Από χώρες σαν τη Γερμανία, οι φίλοι του πολιτικού σασπένς στην Ευρώπη δεν έχουν να περιμένουν πολλά, όπως έδειξαν και οι τελευταίες γερμανικές εκλογές. Όμως μπορούν να αποζημιωθούν με το παραπάνω παρακολουθώντας την πορεία προς τις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας σε έξι μήνες. Το πλέον πολιτικό των ευρωπαϊκών εθνών βαδίζει σε μία αναμέτρηση που περιβάλλεται από κάθε είδους αβεβαιότητες. Με μόνη βεβαιότητα ότι το κέντρο βάρους του προεκλογικού αγώνα θα μετατοπισθεί αποφασιστικά προς τα δεξιά.
Το γνωρίζει αυτό καλά και ο νυν πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ο οποίος, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, όρισε επικεφαλής της καμπάνιας του (ατύπως, εφόσον η νέα υποψηφιότητα δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί) τον 35χρονο Σεμπαστιάν Λεκορνύ, άλλοτε παιδί-θαύμα της δεξιάς κυβέρνησης του Νικολά Σαρκοζί. Οι καιροί που ο Μακρόν εγκαινίαζε την πορεία του προς την εξουσία στηριγμένος σε στελέχη των Σοσιαλιστών μοιάζουν μακρινοί.
“Επαγγελματίας προβοκάτορας”
Οι δημοσκόποι βρίσκονται ήδη σε φρενίτιδα. Όμως τα δεδομένα τους μοιάζουν με μαγική εικόνα, εφόσον δεν έχει επιλεγεί ο επίσημος υποψήφιος της κεντροδεξιάς, ενώ την ίδια στιγμή περιλαμβάνεται στις έρευνες, με αποτελέσματα ανατρεπτικά, ένα πρόσωπο που δεν έχει πολιτευθεί ποτέ και είναι άγνωστο τι θα πράξει: ο πολυσυζητημένος Ερίκ Ζεμούρ.
Πρόκειται για έναν “επαγγελματία προβοκάτορα”, όπως έχει αποκληθεί, ο οποίος είναι ευρύτατα γνωστός στο γαλλικό κοινό, λόγω της δημοσιογραφικής του εργασίας και των συχνών εμφανίσεών του στα τηλεοπτικά πάνελ, όπου καλείται ακριβώς για να εκφράσει αμφιλεγόμενες απόψεις, που συχνά καταλήγουν σε δικαστικές περιπέτειες.
Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ακομπλεξάριστα ως “αντιδραστικός”. Ο αγγλοσαξονικός κόσμος αναγνωρίζει στο πρόσωπό του έναν “Γάλλο Ντόναλντ Τραμπ” – αναλογία που στηρίζεται στο ότι πρόκειται για έναν outsider της πολιτικής με αδυναμία στην παραβίαση των κανόνων της “πολιτικής ορθότητας”.
Γεννημένος πριν από 63 χρόνια σε εβραϊκή οικογένεια γαλλικής υπηκοότητας στην τότε αποικιοκρατούμενη Αλγερία, ο Ζεμούρ συνέδεσε τη δημοσιογραφική του καριέρα με την εφημερίδα “Le Figaro” και κατέστη διαβόητος σε μια πρώτη φάση για τις αντιφεμινιστικές του θέσεις, διεκτραγωδώντας την “εκθήλυνση” των σημερινών ανδρών. Κατόπιν λάνσαρε τη θεωρία της “Μεγάλης Αντικατάστασης”, ήτοι της σταδιακής μετατροπής των λευκών Γάλλων (και γενικότερα Ευρωπαίων) σε μειοψηφία στην ίδια τους την πατρίδα, μέσω της διαρκούς εισροής μεταναστών.
Ανατροπή στην ανατροπή
Η εκτόξευση του Ζεμούρ στο προεκλογικό προσκήνιο προφανώς εξυπηρετούσε τη σκοπιμότητα να “κοντύνει” την αρχηγό του Εθνικού Συναγερμού Μαρίν Λεπέν, ώστε αυτή να μην περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών με τον αέρα της πρωτιάς στον πρώτο γύρο. Όμως τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Οι δημοσκοπικές επιδόσεις του Ζεμούρ γίνονται όλο και πιο ισχυρές, με εισροές από όλο το πολιτικό φάσμα, και το πλήγμα στη Λεπέν όλο και πιο μεγάλο, σε σημείο ώστε πλέον να τίθεται εν αμφιβόλω, αν επιβεβαιωθούν οι τωρινές τάσεις, η πρόκρισή της στον δεύτερο γύρο.
Αλλά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ανοίγει ο δρόμος για τον υποψήφιο που θα αντιπαρατάξει η κεντροδεξιά στον Μακρόν, επιλέγοντας μεταξύ των Ξαβιέ Μπερτράν, Μισέλ Μπαρνιέ και Βαλερί Πεκρές. Αλλά σε μία τέτοια μονομαχία ο ένοικος των Ηλυσίων, που έτσι και αλλιώς δεν έχει πλέον το πλεονέκτημα να είναι ο υποψήφιος της “αλλαγής”, χάνει και τη δυνατότητα να επωφεληθεί της “πανδημοκρατικής συσπείρωσης” απέναντι στην ακροδεξιά Λεπέν.
Τα δημοσκοπικά στοιχεία
Κατά μία έννοια, ο Εμανουέλ Μακρόν παίζει μόνος του – και όμως, την ίδια στιγμή, αποκαλύπτεται ευάλωτος. Η “δημοσκόπηση των δημοσκοπήσεων” που εκπονεί το Politico φέρει το 56% των πολιτών να αποδοκιμάζει τις επιδόσεις του, ενώ σε επίπεδο πρόθεσης ψήφου στον πρώτο γύρο ο μεν πρόεδρος αποσπά κατά μέσο όρο το 24% (όσο και το 2017), η Λεπέν το 16%, ο Ζεμούρ το 15%, ο Μπερτράν το 14%, ο ηγέτης της αριστεράς Ζαν Λυκ Μελανσόν 9%, ο οικολόγος Γιανίκ Ζαντό 7% και η εκλεκτή των Σοσιαλιστών δήμαρχος Παρισίων Αν Ινταλγκό 5%.
Στα σενάρια για τον δεύτερο γύρο ο Μακρόν φέρεται να επικρατεί της Λεπέν με 56% έναντι 44% (το 2017 ο συσχετισμός ήταν 66% προς 34%), αλλά απολύτως οριακά του Μπερτράν.
Πώς επηρεάζουν η πανδημία, η αγοραστική δύναμη και η εξωτερική πολιτική
Όλα ασφαλώς θα καθοριστούν από το είδος της ατζέντας που θα κυριαρχήσει στην προεκλογική περίοδο – αλλά και από το αν η κεντροδεξιά θα μπορέσει να συσπειρωθεί γύρω από τον υποψήφιο που θα επιλέξει τον Δεκέμβριο.
Προς το παρόν, λόγω και του “φαινομένου Ζεμούρ”, τα θέματα της εθνικής ταυτότητας και συνοχής κυριαρχούν καθ’ υπερβολήν, συμπαρασύροντας και την κεντροδεξιά. Σε ένα τέτοιο τοπίο ο Μακρόν προτιμά να απευθυνθεί στους θιασώτες του οικονομικού φιλελευθερισμού και να προβάλει ως αποτελεσματικός διαχειριστής. Όμως και επ’ αυτού παραμονεύουν παγίδες.
Η αγοραστική δύναμη είναι ένα θέμα που ποτέ δεν εκτοπίζεται από τη γαλλική δημόσια συζήτηση. Και οι διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις των ημερών, με οδηγό τις τιμές της ενέργειας, δημιουργούν ένα επικίνδυνο προεκλογικό έδαφος. Εξού και την Τρίτη ο Γάλλος πρόεδρος ανακοίνωσε ένα επενδυτικό σχέδιο ύψους 30 δισ. ευρώ υπό τον τίτλο “Γαλλία 2030”, για την ενίσχυση της καινοτομίας, της εγχώριας βιομηχανίας και της παραγωγής ενέργειας με βάση μικρότερους πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Από την άλλη, το “υγειονομικό πάσο” που καθιερώθηκε το καλοκαίρι για την πρόσβαση σε χώρους διασκέδασης και τις μακρινές μεταφορές, με προοπτική την πιθανή διατήρησή του μέχρι του χρόνου, καταγγέλθηκε από τη Λεπέν και τον Μελανσόν ως “κατάχρηση εξουσίας” και ξεσήκωσε διαδηλώσεις, ιδίως καθώς από τα μέσα του μηνός έπαψε η δωρεάν πραγματοποίηση των τεστ κορονοϊού για τους εργαζόμενους. Ωστόσο, η αύξηση των εμβολιασμών και η μείωση των νέων κρουσμάτων που επέφερε το μέτρο μεσοπρόθεσμα εκτιμάται ότι θα ενισχύσει το προφίλ του Μακρόν.
Κώστας Ράπτης
Πηγή: capital