Ανήκω σε μια γενιά πολύ μακριά από τα “ηρωικά” χρόνια, μακριά ακόμα και από την αίγλη και τον ενθουσιασμό των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης.
Και δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι υπάρχει ένας Μίκης του “πριν” και ένας του “μετά”, ένας της Αντίστασης, του Δεκέμβρη, των Λαμπράκηδων, της Χούντας και των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης κι ένας άλλος “μετά”. Ή τουλάχιστον ότι δύσκολα θα μπορούσε να χτίσει κανείς ένα τείχος που να χωρίζει τους δύο, με όλες τις αντιφάσεις μιας τόσο μεγάλης σε διάρκεια και περιεχόμενο ζωής.
Θα έρθει και η ώρα των αναλύσεων, αλλά ας κρατήσουμε ακόμα, όσο κρατάει το ταξίδι του πλοίου προς την Κρήτη, την ώρα των αναμνήσεων. Κι είναι οι δικές μου αναμνήσεις όλες από αυτή την “αντι-ηρωική”, τη “μετά” εποχή…
Και την εποχή των “θερμών επεισοδίων”, εγώ έμαθα για ελληνοτουρκική φιλία από τον Θεοδωράκη και τον Λιβανελί.
Είδα πρώτη φορά το “τριεθνές” στις Πρέσπες σε μια από τις πολλές συναυλίες του – κι αυτό, αυτή την ανάμνηση κράτησα κι αργότερα, όταν περίπου 20 χρόνια μετά εκείνος βρέθηκε απέναντί μας.
Και φάγαμε μαζί τα χημικά εκείνον τον τρομερό Φλεβάρη του 2012. Ο Θεοδωράκης και ο Γλέζος μέσα σε όλους μας.
Κι εκείνη τη βραδιά του “μαύρου” το 2013, μαζί με χιλιάδες άλλους ξελαρυγγιαζόμουν: “Μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου”.
Είδα σε όλη την εφηβεία μου σε διάφορα μέρη της Ελλάδας τον Μίκη να τραγουδάει ώρες, μετά το τέλος του επίσημου προγράμματος κάθε συναυλίας, μόνος. Κι ούτε εκείνος ούτε το κοινό να μη λέει να φύγει. Σαν πρωθιερέας μιας “σύναξης μυστικής”. “Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς”…
Είδα τον Μίκη να πετάει κυριολεκτικά, έχοντας φύγει μακριά από μας, από το κοινό του κι από το ίδιο το σώμα του. Όπως, καλή ώρα, εκείνο το επιβλητικό βράδυ στην Επίδαυρο στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Κι έκλεισα βραδιές σε φοιτητικά στέκια και νυχτέρια σε σπίτια με τη διαβεβαίωση πως “όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο”. Ή με το πείσμα πως “εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί”.
Και περπάτησα στους δρόμους του Παρισιού την άνοιξη του 2008 και έκανα ένα ταξίδι πίσω 40 χρόνια, όταν έφτασε τυχαία στ’ αυτιά μου το “ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά”.
Και περπάτησα και στους δρόμους της Λάρισας, Σάββατα απόγευμα, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90, μια παρέα κοριτσιών που μονολογούσε: “Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά / μοίρα των αθώων πάλι μόνη να ‘σαι στα στενά”. Βλέπεις, έπρεπε να ξέρουμε απ’ έξω όλο το Άξιον Εστί, γιατί την ώρα που τον είχαμε μπροστά μας στη σκηνή, μας έπαιρνε μαζί του και δεν είχαμε μάτια και μυαλό για παρτιτούρες.
Και την προηγούμενη Πέμπτη, μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο στη Βιέννη κι άνοιξα το τηλέφωνό μου μαθαίνοντας τα νέα, ήταν σαν να έχασα κάποιον πολύ δικό μου, ένα κομμάτι της ζωής μου που υπήρχε εκεί από πάντα.
Κι είδα να παίρνει το λόγο ο αγαπημένος, ο πολύτιμος σύντροφος από την Αυστρία και να το ανακοινώνει στην ομήγυρη δακρυσμένος, συμπληρώνοντας : “Δεν μπορείτε να καταλάβετε τι σημαίνει ο Μίκης Θεοδωράκης για τους αριστερούς της γενιάς μου”.
Αι γενεαί πάσαι.
Το έργο κι ο δημιουργός του.
Δανάη Κολτσίδα
Ανάρτησή της στο Facebook