Ο Μίκης. Και οι άνθρωποι που τον γνώρισαν από κοντά. Διάσημοι και οι ίδιοι, καταξιωμένοι και ταλαντούχοι, συνεργάτες και φίλοι του και συνοδοιπόροι του στην τέχνη ή στους αγώνες, καταθέτουν μία ή πολλές ιστορίες, χαρακτηριστικές όχι μόνο της προσωπικότητάς του αλλά κι αυτής της λάμψης που εξέπεμπε, της σιγουριάς και του χαρίσματος, της ασφάλειας, της γνώσης και της αυτοπεποίθησης. Τον αποχαιρετούν πέντε σπουδαίοι: ο Βασίλης Βασιλικός (συγγραφέας), η Ελένη Καραΐνδρου (συνθέτρια), ο Κώστας Καρτελιάς (ποιητής, στιχουργός), ο Λουκάς Καρυτινός (αρχιμουσικός), ο Φώντας Λάδης (ποιητής, στιχουργός) και η Μαρία Φαραντούρη (ερμηνεύτρια)
Μαρία Φαραντούρη
Ο Μίκης έφυγε. Αλλά πώς είναι δυνατό να φύγει ο Μίκης; Κι αυτό δεν είναι ρητορικό ερώτημα. Δε μιλώ μόνο για μένα, που θα ήταν ίσως αυτονόητο. Αλλωστε σημάδεψε από την πρώτη αρχή όλη την καλλιτεχνική μου πορεία. Με το έργο του και την παρουσία του όμως έχει σημαδέψει και σφραγίσει τα τελευταία 60 χρόνια της ελληνικής πραγματικότητας.
Αλλά τελικά ποιος είναι ο Μίκης και ποιος τον γνωρίζει πραγματικά; Το βάθος και το εύρος του έργου του; Εκεί που συναντιούνται τα χορικά της αρχαίας τραγωδίας, το βυζαντινό μέλος, η δυτική κλασική μουσική παράδοση, το λιντ, το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι με την ποίηση και τους αγώνες για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Με τη σπουδαία μουσική του ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο μαζί με την ποίηση του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Αναγνωστάκη, του Λειβαδίτη, του Καμπανέλλη, του Σικελιανού και τόσων άλλων Ελλήνων ποιητών, ενώ η μελοποίηση του «Κάντο Χενεράλ» του Νερούδα και του «Ρομανθέρο Χιτάνο» του Λόρκα είναι αξεπέραστες. Αλλά και ο αυθεντικός λυρισμός του, γεμάτος έρωτα για τη ζωή και αγωνία για τις περιπέτειες της ύπαρξης.
Κάθε έργο του γινόταν ένα κομμάτι του εαυτού του: Είναι ο Ρομανθέρο Χιτάνο, ο ερωτευμένος κρατούμενος στο Μαουτχάουζεν, ο εξόριστος ποιητής, ο επιβάτης, ο φυλακισμένος, ο εραστής της Ουτοπίας και της Βεατρίκης, ο εξεγερμένος της Λατινικής Αμερικής, ο Διόνυσος, ο Οδυσσέας. Αυτός που μιλάει για τους αδικοχαμένους της γενιάς του. Ενας οικουμενικός Ελληνας.
Ανθρωπος δύσκολος και πείσμων υπήρξε πάντα ανοιχτός στις ανθρώπινες αντιφάσεις. Διάφανος απέναντι σε εχθρούς και φίλους, δεν φοβήθηκε ποτέ να εκτίθεται χωρίς αναστολές και προσχήματα. Η πληθωρικότητα του χαρακτήρα του, το υψηλό αισθητικό του κριτήριο, το οραματικό του στοιχείο, η πηγαία έμπνευσή του, η διαίσθησή του, βρίσκονται μέσα στη μεγαλοσύνη του έργου του που έσπασε τα σύνορα γεμάτο αληθινά «γιγάντιες σκέψεις».
Είχα τη χαρά να μοιραστώ μεγάλες στιγμές μαζί του. Την επαφή με τόσους λαούς, τους αγώνες τους και την ιστορία τους, δίνοντας συναυλίες παντού στον κόσμο. Τη μέθεξη με τόσο διαφορετικά ακροατήρια. Ηταν μια εποχή μεγάλων δυσκολιών και κινδύνων αλλά και ανοιχτών οριζόντων. Συναντήσεις με άλλους καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο, μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες όπως ο Αλιέντε, ο Κάστρο, ο Μιτεράν, ο Πάλμε. Αλλά και μέχρι σήμερα έργα του παίζονται όπου μπορεί να φανταστεί κανείς. Τον τίμησαν στο Σάλτσμπουργκ, δώσαμε συναυλία στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, τα γερμανικά συνδικάτα ζήτησαν το «Κάντο Χενεράλ» στην επέτειο ίδρυσής τους, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι στις συναντήσεις ειρήνευσης, δικό του έργο άνοιξε τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, τον τραγουδούν στην Κορέα. Οι Γερμανοί τον θεωρούν συνεχιστή των κλασικών τους. Συχνά τον αναφέρουν ως Μπετόβεν της Μεσογείου.
Εχουν γραφτεί μεγάλες κριτικές για το σύνολο του έργου του. Γι’ αυτό συνήθισα πολύ καιρό τώρα να χαμογελάω πικρά με τους εύκολους εγχώριους επικριτές που επιδιώκουν να το υποβαθμίσουν.
Θυμάμαι πάντα το σημείωμα που μου άφησε τις πρώτες μέρες της δικτατορίας που κρυβόταν, παροτρύνοντάς με εμένα και τους μουσικούς να φύγουμε στο εξωτερικό, χωριστά ο καθένας για να μη δώσουμε στόχο, και να διαδώσουμε τη μουσική του, υπηρετώντας τον αγώνα για την ελευθερία και τη δημοκρατία. «Μη φοβηθείτε, αυτοί είναι που φοβούνται τα τραγούδια μας». Εγραψε σπουδαία τραγούδια και κύκλους τραγουδιών φυλακισμένος και εξόριστος. Τον «Ηλιο και το Χρόνο», την «Κατάσταση πολιορκίας», τις «Αρκαδίες»… Εσπασε τα δεσμά με τη μουσική του. Και μας τα έστελνε έξω με κάθε δυνατό τρόπο για να τα τραγουδήσουμε. Δεν υπέβαλε την τέχνη του στις ανάγκες του αγώνα, τον διαμόρφωνε με τους όρους τους τέχνης του, γι’ αυτό εκείνη αντέχει στον χρόνο.
Θεωρώ μαγική στιγμή τη νοερή συνάντησή μας, όταν παρουσιάζαμε πρώτη φορά την «Κατάσταση πολιορκίας» στο Λονδίνο κι εκείνος μας άκουγε από κρυφό τρανζιστοράκι εξόριστος στη Ζάτουνα.
Δεν ζήσαμε όμως μόνο τη μεγάλη αποδοχή, τη μέθεξη, την αποθέωση. Ζήσαμε και τη σιωπή, τις κατηγορίες περί επικού. Τον είπαν ξεπερασμένο, τον υποτίμησαν.
Ομως, Μίκη μου, εσύ δεν χρωστάς πουθενά. Εχεις ξεπληρώσει το χρέος σου στην Ιστορία, τηρώντας πάντα την παραίνεση του Σικελιανού «Ομπρός οι δημιουργοί, την αχθοφόρα ορμή σας». Κι έτσι «Πρωτάκουστες βαριές μας ζώνουν (οι) αρμονίες» σου, αυτές που σε ενέπνευσαν κι αυτές που μας χάρισες.
Ιθάκη για μας το πέλαγο το ξέσκεπο
γεμίσαν με μνηστήρες τα λιμάνια
Ο κόσμος πάντα
βρίσκει καινούργιο βασιλιά
κι εμείς μονάχοι ποιητές
θα μείνουμε
Ετσι τελειώνει το «Τραγούδι των συντρόφων» από την «Οδύσσεια» του Κώστα Καρτελιά, τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών που μελοποίησες, κι έτσι θέλω πάντα σε σκέφτομαι.
Είναι βαθιά μου πεποίθηση όμως, Μίκη, πως πάντα θα σε ανακαλύπτουν οι επόμενες γενιές μέσα στο έργο σου κι αυτό θα ταξιδεύει μες στον χρόνο.
Βασίλης Βασιλικός
Εικόνες απο μια έκθεση που δεν εγκαινιάστηκε: ο Μίκης, που κατεβαίνει από το αεροπλάνο του Σρεμπέρ, παραφουσκωμένος, πρησμένος σαν μπαλόνι, που τον ξαπλώνουν στο νοσοκομειακό, κι αυτός, που πάντα του άρεζε να ’ναι όρθιος, ν’ αναγέρνει στο μαξιλάρι για να χαιρετήσει εμάς που είχαμε συγκεντρωθεί στο αεροδρόμιο. Εναν χρόνο αργότερα, στο Βερβιέ, να διαβάζει με γυαλιά (που τα φοράει σπάνια) το βιβλίο του κουμπάρου του, του Νότη Περγιάλη, απορροφημένος…
Ολόκληρος αποπνέει μια αίσθηση, μια σιγουριά ότι βρισκόμαστε στο καράβι με καλό καπετάνιο. Στο πούλμαν, αργότερα, ιδρώνει κάποιος της ορχήστρας, νιώθει άσχημα. Κι ο Μίκης τον κοιτάζει με αγάπη: «Θα σου περάσει». Το ακαταμάχητο αίσθημα του χιούμορ: μόνος του, μες στο μυαλό του ανακαλύπτει σχέσεις και κατασκευάζει καλαμπούρια – πράγμα τόσο σπάνιο σε πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες. Το μόνο που δείχνει πάνω του τον χρόνο που περνά είναι τα παιδιά του, που μεγαλώνουν. Αλλοτε τον έλεγα «φαινόμενο», πράγμα που τα περικλείει όλα.
Κάποτε μια χορωδία Γάλλων μάθαινε τραγούδια του για την προεκλογική περιοδεία του Μιτεράν. Ο μαέστρος, ένας Γάλλος, παιδευόταν ώρες να τους μάθει τα λόγια. Φτάνει ο Μίκης. Ανοίγει τα φτερά του. «Μπρος, πάμε». Το πιάνει πρώτος, μαλακά. Το θαύμα γίνεται. Οι ίδιοι Γάλλοι τώρα τραγουδάνε.
Αθάνατε Μίκη! Εσύ Ζεις και πάντα θα μας οδηγείς στους δρόμους του Αγώνα!
Ελένη Καραΐνδρου
Ηταν καμάρι του ουρανού και καβαλάρης όμορφος. Τώρα μια χούφτα χιόνι. Αγαπημένη μουσική του Μάνου για τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, μου έρχεται στο μυαλό και αγγίζει την ψυχή σήμερα που αποχαιρετάμε τον Μίκη. Τα πιο τρυφερά μας χρόνια, τα φοιτητικά, τα ζήσαμε κάτω από τη δική τους επιρροή. Μας γέμισαν με παρακαταθήκες ομορφιάς και ανακαλύψαμε μέσα από τη μουσική τους την ίδια μας την πατρίδα. «Επιτάφιος», «Επιφάνια», «Αξιον Εστί», «Πνευματικό Εμβατήριο» αλλά και το «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Καμπανέλλη και ο «Μεγάλος Ερωτικός», «Περβόλια», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» αλλά και «Είμαι αετός χωρίς φτερά».
Ετσι βρέθηκα κι εγώ και έζησα μέσα στην εποχή των δύο υπέροχων συνθετών της Ελλάδας που συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον σε έναν μοναδικό στίβο μουσικής αναγέννησης της πατρίδας. Τυχερή. Αφάνταστα τυχερή η γενιά μου. Πανεπιστήμιο, νέα μουσικά έργα που πλούτιζαν τις ευαισθησίες μας κι ένας Κουν με τους «Ορνιθες» και τους «Πέρσες» του να εγγράφουν στην ψυχή μας παραστάσεις και μουσικά έργα αθάνατα. Και ήρθαν οι μπουάτ, απίστευτοι χώροι μουσικής κι αισθητικής συναλλαγής. Και πώς να μην εμπλακώ κι εγώ στο αλισβερίσι της τέχνης; Ηδη από τα 22 μου δίδασκα σε σχολείο Αρχαία, Νέα και Ιστορία και παράλληλα ετοίμαζα το δίπλωμά μου στο πιάνο. Ασε που είχα προλάβει να παντρευτώ έναν συμφοιτητή μου, τον Νικόλα Φαράκλα, και είχα ένα παιδί.
Απτόητη μπήκα στον χορό των μπουάτ, έπαιξα πιάνο, αυτοσχεδίασα, έπαιξα Χατζιδάκι αλλά κυρίως Θεοδωράκη και μάλιστα αγαπημένα μου θέματα όπως την «Ομορφη Πόλη» και τους «Λιποτάκτες». Τότε ήρθε κι ο Μίκης να με ακούσει. Τον είχα γνωρίσει το 1963 στην Κρήτη μαζί με τη Μαρία (Φαραντούρη). Σε εκείνη την μπουάτ ξεκίνησαν τραγουδώντας Θεοδωράκη ο Μητροπάνος και ο Πουλόπουλος. «Απανεμιά», «Ταβάνια» κι άλλοι τέτοιοι ναοί ελληνικού τραγουδιού. Εννοείται παντού με ψευδώνυμο. Δύσκολοι καιροί, αυστηρός μπαμπάς -μαθηματικός και λυκειάρχης- και το ασυμβίβαστο της ιδιότητάς μου ως καθηγήτριας! Ελένη Αυγερινού λοιπόν. Αμ, τι!
Και δεν τελειώσαμε εδώ. Το πάθος που μας είχε εμφυσήσει ο Μίκης με τα έργα του, δεμένα με το εξεγερτικό μήνυμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, μας οδήγησε στη δημιουργία της ΦΛΟΑ. Φοιτητική Λαϊκή Ορχήστρα Αθηνών. Εγώ έπαιζα πιάνο, κιθάρα ο Κώστας Γκιζελής -φοιτητής Αρχιτεκτονικής- και τραγουδούσε ένας υπέροχος νέος, ο Νίκος Πολυκράτης, ίδιος ο Μπιθικώτσης. Κάναμε αρκετές συναυλίες προωθώντας τα αγαπημένα μας έργα του Μίκη αλλά και του Μάνου. Ωσπου ήρθε η μεγάλη στιγμή για τη ΦΛΟΑ μας: συναυλία οργανωμένη από φοιτητές στο Θέατρο Διάνα. Ηταν το 1966, ναι το 1966. Η φίλη μου πια Μαρία Φαραντούρη, 19 χρόνων, θα τραγουδούσε τα τραγούδια του «Μαουτχάουζεν», με εμένα στο πιάνο. Ο Μίκης στην πρώτη σειρά καθισμένος δέσποζε. Το θέατρο φίσκα. Αποθέωση, σεισμός. Ο Μίκης ενθουσιασμένος ανεβαίνει στη σκηνή έχοντας ακούσει τον Ν. Πολυκράτη και τον καλεί να τραγουδήσει το «Αξιον Εστί» στο Θέατρο του Πειραιά. Και δεν σταμάτησε εκεί. Είπε πολλά, όμορφα αλλά κι επικίνδυνα. Οπως ότι αν τον βρουν κάτω από κανένα τρίκυκλο θα φταίει η Φρειδερίκη. Ο Πολυκράτης που για τα προς το ζην δούλευε και στην τράπεζα, οραματίστηκε με τρόμο την απόλυσή του. Εγώ, όμως, τα είπαμε: παντού με ψευδώνυμο. Οι καιροί πονηροί, γαρ. Ειρήνη Λεβεντάκη για τη ΦΛΟΑ μας. Κι ευτυχώς γιατί την άλλη μέρα βούιξε ο Τύπος. «Κόκκινη συναυλία στο “Διάνα”!».
Τι έγινε μετά; Χούντα έγινε, το 1967. Ο Γκιζελής πήγε μέσα, εμένα με πιάσανε, αλλά το ντοκουμέντο της συναυλίας το έσωσε και πριν από λίγα χρόνια μού έδωσε αντίγραφο. Ομως τον λόγο του Μίκη τον είχε σβήσει, για ευνόητους λόγους. Παραήταν επικίνδυνο!
Λουκάς Καρυτινός
Με τον Μίκη Θεοδωράκη είχαμε πολύ συχνές επαφές. Σαν τελετουργικό που ακολουθούσαμε ανά διαστήματα, τον επισκεπτόμασταν με τη σύζυγό μου, καθόμασταν μαζί 2-3 ώρες, κουβεντιάζαμε, ακούγαμε τα συμφωνικά του έργα, του πήγαινα κι εγώ καμιά φορά δικές μου εκτελέσεις. Ηταν βραδιές που ξεκινούσαν με ομιλίες και έκλειναν απαραιτήτως με ακροάσεις.
Θυμάμαι πριν από περίπου 10-15 χρόνια, σε μία από αυτές τις συναντήσεις, πριν ξεκινήσουμε την κοινή απόλαυση της μουσικής, μας λέει: «Μόλις σχεδίασα τον τάφο μου. Να, μόλις έφυγε ο αρχιτέκτονας με τον οποίο τον φτιάξαμε μαζί». Αφωνοι και οι δυο επιμέναμε να του λέμε: «Τι είναι αυτά που σκέφτεσαι, βρε Μίκη;». Αλλά εκείνος, που είχε όντως μόλις σχεδιάσει τα πάντα, επέμενε: «Εχω βρει ένα υπέροχο τοπίο στον Γαλατά με θέα τη θάλασσα. Θα αγναντεύω συνέχεια το πέλαγος, αφήστε που από πάνω έχει υπέροχες πορτοκαλιές…». Ηταν σαν να ήξερε και να είχε προγραμματίσει από χρόνια πού θα περάσει την επόμενη ζωή του»…
Κώστας Καρτελιάς
Ηταν η εποχή που ηχογραφούσαμε την «Οδύσσεια». Κάθε απόγευμα στις 6 πηγαίναμε στο σπίτι του η Μαρία Φαραντούρη που την ερμήνευε, η Ιρινα Βαλεντίνοβα που είχε την ευθύνη της ενορχήστρωσης και εγώ. Ακούγαμε όλοι μαζί τη δουλειά που είχε γίνει το πρωί στο studio. Μας περίμενε πάντα στο σαλόνι καθισμένος σε μια πολυθρόνα, με τα πόδια του να ακουμπούν σε ένα σκαμπό μπροστά της. Ηταν τότε ογδόντα ενός, φορούσε παντόφλες και μέσα από τις μαύρες κάλτσες διέκρινες κάποιο ελαστικό λευκό επίδεσμο, φαντάζομαι για τα πρησμένα του πόδια. Ακουγε πάντα με προσοχή την ηχογράφηση, κοιτώντας την παρτιτούρα, και αναλόγως έκανε διορθώσεις και προτάσεις για την επόμενη μέρα. Πάντα ευγενής, πάντα έτοιμος να ακούσει και ανοιχτός στον διάλογο πάνω στο έργο. Τόσο με την Ιρίνα όσο και με τη Μαρία.
Ενα από αυτά τα απογεύματα και σε μία προσπάθειά του να εξηγήσει στην Ιρίνα μία μουσική φράση, έπιασε το μπαστουνάκι του και σηκώθηκε από την πολυθρόνα να πάει στο πιάνο να παίξει κάτι πάνω σε ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Για να εξηγήσει προφανώς το πώς το ήθελε. Παρατηρούσα τα χέρια του, ο χρόνος ήταν εμφανής πάνω τους. Σκέφτηκα ότι θα έπαιζε μόνο δυο τρεις νότες, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό αυτό που ήθελε… Κάθισε θυμάμαι στο σκαμπό και άρχισε να παίζει. Να παίζει. Καθόμουν στον καναπέ και έβλεπα τα μαλλιά του λοξά, έμοιαζαν με μία χαίτη λιονταριού. Χάθηκα. Ενιωθα τη μουσική να γεμίζει ασφυκτικά το δωμάτιο, να φουσκώνουν οι τοίχοι από τη μελωδία. Ενιωθα στα μάγουλά μου να κυλούν νερά. Θυμήθηκα τον πατέρα μου που με πήγε πάνω στους ώμους του από τη Ραφήνα στην Αθήνα σε εκείνη την πορεία Ειρήνης του ’64. Θυμήθηκα τον Καραΐσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και τους αριστερούς φίλους του πατέρα μου που χαμηλόφωνα μιλούσαν για ιστορίες από την εξορία. Βγήκα έξω από το χρόνο, έξω από το χώρο, λες και η μουσική με είχε αρπάξει και με ταξίδευε πίσω, μπρος, μέσα μου και μέσα στους άλλους.
Δεν θυμάμαι να πω πόση ώρα έπαιξε. Θυμάμαι μόνο όταν σηκώθηκε και ξανάπιασε το μπαστουνάκι του. Πέρασε μπροστά μου, πέρασε μπροστά από τη Μαρία, από την Ειρήνη και στάθηκε στην πόρτα. Γύρισε, με κοίταξε στα μάτια (δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό το βλέμμα) και μου είπε: «Είμαι 81 χρόνων, δεν έβαλα ποτέ τα χέρια μου πάνω στο πιάνο χωρίς να πάρω φωτιά, όμως τώρα κουράστηκα, θέλω να πάω να ξαπλώσω».
Εφυγε για το υπνοδωμάτιό του, αφήνοντάς μας στο σαλόνι με την ηχώ από τη μουσική του, στη γεμάτη από τη μεγάλη ψυχή του σιωπή μας…
Φώντας Λάδης
Τίποτα δεν είναι υπερθετικό, κανένας χαρακτηρισμός δεν είναι υπερβολικός, αν θέλει κανείς να περιγράψει τον Μίκη, την εκρηκτική, επαναστατική -με την πλήρη έννοια της λέξης- προσωπικότητά του. «Περίσσευε» από οποιαδήποτε περιγραφή κι αν επιχειρούσε κανείς να του κάνει. Η όψη, το έργο του, η γενική παρουσία του.
Οταν συνειδητοποιήσουμε κάποια στιγμή πως πέθανε, θα μπορούμε να πούμε: «Ναι, πέθανε ένας μεγάλος Ελληνας, ένας παγκόσμιος καλλιτέχνης, μια βαθιά πολιτική προσωπικότητα, ένας διεθνιστής επαναστάτης. Πέθανε ένας άνθρωπος με μεγάλο ταλέντο στον γραπτό και τον προφορικό λόγο, ένας ακούραστος δουλευτής, ένας γλαφυρός αφηγητής, ένας συνοδοιπόρος με μεγάλη αίσθηση της συλλογικότητας και του χιούμορ, ένας γενναιόδωρος στους νεότερους συνεργάτες του άνθρωπος, ένας μαχητής της Εθνικής Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής και ένας ανήσυχος ηγέτης, με πρωτότυπες ιδέες και πρωτοβουλίες στη συνέχεια».
Εζησε πολύ. Οσο έπρεπε. Ετσι δέθηκε με πολλές γενιές Ελλήνων, ακόμα και με τους σημερινούς νέους. Αυτός και το έργο του.
Με την επανάσταση που έφερε στον χώρο της τέχνης, μαζί με άλλους μεγάλους της γενιάς του, στάθηκε για μας παράδειγμα και παροτρυντικός, προωθητικός παράγοντας.
Προσωπικά, δέθηκα αδιάσπαστα μαζί του στο καλλιτεχνικό, αλλά και στο ανθρώπινο πεδίο. Γι’ αυτό και όταν καμιά φορά είχαμε αντιθέσεις και έντονες αντιπαραθέσεις -όπως γίνεται σε κάθε οικογένεια- μου έλεγε συνοφρυωμένος αλλά και λίγο περιπαικτικά: «Τη μάνα σου μην την πετροβολάς», θυμίζοντάς μου τον γνωστό στίχο από το έργο «Ενας Ομηρος» του Μπρένταν Μπίαν.
Θα έχουμε καιρό, πάλι και πάλι, να μιλήσουμε για τον Μίκη, να τραγουδήσουμε τα τραγούδια του, να αφηγηθούμε, να θυμηθούμε, να αποτιμήσουμε το πέρασμά του από τον τόπο και από τη ζωή μας, να τον ευχαριστήσουμε.
Τώρα είναι η ώρα για τη λύπη. Για το πένθος, που έρχεται σιγά σιγά να μας πικράνει -αναπόφευκτα- με τη βαριά σκιά του.
Που, να την, πλησιάζει.
Γεια σου, Μίκη.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών