Το ημερολόγιο έδειχνε 15 Νοεμβρίου 2020. Η Αθήνα προετοιμαζόταν για την επέτειο του Πολυτεχνείου και η κυβέρνηση Μητσοτάκη –δια της ΕΛΑΣ– είχε απαγορεύσει, για τέσσερις ημέρες, τις δημόσιες συναθροίσεις άνω των τριών ατόμων σε όλη τη χώρα.
Ένα κείμενο του ΚΚΕ, που καλούσε την κυβέρνηση να ανακαλέσει την απόφαση και συνυπέγραφαν ΣΥΡΙΖΑ και ΜέΡΑ25 (το ΚΙΝΑΛ αρνήθηκε να συμπράξει), αποτέλεσε –όχι άδικα– την είδηση της ημέρας. Γιατί ήταν από τις ελάχιστες φορές που η κοινοβουλευτική Αριστερά συντονιζόταν σε κοινό κείμενο και ενιαία γραμμή στον δρόμο.
Η υπενθύμιση δεν γίνεται τυχαία. Αν η απαγόρευση του συναθροίζεσθαι και η ένταση του αυταρχισμού και της αστυνομοκρατίας, χτύπησε –ορθώς– ευαίσθητο νεύρο, η έξαρση της πανδημίας και η τρομακτική –με την κυριολεκτική έννοια του όρου– αντιμετώπισή της από την κυβέρνηση της ΝΔ, απαιτεί παρόμοια ανακλαστικά.
Εξηγούμαστε: είναι γεγονός πως καθημερινά, κάθε που πλησιάζει η ώρα να ανακοινωθούν τα στοιχεία της πανδημίας –κρούσματα, νεκροί, διασωληνώσεις– νιώθουμε όλοι το ίδιο σφίξιμο. Οι αριθμοί της φρίκης στήνουν μπροστά μας έναν τραγικό χορό με άγνωστη διάρκεια και ανυπολόγιστες συνέπειες. Το τέταρτο κύμα της πανδημίας έχει ενσκήψει σαρωτικό, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι, το εξαντλημένο ΕΣΥ πραγματικότητα, το καθηλωμένο εμβολιαστικό πρόγραμμα επίσης. Και μπορεί σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του, συνεπικουρούμενοι από την πλειονότητα των ΜΜΕ, να επιχειρούν να πείσουν πως «η πανδημία δεν έχει ξεφύγει» (συνέντευξη Mega, 3/11/21), έρχεται ωστόσο η πραγματικότητα να τους διαψεύσει πανηγυρικά. Σύμφωνα με το Reuters, η Ελλάδα, την περασμένη Κυριακή, ήταν πρώτη στην Ευρώπη σε αύξηση κρουσμάτων. Και μέσα από μια σειρά στοιχείων καταδεικνύεται πως μαζί με την Ρωσία και την Ουκρανία, χώρες με πληθυσμό ασύγκριτα μεγαλύτερο από τον δικό μας, συγκαταλέγεται στις χώρες που από την αρχή της πανδημίας, δύο χρόνια πριν, έχουν ρεκόρ αναφερόμενων κρουσμάτων.
Ήταν η εξέλιξη αυτή νομοτελειακή; Σαφώς και όχι. Από το ξέσπασμα του πρώτου κύματος, η κυβέρνηση της ΝΔ είχε –με την αμέριστη στήριξη αντιπολίτευσης και πολιτών– όλο τον απαιτούμενο χρόνο να πάρει τα απαραίτητα μέτρα θωράκισης του δημόσιου συστήματος υγείας, να μεριμνήσει για τα σχολεία, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τους χώρους δουλειάς. Να κάνει όλες τις απαραίτητες κινήσεις που θα δημιουργούσαν συνθήκες καλύτερης αντιμετώπισης της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης. Αντ’ αυτού, εγκλωβισμένη στις σκληρές, νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της και έχοντας ως πρώτο μέλημα την επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος και την προβολή ενός ανύπαρκτου success story, έδειξε ακριβώς πόσο «αλλεργική» είναι απέναντι στο δημόσιο σύστημα υγείας και στο ισχυρό κοινωνικό κράτος.
Με άλλα λόγια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε θέλει, ούτε μπορεί. Και όχι μόνο αυτό: ενώ ομνύει στον ορθό λόγο και στον σεβασμό στην επιστήμη, έρχεται η δήλωση του Μάκη Βορίδη να «τινάξει» το αφήγημα στον αέρα: «ακόμη κι αν η επιτροπή των ειδικών εισηγούνταν γενικό λοκντάουν, η κυβέρνηση θα πει όχι», τόνισε, δίνοντας άλλο ένα –επίσημο πια– πάτημα να αμφισβητηθεί η, ούτως ή άλλως τρωθείσα, αξιοπιστία των εμπειρογνωμόνων. Συμπαρασύροντας, όμως, έτσι την επιστημονικότητα στο σύνολό της, με όλους τους κινδύνους που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, έκανε τις επιλογές της, αρνούμενη οποιαδήποτε πρόταση συνεννόησης και χρησιμοποιώντας την πανδημία ως πρόσχημα για την ανελαστική εφαρμογή των πολιτικών της. Απέναντι σε αυτές τις επιλογές απαιτείται μια συντονισμένη αντίδραση, ένα αρραγές μέτωπο σύσσωμου του δημοκρατικού κόσμου, προκειμένου να σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται. Είναι τέτοιο το μέγεθος και η ταχύτητα της κρίσης, παρούσας και επερχόμενης, που η αναζήτηση των αιτίων και οι παρελθοντικές συζητήσεις για το πώς φτάσαμε ως εδώ, δεν αρκούν. Αυτό που προέχει είναι η ανατροπή των δεδομένων. Ένα πλάνο κοινής δράσης με την εμπλοκή όλων: πολιτικών δυνάμεων, πολιτών, τοπικής αυτοδιοίκησης, συνδικαλιστικών οργανώσεων. Που θα πιέσουν επίμονα, συστηματικά, ασφυκτικά την κυβέρνηση και θα την αναγκάσουν σε αλλαγή ρότας.
Έχει σημασία οι αριστερές, κομμουνιστικές, δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους και με συγκεκριμένες προτάσεις να δημιουργήσουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο πίεσης γύρω από την κυβέρνηση. Το αίτημα, για παράδειγμα, ανακατανομής πόρων στο δημόσιο σύστημα υγείας –πού ακούστηκε, σε καιρό πανδημίας, να προβλέπονται στον προϋπολογισμό του 2022 900 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα για την υγεία, αλλά και να απασχολούνται περίπου 2.500 λιγότεροι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ απ’ ό,τι στην αρχή της πανδημίας– ή τα άμεσα μέτρα αποσυμφόρησης εκεί όπου συνωστίζονται μεγάλες ομάδες πληθυσμού, οφείλουν να είναι επιτακτικά αιτήματα που θα τίθενται όχι μεμονωμένα, αλλά από κοινού. Το ίδιο και η έμφαση στην εμβολιαστική καμπάνια.
Έγραφε ο Χ. Γεωργούλας στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής» πως «αν η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει, όπως φαίνεται, την ευθύνη για την αποτροπή της ανεξέλεγκτης εξέλιξης του τέταρτου κύματος, η δημοκρατική αντιπολίτευση έχει χρέος να την υποκαταστήσει και να κινητοποιήσει τη συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης και αλληλεγγύης». Και είναι αλήθεια πως, σε επίπεδο εξαγγελιών τουλάχιστον, το χρέος αυτό η δημοκρατική αντιπολίτευση φαίνεται έτοιμη να το αναλάβει. Το έχει καταστήσει σαφές ο ΣΥΡΙΖΑ –τόσο με τις κατατεθειμένες προτάσεις του, όσο και με τις δηλώσεις του προέδρου του: «δεν είναι η ώρα του πολιτικού ανταγωνισμού, αλλά η ώρα της ευθύνης», τονίζει σε κάθε ευκαιρία. Το καθιστά σαφές το ΚΚΕ –ήταν ενδεικτικό το πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη στις 9/11: «κάλεσμα αγωνιστικής συμπόρευσης για την υγεία και τη ζωή του λαού». Το επισημαίνει χωρίς ενδοιασμούς το ΜέΡΑ25. Συνηγορεί η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Απομένει να (ξανα)κάνουν το κοινό βήμα και να δημιουργήσουν εκείνη τη δυναμική που θα ενεργοποιήσει τις αναγκαίες κοινωνικές δυνάμεις. Ας δώσουν το σήμα πως απέναντι στην ανάλγητη Δεξιά, η Αριστερά αναλαμβάνει την ευθύνη. Πώς το λέει το διαχρονικό σύνθημα; «Ο λαός θα σώσει τον λαό»…
Αννέτα Καββαδία