Η ανακοίνωση για την μονιμοποίηση του «Μεγάλου Περιπάτου» και την μετατροπή του σε «αστικό βουλεβάρτο που θα είναι αντάξιο με τα αντίστοιχα που υπάρχουν σε πόλεις της Ευρώπης» συνοδεύτηκε όπως ήταν αναμενόμενο από πικρόχολες αντιδράσεις. Αν και η δημόσια αντίδραση επικεντρώθηκε σε ζητήματα αισθητικής και στα πλατάνια – αν είναι το σωστό δένδρο για το κέντρο, αν αρρωσταίνει, τι γίνεται με τις ρίζες του – το πραγματικό ζήτημα πίσω από τα νέα μέτρα είναι άλλο και είναι σοβαρό: Γιατί την Οδό Πανεπιστημίου;
Μέσα από ποιο ευρύτερο σχέδιο αποφασίστηκε πως το πρώτο πρόβλημα της Αθήνας είναι η Πανεπιστημίου και όχι π.χ. οι Αμπελόκηποι ή τα Πατήσια ή τα Σεπόλια. Γιατί περιορίζεται η πόλη πάντα στους λίγους δρόμους που περικλείουν το κέντρο; Κι αν θέλουμε να μείνουμε στο κέντρο (που δεν θέλουμε απαραίτητα) γιατί δεν υπάρχει μια σοβαρή πρόταση εδώ και χρόνια να βελτιωθούν λίγο παραπάνω άλλοι δρόμοι,όπως π.χ. η οδός Σόλωνος όπου τα πεζοδρόμια αποτελούν παγίδες; Η μόνιμη απάντηση είναι πως αυτά τα σχέδια υπάρχουν ήδη, και απλά βρίσκονται κλειδωμένα σε συρτάρι. Υπάρχουν πολλά σχέδια σε συρτάρια. Μέσα από ποια θεσμική διαδικασία επιλέγονται τα συγκεκριμένα;
Η Πανεπιστημίου είναι πράγματι ένας υπέροχος δρόμος της Αθήνας. Πέρα από τα προφανή, την Τριλογία δηλαδή, έχει μια σειρά από εμβληματικά για την πόλη κτίρια, έχει εμπορικές και πολιτιστικές λειτουργίες. Είναι ένας δρόμος ζωντανός, με φαρδιά πεζοδρόμια και σχετικά καλό πράσινο. Γίνεται καλύτερος; Φυσικά, αλλά αυτό ισχύει σχεδόν πάντα για όλους τους δρόμους. Θέλει συμμάζεμα από τα επεκτατικά περίπτερα, θέλει συντήρηση του πεζοδρομίου και φροντίδα του πράσινου. Και θέλει και μια μακροχρόνια διευθέτηση της κινητικότητας, όχι αποσπασματικά και παροδικά όπως έγινε, αλλά με συνδέσεις με την υπόλοιπη πόλη και προβλέψεις για το μέλλον.
Η πρώτη πειραματική φάση του «Μεγάλου Περιπάτου» ήταν κατά γενική ομολογία αποτυχημένη, αν και ο δήμαρχος επιμένει στο σιβυλλικό «πέτυχε και δεν πέτυχε». Παράλληλα, έχει ανατεθεί σε μελετητή του ΕΜΠ η καταγραφή της κυκλοφορίας για να καταδείξει τις επιπτώσεις της παρέμβασης. Κι ενώ γίνονται μετρήσεις στο ευρύτερο κέντρο, αυτή τη στιγμή είναι δημοσιευμένα μόνον τα στοιχεία που αφορούν την Πανεπιστημίου. Όμως είναι σίγουρο πως μια παρέμβαση εδώ, έχει επιπτώσεις και σε άλλα σημεία της πόλης. Χωρίς συνολική εικόνα – που γνωρίζω από πρώτο χέρι πως καταγράφεται και υπάρχει – δεν μπορούμε να βγάλουμε πραγματικά συμπεράσματα ως προς την κυκλοφοριακή διάσταση του πειράματος. Υπάρχει κι ένα δεύτερο πρόβλημα: τα στοιχεία που έχουμε συγκρίνουν ασύγκριτα. Καταγράφουν δύο χρονιές (2020 – 2021) μέσα στην πανδημία, ενώ μας λείπουν παλαιότερες μετρήσεις. Αυτό δεν σημαίνει πως τα σημερινά στοιχεία είναι άκυρα. Σημαίνει απλώς πως δεν είναι πραγματικά συγκρίσιμα σε βάθος χρόνου.
Όσο και να χαίρεται κανείς για μια νέα δενδροστοιχία σε κεντρικό δρόμο, δεν μπορεί να μην τρομοκρατείται από την καταστροφή του υψηλού πρασίνου σε μια σειρά από πλατείες της πόλης, για τους σταθμούς της γραμμής 4 του μετρό. To πράσινο δεν μετριέται σε εμβαδόν, δεν είναι το ίδιο ένα τετραγωνικό μέτρο γκαζόν με ένα δένδρο. Ούτε ισχύει η αναλογία όταν για κάθε κομμένο δένδρο φυτεύεται αλλού ένα νέο δένδρο. Ένα δένδρο μιας ηλικίας μπορεί να αντιστοιχεί σε 10 ή και περισσότερα νεώτερα. Και το πού ακριβώς χωροθετείται το νέο πράσινο, είναι εξίσου μεγάλης σημασίας. Με άλλα λόγια, δεν μπορώ να κόβω 100 δένδρα στα Εξάρχεια, να φυτέψω άλλα 100 στην οδό Πανεπιστημίου και να ισχυρίζομαι πως παρέμεινε ίδιο το ισοζύγιο πράσινου.
Πέρα από την αισθητική – που είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε με όλες τις αισθήσεις μας, είναι οι ήχοι και οι θόρυβοι, οι μυρωδιές και τ’αρώματα, οι εικόνες και το φώς – η πόλη έχει κατοίκους, λειτουργίες, υποδομές. Όταν ολόκληρη η Αττική σήμερα πάσχει πολύ σοβαρά από έλλειψη υποδομών κάθε είδους, όταν υπάρχουν ζητήματα κατοικίας, ενεργειακής φτώχειας και κυκλοφοριακού εμφράγματος, η εμμονή με την βιτρίνα της πόλης εμπεριέχει μεγάλη δόση ύβρεως.
Άρης Καλαντίδης
Πηγή: rosa