Πώς εικονογραφείς πρόσωπα – σύμβολα και πώς συνδυάζεις σ’ ένα βλέμμα το μεγαλείο τού ήρωα με το ανθρώπινο συναίσθημα; Ο εικαστικός διανοούμενος Γιάννης Ψυχοπαίδης, με σημαντική πορεία στην ημεδαπή και διεθνή σκηνή, κοιτάει στα μάτια τους αγωνιστές τού 1821 και μέσα από το βλέμμα τους στοιχειοθετεί την πινακοθήκη της Επανάστασης. Με αφορμή την έκθεσή του “Μορφές του ’21”, που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στο Μουσείο Μπενάκη, σε επιμέλεια του ενδυματολόγου – σκηνογράφου Διονύση Φωτόπουλου και του Τάσου Σακελλαρόπουλου, υπεύθυνου των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου, ξεδιπλώνει τη διαδρομή που διένυσε από την ώρα που βρήκε μια ποντικοφαγωμένη αφίσα του Μιαούλη στα ερείπια ενός σχολείου στην Αρκαδία μέχρι την ολοκλήρωση των σαράντα πορτρέτων της έκθεσής του, αλλά και τις σκέψεις του για την Επανάσταση του 1821 και τις μορφές που εικονογραφεί. “Κοιτώντας στα μάτια όλους αυτούς τους ανθρώπους – σύμβολα μπορούμε να φτιάξουμε το πορτρέτο μιας νέας συλλογικότητας” λέει. Ταυτόχρονα, κοιτάζοντας κατάματα την εποχή μας, επιμένει ότι “η λήθη, η ηττοπάθεια και η αδράνεια απέναντι στον ολοκληρωτισμό και τον φασισμό πάντα γεννάει τέρατα”.
Πότε άρχισες να ασχολείσαι με το 1821 και να σκέφτεσαι να εικονογραφήσεις τις μορφές του;
Πάνε σχεδόν 16 χρόνια από τότε που για πρώτη φορά, με έναν τρόπο αιφνιδιαστικό, συνάντησα το πορτρέτο του Μιαούλη σε μια πεταμένη αφίσα στα ερείπια ενός επαρχιακού σχολείου, εγκαταλελειμμένου για πάρα πολλά χρόνια. Τι ζήταγε ένας ναυτικός στην ορεινή Αρκαδία; αναρωτήθηκα. Κι αυτό έφερε στην επιφάνεια όλες τις μνήμες της παιδικής ηλικίας, στις σχολικές τάξεις που, μικρά παιδιά, βλέπαμε κρεμασμένα τα δαφνοστεφανωμένα πορτρέτα των αγωνιστών. Η κοινή μνήμη, που αφορούσε τα αισθήματα, τις ιδέες και τις ηρωικές πράξεις αυτών των ανθρώπων, αλλά και η αίσθηση που περιέβαλε το μεγαλείο και το πάθος τους, στάθηκε η αφορμή που με οδήγησε να ξανασκεφτώ τη σχέση μου και με την Ιστορία και με τα πρόσωπά της, αλλά και με τη δική μας ταυτότητα μέσα από μια εκπαίδευση που συστηματικά απέφευγε να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Σ’ αυτή την ποντικοφαγωμένη αφίσα του ερειπωμένου σχολείου στο Ψάρι Αρκαδίας ξανασυνάντησα τις παλιές παιδικές ζωγραφιές μου με τα πρόσωπα των αγωνιστών του ’21 στις ηρωικές τους μάχες. Ξανασυνδέθηκα με τα πρωτογενή αισθήματα του πεντάχρονου εαυτού μου. Η στιγμή εκείνη είναι και το ξεκίνημα μιας εσωτερικής πορείας αναζήτησης της καθαρότητας και της ανθρώπινης διάστασης όλων αυτών των προσώπων, που αποτελούν σήμερα για μένα την πινακοθήκη των προσώπων ενός μεγάλου αγώνα. Αυτό που ακολούθησε ήταν η αναζήτηση, μέσα από διαφορετικές τεχνικές και ζωγραφικούς τρόπους, με τα κλειδιά που δίνει η ζωγραφική και η χαρακτική, της ανθρώπινης διάστασης αυτών των προσώπων, καθώς διερευνούσα την εικαστική βιογραφία των ξεχωριστών αγωνιστών, το ιστορικό τους πλαίσιο και τις χαρακτηριστικές μαρτυρίες της εποχής τους, αλλά και τις κρυμμένες διαστάσεις της Ιστορίας.
Προσωποποιώντας το 1821, το βλέμμα των ηρώων που ζωγραφίζεις έρχεται στο επίκεντρο. Πώς στοχάζεσαι πάνω σ’ αυτά τα βλέμματα και σε ποιους εικαστικούς τρόπους καταφεύγεις;
Το βλέμμα είναι αυτό που εκφράζει και χαρακτηρίζει την ιδιαιτερότητα κάθε προσώπου, από το ψυχικό του σθένος μέχρι τη μελαγχολία, την περισυλλογή, την αναπόληση, την αισιοδοξία, την προσδοκία αλλά και την ουτοπία που μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων διεκδίκησε μέσα από την Επανάσταση. Σαράντα πορτρέτα, σαράντα διαφορετικά βλέμματα, ο ψυχισμός 40 διαφορετικών αγωνιστών, τόσο διαφορετικών και τόσο όμοιων μεταξύ τους.
Και πώς ο ήρωας γίνεται άνθρωπος μέσα από τη ζωγραφική;
Ο ήρωας της σχολικής τάξης μέσα από τη ζωγραφική γίνεται προσωπικότητα σύνθετη, ικανή για τα μεγάλα, τα υψηλά, αλλά και τα ποταπά και τα ασήμαντα. Γίνεται εντολοδόχος μιας μεγάλης ιδέας και ταυτόχρονα φορέας μιας εμφύλιας διαμάχης, γίνεται αυτοκαταστροφικός άνθρωπος και ταυτόχρονα μεγαλειώδης στην υπέρβαση του εαυτού του. Στη ζωγραφική, το σκάψιμο της χρωματικής ύλης, το σχέδιο και οι φόρμες πλάθουν και αποτυπώνουν μέσα από τις χαρακιές τον χαρακτήρα των προσώπων. Συμπληρωματικές χρωματικές κηλίδες, συχνά αντιθετικές και συγκρουσιακές μεταξύ τους, συνθέτουν την τελική εικόνα ενός προσώπου που φέρει όλες τις ανθρώπινες αντιφάσεις και κατορθώνει να τις συνθέσει σε μια καινούργια ενότητα ως τελική εικόνα. Οι χρωματικές εντάσεις, η οξύτητα του σχεδίου, τα μαλακά περάσματα από την ήπια ώς την έντονη διείσδυση του ενός χρώματος μέσα στο άλλο, μας μεταφέρουν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κάθε φορά, μιας προσωπικότητας άλλοτε τρυφερής και αναστοχαστικής και άλλοτε έντονης, βίαιης και μαχητικής. Οι βιογραφίες των ηρώων αποτυπώνονται κάθε φορά μέσα από το εικαστικό λεξιλόγιο ως κάτι διαφορετικό, μοναδικό και βαθιά ανθρώπινο.
Ποια είναι τα νήματα που ενώνουν τη “σκληρότητα” της χαρακτικής με την πλαστικότητα της χρωματικής αποτύπωσης; Είναι μια σύγκρουση ή μια συμφιλίωση τόσο στα πρόσωπα που εικονογραφούνται όσο στον δικό σου εικαστικό τόπο και τρόπο;
Το χρώμα, φορέας έντονων αισθημάτων, βίαιων, τρυφερών, ευαίσθητων, στοχαστικών, μας μιλάει για τη ζωή των ανθρώπων μέσα από την πολυποίκιλη έκφρασή τους. Στη μαυρόασπρη χαρακτική έχουμε την κυριολεκτική απόφαση να αποδοθεί με απόλυτο τρόπο η αλήθεια ενός απόλυτου κόσμου, σχεδόν άχρονου. Πρόκειται για τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Ζωγραφική και χαρακτική, η καθεμιά με τη γραμματική και το συντακτικό της, συμπληρώνουν τη χαμένη και διαρκώς αναζητούμενη ενότητα ενός εικονικού κόσμου, του κόσμου μας. Με λίγα λόγια, οι μορφές του ’21 συνομιλούν μεταξύ τους μέσα από τις δύο ξεχωριστές τεχνικές που επιλέγω. Αυτή η συνομιλία χαρακτηρίζει άλλωστε και τη δική μου εικαστική στάση γενικότερα. Τα επιμέρους εικαστικά στοιχεία, μέσα από τις αντιθέσεις τους, αναζητούν τον τόπο που θα μπορέσουν να υπάρξουν ισότιμα, ταυτόχρονα και συμπληρωματικά σε μια διαλεκτική της αλληλεπίδρασης.
Ο τρόπος που είναι “σκηνοθετημένη” η έκθεση αφηγείται το ’21 από τις απαρχές του, με τον Ρήγα, μέχρι την ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους, με τον Καποδίστρια. Παίζει ρόλο στην πρόσληψη αυτής της εικαστικής αφήγησης ο τρόπος που σκέφτηκες αυτά τα πρόσωπα μέσα στον χώρο;
Επέλεξα τη μεγάλη ανάπτυξη σε αντικριστούς τοίχους της ζωγραφικής με τη χαρακτική φρίζα, αυτή την παράλληλη παράταξη ξεχωριστών πορτρέτων, με το χρώμα ως μάρτυρα αισθημάτων και στοχασμών και το μαυρόασπρο ως άχρονη μνήμη, για να επισημάνω το ξεχωριστό, αλλά και συμπαγές και ενιαίο του ιδιαίτερου ιστορικού σύμπαντος που εδώ εικονογραφείται.
Στον Βύρωνα αφιερώνεις ολόκληρη ενότητα. Είναι το δικό σου φιλελληνικό πρότυπο;
Ο Βύρωνας με έχει απασχολήσει εδώ και μερικά χρόνια με έναν πλήρη και εμπεριστατωμένο τρόπο. Οι εικαστικές εκδοχές της εικόνας του ήταν για μένα και οι μαρτυρίες των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, αντιφατικών διαστάσεων της προσωπικότητάς του. Άνθρωπος βαθιά αισθαντικός, βαθιά ελεύθερος, βαθιά λόγιος, βαθιά ρομαντικός και εν τέλει βαθιά αγωνιστής για τις ιδέες του. Ο Βύρωνας, για μένα, ξεπερνάει το στενό πλαίσιο του φιλελληνισμού και μετασχηματίζεται σταδιακά σε έναν μαχόμενο αγωνιστή της προσωπικής, αλλά και της συλλογικής ελευθερίας. Ένας μάχιμος διανοούμενος, που πολεμάει για το δίκαιο και την ανεξαρτησία μιας πατρίδας που την έκανε δική του, πολεμάει με όλα τα μέσα που διαθέτει δίνοντας τον εαυτό του θυσία σ’ αυτόν τον αγώνα. Ας διδαχτούμε από το παράδειγμά του. Η εποχή μας το έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε.
Πλάι στο πορτρέτο του Κολοκοτρώνη υπάρχει η φράση του από την περίφημη ομιλία στην Πνύκα, “Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματα”. Γιατί; Τι διακρίνεις στην εποχή μας;
Διακρίνω αυτό που διέκρινε και ο Κολοκοτρώνης στη δική του εποχή. Το πώς μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί μια κοινωνία από την αρχή, μέσα από την παιδεία, τη μόρφωση και τα γράμματα, βασικά συστατικά στοιχεία για μια ανεξάρτητη, ελεύθερη και δημοκρατική χώρα. Αυτό θεωρώ πως είναι και το μεγάλο ζητούμενο σήμερα, η διαφύλαξη των πνευματικών και πολιτιστικών αξιών για να χαράξουμε μια πορεία προς το μέλλον.
Στην έκθεση εικονογραφείς και τους υποφωτισμένους ήρωες.
Ναι, γιατί αναζήτησα στη σκιά της Ιστορίας και αυτούς που δεν βρίσκονται στις πρώτες σελίδες των σχολικών αναγνωστικών. Εξίσου σημαντική υπήρξε η συμβολή τους. Άλλωστε η Ιστορία γράφεται κυρίως από αυτούς που η ιστοριογραφία δεν τους δίνει το βάρος και τη σημασία που δικαιούνται.
Από τις γυναίκες εικονογραφείς μόνο τη Μαντώ Μαυρογένους και την Μπουμπουλίνα.
Οι μεγάλες αδικημένες είναι οι γυναίκες στον αγώνα του ’21. Άλλωστε και η ιστοριογραφία σχετικά πρόσφατα άρχισε να ασχολείται μαζί τους. Ελπίζω η επόμενη εικαστική πράξη να είναι μια θεματική έκθεση, αφιερωμένη στις μεγάλες απούσες της κυρίαρχης εκπαίδευσης και της συλλογικής μνήμης, γύρω από τις γυναίκες αγωνίστριες.
200 χρόνια μετά από το κορυφαίο γεγονός της Επανάστασης, έχουμε ανάγκη να ξανακοιτάξουμε αυτούς τους ανθρώπους στα μάτια;
Η βαθύτερη ενασχόλησή μου και η συνειδητή προσπάθεια να καταγράψω τα εικαστικά πορτρέτα του αγώνα με οδήγησε στην καταβύθιση στο υλικό της Ιστορίας. Για να αποτυπώσω κάθε μία απ’ αυτές τις μορφές, αναζητούσα κάθε φορά μέσα από το ιστορικό υλικό όλες αυτές τις κρίσιμες λεπτομέρειες της ζωής τους. Η προϋπόθεση για να ζωγραφίσω αυτά τα πρόσωπα ήταν η όσο το δυνατόν πιο εξαντλητική ιστορική γνώση του ιδιωτικού, αλλά και του δημόσιου βίου τους. Αυτό που συντελέστηκε για μένα ζωγραφίζοντας ήταν η αποκάλυψη και η απομυθοποίηση των στερεότυπων μύθων και το φανέρωμα αυτών των στοιχείων που συνθέτουν τον μικρό – μέγα κόσμο της ανθρώπινης φύσης. Άνθρωποι με μεγαλείο ψυχής, που ξεγελάνε τον θάνατο, ευάλωτοι, τρυφεροί και αμείλικτοι ταυτόχρονα, επιρρεπείς στις μικρότητες, αλλά και στα οράματα. Τώρα λοιπόν, 200 χρόνια μετά, ξαναβρίσκουμε στα καθαρά βλέμματά τους την αληθινή Ιστορία μας. Καθένας τους μας κοιτάει με διαφορετικό τρόπο, συνομιλεί με τον θεατή του, μεταφέρει ένα κόσμο βαθιών αισθημάτων και αγωνιστικού οίστρου και όλοι μαζί καταθέτουν το μεγαλείο και το πολυσύνθετο της ζωής και της αλήθειας τους, που μπορεί να γίνει και δική μας αν αναστοχαστούμε τους όρους και τις συνθήκες που γεννούν τα οράματα και τους αγώνες για την ανεξαρτησία και την ελευθερία.
Μας βοηθούν δηλαδή να εντοπίσουμε ψηφίδες της ταυτότητας μας στη σύγχρονη εποχή της τεχνολογικής έκρηξης και ταυτόχρονα της οπισθοδρόμησης σε σκοταδιστικές ιδέες;
Μας βοηθούν να εντοπίσουμε αυτό που συνδέει και δεν συνδέει το τότε με το σήμερα. Να αφουγκραστούμε τα μηνύματά τους και να συνειδητοποιήσουμε ποια μηνύματα σήμερα για μας θα μπορούσαν να είναι οι φάροι πορείας μιας κοινωνίας απελευθερωμένης από τη σύμβαση, την ιδιοτέλεια, τον ατομικισμό και την απομάκρυνση από τη συλλογική πράξη και δράση.
Ίσως κοιτώντας στα μάτια όλους αυτούς τους ανθρώπους – σύμβολα μπορούμε να φτιάξουμε το πορτρέτο μιας νέας συλλογικότητας, συνθήκη ικανή και αναγκαία για να συγκροτήσουμε τους δικούς μας αγώνες και τις δικές μας αντιστάσεις απέναντι στο σκοτεινό μέλλον που μας επιφυλάσσει η απώλεια της ιστορικής μνήμης. Η λήθη, η ηττοπάθεια και η αδράνεια απέναντι στον ολοκληρωτισμό και τον φασισμό πάντα γεννάει τέρατα.
Πόλυ Κρημνιώτη
Πηγή: Η Αυγή