάνω κι εγώ. Τσουγκρίζουμε και γεμίζουμε ξανά. Η φωνή του Πολυτεχνείου, ο άνθρωπος που χάραξε για πάντα αυτές τις ημέρες, εμψυχώνοντας τον κόσμο που συνθλίβονταν στους δρόμους, φωνάζοντας: «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Ελληνικέ λαέ, απόψε, εδώ και λίγη ώρα η Χούντα, η δικτατορία έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο. Η σκιά του στρατιωτικού νόμου έπαψε πια να είναι σκιά, είδαμε τα τανκς να κυκλοφορούν στο κέντρο της Αθήνας», στέκεται απέναντι μου. Τον κοιτάζω, «Πες μου μια ιστορία» του λέω «Μια ιστορία από εκείνες που οι άνθρωποι πεθαίνουν για ελευθερία».
«Το Πολυτεχνείο, δεν ήταν ένα γεγονός το οποίο συνέβη αυθόρμητα, δεν στρίψαμε δηλαδή μια μέρα ξαφνικά στην Πατησίων και μπήκαμε μέσα. Η εξέγερση, ήταν μια εξέλιξη που είχε τουλάχιστον δύο χρόνια προϊστορία. Είχαμε πλέον ξεφύγει απ’ τα φοιτητικά αιτήματα κι απ’ τις σχολές, φωνάζαμε διαρκώς “Συμπαράσταση λαέ”, ξέραμε καλά πως μόνοι μας δεν θα μπορούσαμε να καταφέρουμε όλο αυτό. Από το ’69 και μετά, οι καθεστωτικοί είχαν επιδοθεί στο να πιάνουν οργανώσεις που μοίραζαν προκηρύξεις κι έβαζαν βόμβες, περνώντας τον κόσμο στρατοδικεία, βασανίζοντας και στέλνοντας τους στις εξορίες. Λυσσούσαν, νόμιζαν ότι με τα βασανιστήρια και τους εκβιασμούς θα κάναμε πίσω. Το μόνο που κατάφεραν, ήταν να αποκτήσουν φωτοστέφανο όσοι μαρτύρησαν στα χέρια τους. Δεν σταματούσαν και δεν σταματούσαμε, έκαναν τα πάντα για να μην υπάρχουμε. Δεν υπολόγισαν όμως οι ανόητοι τις παρέες που συγκροτούσαμε, τις φιλίες που κάναμε, τους έρωτες και πάνω απ’ όλα την ανάγκη μας για ελευθερία, μια ανάγκη που για εμάς ήταν κάτι πάνω κι από το ψωμί το ίδιο.
Έτσι λοιπόν, οι παρέες, δημιουργήσαμε κάτι που ούτε εμείς οι ίδιοι καταλαβαίναμε τι ακριβώς ήταν, ήμασταν ένα φοιτητικό κίνημα που δεν ξέραμε ακόμη ότι ήταν κίνημα. Θυμάμαι, συγκεντρωνόμασταν στον κήπο του Μουσείου, κι ο κόσμος που μας έβλεπε μας θεωρούσε τα τσογλάνια που τους έστειλαν οι γονείς τους να σπουδάσουν και εκείνα κάθονταν στον ήλιο και γκομένιζαν. Δεν κατανοούσαν και δεν κατανοούσαμε ότι εκεί κυοφορούνταν αυτό που θα έρχονταν, που θα οδηγούσε στην εξέγερση».
Στα Εξάρχεια επικρατεί απόλυτη ησυχία. Που και που ακούγονται τα πιρούνια που διασταυρώνονται στο δίπλα τραπέζι, ενώ ένα ποδήλατο προσπαθεί να ανέβει το πεζοδρόμιο. «Το ’72 ήταν μια πολλή σημαντική χρονιά, μιας και διεκδικούσαμε ανοιχτά πλέον εκλογές, ώστε να έχουμε εκλεγμένους εκπροσώπους στα Πανεπιστήμια. Πράγματι, εκείνον τον Νοέμβρη έγιναν εκλογές, κάτω βέβαθα από συνθήκες απόλυτης νοθείας και βίας. Από εκείνη τη στιγμή, δεν μας χώραγαν οι σχολές. Σκέψου ότι δεν θέλαμε να έρθουν οι γιορτές για να μην αφήσουμε τα αμφιθέατρα. Φοιτητές από το Πάντειο, την Ιατρική, την Εμπορική, απ’ όλες τις σχολές που δεν γνωριζόμασταν μεταξύ μας, ενώσαμε την επανάσταση που κουβάλαγε ο κάθε ένας και η κάθε μία από εμάς, μέσα μας.
Οι καταπιέσεις που βιώναμε ισοπέδωναν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ό,τι ακούγαμε, τραγουδούσαμε, διαβάζαμε ήταν για εκείνους παράνομο. Θυμάμαι εκείνη την περίοδο φέρανε το “Φράουλες και αίμα”, από μια κατάληψη στην Αμερική. Μας το κατέβασαν την επόμενη κιόλας ημέρα. Όλη αυτή η διαδικασία, μοιραία μας έκανε να διαισθανόμαστε ότι πρέπει να κάνουμε κάτι περισσότερο, απ’ αυτά που ήδη γίνονταν. Έπρεπε άμεσα να βρούμε έναν τρόπο για να βρεθούμε, μιας και παντού υπήρχαν ασφαλίτες, καθηγητές προσκυνημένοι στη χούντα και μια Πρυτανεία γεμάτη φασίστες. Ήμασταν διαρκώς κάτω απ’ τα μάτια τους. Έτσι, φτιάξαμε τοπικούς συλλόγους και κοινά γραφεία όπου γνωριστήκαμε φοιτητές και φοιτήτριες από διαφορετικές σχολές, στη σκιά πάντα των ασταμάτητων διώξεων.
Μπαίνοντας στο ’73, δώδεκα φοιτητές δημοσιεύσαμε μια μελέτη η οποία ονομάστηκε “Μελέτη των 12” και δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες τάχα για τα φοιτητικά μας αιτήματα, ήταν όμως ξεκάθαρα αιτήματα ενάντια στη δικτατορία. Με αφορμή τη μελέτη αυτή, πήγαν να μας διαγράψουν απ’ την Εμπορική, όμως δεν τόλμησαν, ο κόσμος βγήκε στους δρόμους.
Στις 12 Φλεβάρη, μαζευτήκαμε οι φοιτητές στο Πολυτεχνείο. Όταν η αστυνομία μπήκε, εμείς ήμασταν απ’ έξω. Συνέλαβαν έντεκα φοιτητές, εγώ τους ξέφυγα, πήγα όμως στο δικαστήριο. Θυμάμαι τους συμφοιτητές μου να στέκονται δίπλα μου για να μη με αρπάξουν. Πήγα στο δικαστήριο και σαν μάρτυρας και σαν κατηγορούμενος. Μπαίνοντας στην αίθουσα είδα τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Παπασπύρο, τον καθηγητή Θεοδόση που ήταν τότε στην Αρχιτεκτονική, τον Πρύτανη Ευτύχη Κοκκινόπουλο, και δύο-τρεις άλλους που ήρθαν υποτίθεται για συμπαράσταση και να μας υπερασπιστούν. Μπήκα μέσα κυνηγημένος, οι μπάτσοι άνοιγαν κάθε τόσο την πόρτα και μιας και δεν τολμούσαν να μπουν με τόσους πολιτικούς εκεί μέσα με απειλούσαν από εκεί.
Τότε, γυρίζει ο Κανελλόπουλος και με ρωτάει τι θέλουμε, αν το αίτημα μας είναι να πέσει η χούντα. Τον κοίταξα και του είπα: “Όχι. Αυτό που θέλουμε είναι να πέσει το σύστημα που φτιάχνει χούντες. Εσείς δεν ήσασταν ο τελευταίος Πρωθυπουργός που σας έπιασαν στο σπίτι με τις πιτζάμες; Πιστεύατε στ’ αλήθεια ότι οι κομμουνιστές θα παίρνανε της εξουσία με τα όπλα;”. Με κοίταξε, μου είπε πως έτσι του είπαν, ναι. Τότε του απάντησα ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι δεν έκανε για πρωθυπουργός.
Αναρωτιέμαι που βρίσκει το θάρρος ένα 22χρονο παιδί να πει σ’ έναν πρώην Πρωθυπουργό ότι ήταν ανάξιος για το αξίωμα του. «Δεν είχαμε άλλη επιλογή πλέον. Οι σταθμοί μετέδιδαν διαρκώς ότι δικάζουν τους φοιτητές, κόσμος πλημμύριζε την Πανεπιστημίου. Έγινε η δίκη και μας καταδίκασαν σε έντεκα μήνες φυλακή με αναστολή. Είχαν όμως ήδη αποφασίσει να μας κόψουν την αναβολή και να μας στρατεύσουν, για να αποδυναμωθεί το κίνημα, πράγμα που έγινε. Με τον νόμο 1347, έπιασαν καμία εκατοσταριά φοιτητές, για να αποκεφαλιστεί το φοιτητικό κίνημα. Εγώ, βρέθηκα στην Καλαμάτα, μετά στο Μεσολόγγι και έπειτα στην Ξάνθη όπου έμεινα εννιά μήνες. Άρχισα να γράφω αδιάκοπα, μου έκλειναν τα φώτα για να μη βλέπω, έστελναν χαφιέδες να βλέπουν τις σημειώσεις μου. Έφτιαξα το Ημερολόγιο της Ξάνθης που κυκλοφόρησε μετέπειτα με τίτλο «Ζούσε τη ζωή του σαν να τη θυμόταν».
Στις 9 Νοεμβρίου του ’73, η χούντα αφήνει τους φοιτητές που στράτευσε να γυρίσουν πίσω, με τον κόσμο να φωνάζει «Φέρτε τ’ αδέρφια μας πίσω». «Στις 13 Νοέμβρη γίνεται η κατάληψη και μπαίνουμε στο Πολυτεχνείο, μετατρέποντας το αυθόρμητο σε αυτοοργάνωση. Με γενικές συνελεύσεις και εκπροσώπους από κάθε σχολή, δημιουργήσαμε συντονιστική επιτροπή και στις συνελεύσεις αποφασίζαμε για ό,τι κι αν κάναμε. Σκέψου, 5.000 άτομα να τρώνε και να κοιμούνται μαζί, με τον κόσμο να μας κοιτάει απ’ έξω στην αρχή διερευνητικά, φέρνοντας μας στη συνέχεια τρόφιμα και χρήματα. Τότε συνέβη το ανέλπιστο. Εκεί, στο κέντρο της Αθήνας, μας έπνιξε μια αφόρητη μοναξιά. Έτσι προέκυψε η ιδέα του ραδιοφωνικού σταθμού, ήταν ο τρόπος να κάνει κρότο η μοναξιά μας.
Πράγματι, ο ραδιοφωνικός σταθμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο, έγινε η φωνή όλων των εξεγερμένων και γρήγορα ξέφυγε απ’ τα συνθήματα. Έβγαινα και μίλαγα για το ΝΑΤΟ, τον ιμπεριαλισμό, τον καπιταλισμό, έλεγα πως έξι χρόνια είναι πολλά δεν θα γίνουνε εφτά, ότι ήρθε η ώρα να μπει ένα τέλος στην ανοχή της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη χούντα. Δυστυχώς, δεν έχουν ακουστεί όλα αυτά που λέγαμε το μεσημέρι και το απόγευμα εκείνης της Παρασκευής, έχουν καταγραφεί μόνο οι τελευταίες ώρες. Ήμασταν πλέον ένα πολιτικό υποκείμενο με όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω μας. Το πιο βασικό σύνθημα ήταν αδιαμφισβήτητα το “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία” και το “Εργάτες, αγρότες, φοιτητές”. Ήταν σημαδιακά και κομβικά συνθήματα, γιατί είχαν ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο. Μπορείς όμως να μου πεις τι άλλαξε σήμερα; Ακόμη το σύνθημα που ακούγεται είναι “Το Πολυτεχνείο δεν τελείωσε το ’73, Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία”. Τηρουμένων των αναλογιών και τον αποστάσεων, σήμερα, μπορώ να πω ότι έχουμε “νομιμοποιημένη δικτατορία”, διότι έχουμε μια αντιπροσωπευτική, ολιγαρχική κοινοβουλευτική δημοκρατία που την έχουν φέρει στα μέτρα τους, χρησιμοποιώντας την σαν όπλο καθιστώντας μας συνενόχους και συνυπεύθυνους».
Τον ρωτάω πώς κατάφεραν να “ενωθούν” τόσες αντιθέσεις μέσα στο φοιτητικό κίνημα. «Τσακωνόμασταν, αλλά και πώς αλλιώς; Θυμάμαι το ΚΚΕ τότε φοβόταν ότι τους καπέλωσαν οι αριστεριστές. Δεν ήταν καμιά μεγάλη δύναμη, μη νομίζεις, ήμασταν όμως όλοι συνάδελφοι και φίλοι. Ήρθε τότε ο Λαφαζάνης και μου είπε να μπω στα αμφιθέατρα και να πω να αδειάσουμε το Πολυτεχνείο, με σκοπό μια μεγάλη μια διαδήλωση στο Σύνταγμα. Συγκεντρωθήκαμε στο Γκίνη και φυσικά δεν πέρασε κάτι τέτοιο».
Κάνουμε μικρές παύσεις, κοιτάμε το υγρό που χορεύει στα μάτια μας και τα θολώνει. «Η χούντα μας κατηγορούσε ότι κάναμε όργια μέσα στο Πολυτεχνείο, μας έλεγαν αναρχοκομμουνιστές και έδειχναν εσώρουχα και προφυλακτικά. Έλεγαν ότι κάναμε καταστροφές, ενώ εμείς το μόνο που κάναμε ήταν να προστατεύουμε τον χώρο. Εκεί μέσα νιώσαμε ότι γίναμε πολιτικά υποκείμενα και ότι μπορεί να πραγματωθεί η ουτοπία μας. Την Παρασκευή, πάνω από 70.000 κόσμος ήταν έξω από το Πολυτεχνείο.
Τα πράγματα έγιναν πολύ σοβαρά όταν άρχισαν να χάνονται ζωές. Οι περισσότεροι νεκροί και τραυματίες ήταν απ’ έξω. Γινόντουσαν μάχες. Έπρεπε να βγω στο ραδιόφωνο να ανακοινώσω τους νεκρούς και μαλώναμε αν πρέπει να το κάνω ή όχι, μη φοβηθεί ο κόσμος. Πιστεύαμε κι εμείς ότι οι σφαίρες ήταν πλαστικές, δεν χώραγε στο μυαλό μας ότι μας πυροβολούσαν στα αλήθεια, ότι πυροβολούσαν άοπλους. Φώναζα ξανά και ξανά απ’ τον σταθμό, πώς είναι δυνατόν να κοιμάστε όταν σκοτώνουν τα παιδιά σας; Την κοπέλα μου τότε, την πήραν από δίπλα μου με φορείο. Με ρωτάνε μέχρι και σήμερα, αν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο. Γαμώτο πια! Ο Κομνηνός ήταν 15 χρονών παιδί. Είμαι σίγουρος ότι αν δεν υπήρχε ο ανταποκριτής δημοσιογράφος να τραβήξει τη στιγμή που εισέβαλε το τανκ στο Πολυτεχνείο, τώρα θα έπρεπε να το αποδείξουμε κι αυτό.
Μη με ρωτάς αν φοβηθήκαμε. Υπάρχει περίπτωση να μη φοβηθείς; Νιώθαμε τον κίνδυνο και τον φόβο, όμως τον υπερβήκαμε γιατί τον μοιραστήκαμε.
Με θυμάμαι να κατεβαίνω τρέχοντας κάτω νομίζοντας πως έχουν μπει τα τανκς, όμως ήταν ακόμη απ’ έξω. Εκείνη την εικόνα μόνο η λογοτεχνία μπορεί να την εκφράσει και ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Βρέθηκα μπροστά στα δύο τανκς, με τα φώτα ριγμένα πάνω μας, σαν να μας έσκιζε το φως. Θέλαν να τρομοκρατηθούμε, να την κοπανήσουμε. Τα κάγκελα γεμάτα παιδιά, περισσότερα τα κορίτσια. Οι μπάτσοι αλυχτούσαν απ’ έξω και εκείνες εκεί, να φωνάζουν όλο και πιο δυνατά. Έπιασα κι εγώ τις φωνές, απευθυνόμουν στους φαντάρους, τους ρώταγα πώς είναι δυνατόν να σκοτώνουν τα αδέρφια τους; Δεν μίλαγα τυχαία, δεν ήταν φασίστες αυτά τα παιδιά, θα μπορούσαμε να ήμασταν στη θέση τους».
Ο Δημήτρης Παπαχρήστου, λίγο πριν σιγήσει το ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου, απήγγειλε τον εθνικό ύμνο, κάτι για το οποίο δέχτηκε κριτική μετέπειτα. «Δεν το μετάνιωσα κι ας προερχόταν η κριτική απ’ τους συντρόφους μου. Ο ύμνος αυτός βγήκε από 400 χρόνια σκλαβιάς, δεν είναι κανένας ιμπεράλε ύμνος. Στην Ξάνθη, έφαγα φυλακή γιατί είχα γράψει “το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγέμισε με άνθη” στο καπέλο μου. Τους είπα τότε ότι είναι στίχοι του Σολωμού και μου απάντησαν ότι κι αυτός τα ίδια σκατά με εμάς είναι».
Του ζητάω να μου πει μια ιστορία που έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη του, από εκείνες τις ημέρες. «Είχε κλείσει η φωνή μου, μετά από τρεις ημέρες ασταμάτητης μετάδοσης στο ραδιόφωνο και συνθήματα. Μια κοπέλα που μέχρι τότε δεν ήξερα, βάλθηκε να ψάχνει τρόπο να φτιάξει κάτι ζεστό για να μου δώσει, μιας και δεν υπήρχε τσάι ούτε φυσικά τίποτα σχετικό. Βρήκε λοιπόν κάτι φακές, τις έβρασε και μου έφερε το ζουμί. Όταν την είδα σκέφτηκα πως η φαντασία του καθενός εκεί μέσα και η αυτενέργεια, ήταν τελικά πολλή μεγάλη υπόθεση».
Τελευταίο ποτηράκι, για όλα εκείνα τα μηνύματα του Πολυτεχνείου που τα τελευταία πολλά χρόνια προσπαθούν συστηματικά να αμαυρώσουν. «Κανέναν μήνυμα του Πολυτεχνείου δεν συγκαλύφθηκε. Δεν μπορούν να το κάνουν, είναι πάνω απ’ αυτούς, πάνω απ’ όλους μας. Κανείς και καμία δεν μπορεί να το ακουμπήσει. Δεν προδίδεται το Πολυτεχνείο, γιατί δεν έχει ιδιοκτήτες. Είναι ένα κτίριο που κουβαλάει την ψυχή και τη ζωή όσων πέρασαν και θα περάσουν από αυτό, θα δείχνει πάντα τη συνέχεια του αγώνα. Δεν είναι μνημείο, είναι το σπίτι της μνήμης και η μνήμη είναι η ζώσα μας ύπαρξη, αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας, ας το πάρουν χαμπάρι. Τίποτα που υπήρξε αληθινά δεν μπορεί να χαθεί.
Η γενιά του Πολυτεχνείου, υπάρχει ηλικιακά μόνο. Στην Αθήνα εκείνον τον καιρό ήταν 70.000 φοιτητές και εκεί μέσα βρεθήκαμε 5.000. Δεν λέω ότι οι άλλοι ήταν εναντίον μας, όμως ήθελε τόλμη να κλειστείς εκεί μέσα χωρίς να ξέρεις αν θα ξαναβγείς.
Καλά κάνουν και επιτίθενται στα μηνύματα του Πολυτεχνείου, αυτή είναι η δουλειά τους. Μπορεί να απαντήσει όμως κάποιος απ’ όλους αυτούς, τι έχει αλλάξει σήμερα στην Παιδεία ή στην Υγεία, να απαντήσουν έστω αν έχουμε πραγματική Ελευθερία; Το παραμύθι που αναμασά η εξουσία, είναι ότι η γενιά του Πολυτεχνείου ξεπουλήθηκε. Πέντε-δέκα άνθρωποι ήμασταν όλοι κι όλοι εκεί δηλαδή; Με ρωτάς για τη Μαρία Δαμανάκη. Μέχρι το ‘74 μπορώ να πω μόνο καλές κουβέντες για όλες κι όλους, γιατί βάλαμε το κεφάλι μας στον ντορβά, πώς να το κάνουμε τώρα; Οι επιλογές που έγιναν μετά το ΄74 και μετά είναι προσωπική ευθύνη του καθένα και της κάθε μίας. Όταν όμως γίνεσαι δημόσιο πρόσωπο και κουβαλάς αυτή την ιστορία, το μόνο που καταφέρνεις είναι να κάνεις ζημιά και σ’ αυτό που έκανες. Μ’ αυτήν την έννοια, η δική μου επιλογή δεν ήταν μετά το Πολυτεχνείο, ήταν η πολιτική μου θέση απ’ την αρχή. Θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο και να χωράει κι άλλους κόσμους μέσα του. Δεν συμβιβαζόμασταν με τίποτα λιγότερο. Προσωπικά, οι νεκροί δεν με άφησαν να γίνω κάτι άλλο, νιώθω χρεωμένος σε εκείνους. Με παρακάλαγαν να γίνω υπουργός και βουλευτής, δεν με ενδιέφερε ποτέ.
Κάποτε μου είπε κάποιος πως ό,τι κάναμε εκείνη την εποχή ήταν μάταιο. Του είπα πως εγώ δεν είμαι χριστιανός ορθόδοξος και πως τα ματαιότης ματαιοτήτων είναι για εκείνους που θα πάνε στον άλλον κόσμο. Εγώ πιστεύω ότι είναι προτιμότερο να αγωνίζεται κανείς ακόμη και μάταια, παρά να ζει μάταια. Δεν υπάρχει για μένα απογοήτευση, γιατί όποιος αγωνίζεται δεν έχει καιρό να απογοητευτεί».
Τον ρωτάω αν πηγαίνει σήμερα στο Πολυτεχνείο και πώς νιώθει με την τόσο έντονη παρουσία της αστυνομίας σε κάθε επέτειο. «Αποφεύγω να πηγαίνω στο Πολυτεχνείο, είναι πολύ μεγάλη η φόρτιση για μένα. Μέχρι και σήμερα, όταν ακούω τη φωνή μου από εκείνες τις ημέρες, παθαίνω την πλάκα μου. Νομίζεις πως ξέραμε ότι γράφαμε ιστορία τότε; Αν με ρωτάς, προτιμώ να γυρνάω από εδώ κι από εκεί και να μιλάω γι’ αυτό. Μ’ αρέσει να πηγαίνω στα σχολεία αυτές τις μέρες. Τα παιδιά, Χρύσα, πρέπει να μάθουν πως ο κόσμος δεν αλλάζει μόνο με ποιηματάκια, πως ο κόσμος δεν αλλάζει χωρίς γροθιά κι αίμα. Επίσης, δεν θέλω να μας φαντασιώνονται σαν κάτι φοβερό και ανοίκειο. Με συγκινεί η νοσταλγία που νιώθουν για κάτι που δεν έζησαν. Αυτό είναι ελπίδα κι ο δρόμος προς τα μπροστά.
Κατεβάζουν κάθε χρόνο ολόκληρο στρατό στον δρόμο, πιάνουν και χτυπούν παιδιά, γιατί ξέρουν καλά, ότι το Πολυτεχνείο θα τους ξεπερνά πάντα, θα νικά την παθητικότητα, θα είναι πάντα εκείνα τα τελευταία λόγια που είπα τότε, πως ο αγώνας συνεχίζεται με τα όπλα που διαθέτει από εδώ και πέρα ο καθένας. Ήμασταν και παραμένουμε μειοψηφίες, ήμασταν και παραμένουμε το αλάτι της ζωής. Το Πολυτεχνείο δεν είναι η 17 Νοέμβρη, είναι η κάθε μέρα της ζωής μας, που ζούμε με αντίσταση».

Χρύσα Λύκου

Πηγή: popaganda