Τελικά, παρά τις όποιες ενστάσεις και επιφυλάξεις για το ετήσιο «σόου της ΔΕΘ», αυτά τα δύο σαββατοκύριακα εκτέθηκαν από το βήμα της δύο διαφορετικές προτάσεις και το «κοινό» τις υποδέχτηκε συνεκτιμώντας τις με την εμπειρία του των τελευταίων ετών.
Η πρώτη, η κυβερνητική, αποτελούσε έκθεση του κλασικού νεοφιλελεύθερου μύθου: με μείωση της φορολογίας, ιδίως των κερδών, και ελαχιστοποίηση του δημοσίου, θα ανακάμψουν οι επενδύσεις και συνεπώς η οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να ωφεληθούν οι πάντες –και οι φτωχότεροι και επισφαλέστεροι μισθωτοί.
Η δεύτερη, της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ήταν μια αριστερή εκδοχή προοδευτικής πολιτικής, που προτάσσει την ανάγκη ενίσχυσης των μισθών και των δημόσιων δαπανών και ευνοεί την παρέμβαση του δημοσίου όχι μόνο με διορθωτικού χαρακτήρα κινήσεις, αλλά και με σχεδιασμό μιας οικονομικής πολιτικής με τις κοινωνικές ανάγκες στο επίκεντρο.
Κέρδη και ζημίες
Οι επιφορτισμένοι με την παρουσίαση της κυβερνητικής πρότασης ξεκινούσαν από μειονεκτική θέση, παρά την επικοινωνιακή υπεροπλία. Στη διάρκεια της πανδημίας καλλιεργήθηκε εύλογα η καχυποψία για τη συνταγή τους. Χωρίς δημόσιο ΕΣΥ, στημένο κάπως στα πόδια του επί ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ–Οικολόγων, και χωρίς δημόσια έσοδα και δαπάνες, για να στηριχτούν μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι και μικρές επιχειρήσεις, η καταστροφή θα ήταν βιβλική. Από την άλλη, η μισθολογική λιτότητα είχε ήδη αποδειχτεί, στη μνημονιακή περίοδο, ότι οδηγεί στην κατάρρευση του ΑΕΠ, τη διόγκωση του χρέους και την παγίωση των αμοιβών στο κατώτατο επίπεδο και των ανισοτήτων σε εξαιρετικά υψηλό.
Σε αυτές τις συνθήκες, εκείνο που κατάφερε η αξιωματική αντιπολίτευση, ήταν να ακουστεί ο λόγος της με καλύτερη διάθεση από ένα ευρύτερο κοινό, χωρίς να βρίσκει μεγάλη απήχηση η επιδίωξη της κυβέρνησης να υπονομεύσει την αξιοπιστία του. Εδώ οφείλεται και η σχετική ευκολία με την οποία αποδομήθηκε η κυβερνητική πρόταση και αποκρούστηκαν σε μεγάλο βαθμό οι προσπάθειες της κυβερνητικής πλευράς να αποδομήσει, με τη σειρά της, την πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η εκ των υστέρων προσπάθεια της κυβέρνησης να επιδιορθώσει με προσθήκες την εικόνα της, μάλλον επιδείνωσε τη θέση της, καθώς έδειχνε, αφενός, ότι υπήρχαν και άλλα περιθώρια, που δεν τα αξιοποίησαν λόγω δογματικής εμμονής, αφετέρου ότι οι προτάσεις τής αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι εξ ορισμού απορριπτέες.
Ειδικότερα η προσπάθειά της να ρεφάρει με μια θεαματική αναθεώρηση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, έφερε μάλλον αντίθετα αποτελέσματα. Αν ισχύει αυτή η τόσο ευνοϊκή πρόβλεψη, τότε γιατί απορρίπτει ως εξωπραγματικό τον κατώτατο μισθό των 800 ευρώ; Οι αντιφάσεις της προπαγάνδας της κορυφώθηκαν.
Ο αγώνας δεν έχει κριθεί
Αν έχουν κάποια βάση αυτές οι εκτιμήσεις, φαίνεται πως η αξιωματική αντιπολίτευση κέρδισε μια σημαντική μάχη. Επιβεβαίωσε τη δυνατότητά της να επικοινωνεί με το διαρκώς διευρυνόμενο κοινό, που δηλώνει δημοσκοπικά τη σταθερή πια αντίθεσή του στην κυβερνητική πολιτική. Και δείχνει να σταθεροποιεί τη σχέση της όχι μόνο με τον πυρήνα του εκλογικού και του δημοσκοπικού ποσοστού της, το οποίο αργά αλλά σταθερά ενισχύεται τώρα (βλέπε τελευταίες μετρήσεις MRB), σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πριν από ένα χρόνο, αλλά και με τον ευρύτερο αυτό κύκλο. Ο υπαρκτός κίνδυνος που εντοπίζει πια η κυβερνητική πλευρά, χωρίς να φαίνεται –μέχρι στιγμής– ικανή να τον αντιμετωπίσει, είναι να ενισχυθεί και να επιταχυνθεί αυτή η τάση.
Για τις επί μέρους, αλλά όχι λιγότερο σημαντικές παρατηρήσεις που αφορούν την παρουσίαση των θέσεων στη ΔΕΘ από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, θα διαβάσετε σε άλλες σελίδες της «Ε». Εδώ θα περιοριστούμε σε μια γενικότερου χαρακτήρα παρατήρηση. Αποτιμούμε τα αποτελέσματα μιας πιθανότατα κρίσιμης αναμέτρησης. Φαίνεται πως είναι ευνοϊκά για την αξιωματική αντιπολίτευση. Ο αγώνας, όμως, δεν έχει κριθεί. Για να μπορέσει να εξελιχθεί η τάση που διαφαίνεται σε πλειοψηφικό ρεύμα, έχει αρκετά ημίχρονα ακόμα.
Αναζητώντας το πλειοψηφικό ρεύμα
Για ένα αίσιο τελικό αποτέλεσμα, δεν χρειάζεται μόνο να διευρύνει το ακροατήριο στο οποίο φτάνει ο λόγος της ή να απευθυνθεί και σε κοινωνικά στρώματα, με τα οποία δεν είχε στενότερες επαφές μέχρι πρόσφατα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να το κατορθώσει, χωρίς να διακινδυνέψει απώλειες σε περιοχές που ως τώρα είχε καλύτερη πρόσβαση (βλέπε συμπέρασμα Μαραντζίδη για «αμφίπλευρη διεύρυνση» στο ΤVXS). Κυρίως, σε κοινωνικές κατηγορίες, όπως τμήματα της νεολαίας, και πολιτικές περιοχές, όπως της οικολογίας, ή περιοχές με αξιακά–δικαιωματικά προτάγματα, για παράδειγμα, που αυτή τη στιγμή δυσπιστούν και είτε προσανατολίζονται στην αποχή, είτε εμφορούνται από μια γενικά ριζοσπαστική διάθεση, όχι όμως ιδεολογικά οριοθετημένη. Πρόκειται για μια δύσκολη, αλλά απαραίτητη άσκηση ισορροπίας, που απαιτεί θετικό τελικό ισοζύγιο οπωσδήποτε.
Κατά μία εκτίμηση αυτές οι κατηγορίες στο εκλογικό σώμα είναι δυνατόν να κρίνουν το εκλογικό αποτέλεσμα, ενώ στο εσωτερικό τού κοινωνικού σώματος η στάση τους θα επηρεάσει και τη ροπή της κοινωνικής δυναμικής. Από την οποία θα κριθεί σε σημαντικό βαθμό και η δυνατότητα μιας προοδευτικής κυβέρνησης και ενός κόμματος της Αριστεράς να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους και να διευρύνουν τους ορίζοντες και τις δυνατότητες της κοινωνίας. Ενώ βραχυπρόθεσμα θα αποδυναμωθεί και το αντι–ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο.
Το κοινωνικό αυτό τμήμα, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, έχει απαίτηση για μια περιγραφή και μια δέσμευση σε ένα πιο μακροπρόθεσμο και πιο ριζοσπαστικό σχέδιο ανασυγκρότησης της οικονομίας και της κοινωνίας, ώστε να δεσμευτεί κι αυτό με τη σειρά του σε μια κοινή πλειοψηφική τάση και προοπτική. Μια στρατηγική δέσμευση. Που δεν σημαίνει οραματική και βραχυπρόθεσμα αόρατη, αλλά αναγκαία και εφικτή σήμερα για όποια πολιτική δύναμη, ιδίως της Αριστεράς, θέλει το πέρασμά της απ’ την κυβέρνηση να αφήνει αποτύπωμα θεσμικό και με συνέχεια, και όχι να αποτελεί απλό επεισόδιο.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή