Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 προκάλεσε ένα σημαντικό (αλλά διόλου αθεράπευτο) ρήγμα ανάμεσα στις δύο ακτές του Ατλαντικού, αλλά και μεταξύ της “παλιάς” και της “νέας Ευρώπης”, όπως αποκλήθηκαν.
Όμως η επέμβαση στο Αφγανιστάν, που είχε ξεκινήσει δύο χρόνια νωρίτερα, ήταν ο “καλός πόλεμος”. Πραγματοποιήθηκε με την κάλυψη του ΟΗΕ, δικαιολογήθηκε με βάση την ανάγκη καταπολέμησης της τρομοκρατίας και είχε την στήριξη, όχι μόνο φραστική αλλά και επιχειρησιακή, των Ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ. Άλλωστε οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 υπήρξαν η μοναδική περίσταση στην οποία ενεργοποιήθηκε το περί αμοιβαίας συνδρομής Άρθρο 5 του Χάρτη του ΝΑΤΟ.
Η άδοξη ολοκλήρωση της αμερικανικής παρουσίας στο Αφγανιστάν είναι συνεπώς αναπόφευκτο να αφήνει και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις (ευρωενωσιακές ή μη, όπως η Βρετανία) μετέωρες. Πόσο μάλλον που η αδέξια υλοποίηση της προαποφασισμένης αμερικανικής αποχώρησης, χωρίς επαρκή συντονισμό με τους συμμάχους, οδήγησε σε τραγικές σκηνές σαν αυτές που εκτυλίχθηκαν στο αεροδρόμιο της Καμπούλ.
Οι επιπτώσεις σε ό,τι αφορά την Ευρώπη των συγκλονιστικών εξελίξεων του τελευταίου μήνα στο Αφγανιστάν συζητιούνται κυρίως υπό το πρίσμα πιθανών νέων προσφυγικών κυμάτων, καθώς και των νέων ανταλλαγμάτων που προτίθεται να ζητήσει η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν για να συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του αναχώματος. Ωστόσο οι προσφυγικές ροές δεν είναι δεδομένο ότι θα ενισχυθούν – η επίκλησή τους προκύπτει περισσότερο από έναν αυτοματισμό φόβου, αλλά και από την ενδόμυχη επιθυμία εν προκειμένω να δικαιολογηθεί η περιπέτεια της Δύσης στον Ινδοκαύκασο, ο τερματισμός της οποίας μόνο “χάος” μπορεί να κληροδοτεί.
Εθελούσια ομηρία
Όσο για τους εκβιασμούς του Ερντογάν, προκύπτουν και αυτοί από μια κατάσταση εθελούσιας ευρωπαϊκής ομηρίας, εφόσον η αντιμετώπιση του αφγανικού προσφυγικού ζητήματος θα μπορούσε να γίνει αποτελεσματικότερα και δικαιότερα σε συνεργασία με τη χώρα που από τη δεκαετία του ’90 έχει υποδεχθεί εκατομμύρια Αφγανών, ήτοι το Ιράν, με το οποίο όμως η Ευρώπη δεν συνομιλεί σχετικά.
Στην πραγματικότητα, οι κυριότερες επιπτώσεις των τελευταίων εξελίξεων θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Η διατλαντική σχέση βγαίνει ακόμη περισσότερο τραυματισμένη και ο ευρωαμερικανικός “μήνας του μέλιτος” που ξεκίνησε με την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν μοιάζει να αποτελεί (για λόγους που αφορούν όχι μόνο την πολιτική ασφαλείας αλλά και τον οικονομικό “λαϊκισμό” του Αμερικανού προέδρου) παρελθόν. Το φαινομενικώς παράδοξο αποτέλεσμα είναι έτσι ο νυν ένοικος του Λευκού Οίκου να “χτίζει” την αφγανική πολιτική του πάνω στο έδαφος των επιλογών του Ντόναλντ Τραμπ, αποκρούοντας ακόμη και τις εκκλήσεις των Ευρωπαίων συμμάχων για μετάθεση της ημερομηνίας αποχώρησης.
Και το παράδοξο γίνεται ισχυρότερο αν αναλογισθεί κανείς ότι Γηραιά Ήπειρος, που επί τόσες δεκαετίες στηρίχθηκε στην αμερικανική αμυντική “ομπρέλα”, εμφανίζεται τώρα ως θιασώτης ενός πολεμικού “ακτιβισμού”, πάντα με την επίκληση των αξιών της ανοικτής κοινωνίας, τον οποίο αναρωτιέται κανείς πώς θα στηρίξει ερήμην των ΗΠΑ.
Η νευρικότητα είναι κατεξοχήν ορατή στις άλλοτε αποικιακές αυτοκρατορίες, Βρετανία και Γαλλία, με τον Μπόρις Τζόνσον να διακηρύσσει ότι η χώρα του προσφέρεται να συνεχίσει τον αγώνα στο Αφγανιστάν και τον Εμανουέλ Μακρόν να επισκέπτεται τη Μοσούλη, διεκδικώντας ρόλο πρωταγωνιστή στη μάχη κατά του τζιχαντισμού.
Όμως η “Αμερική που επέστρεψε” όπως διακήρυσσε ο Μπάιντεν, υπό τις ιαχές των Ευρωπαίων, όχι μόνο αναδιπλώθηκε στην Κεντρική Ασία, αλλά και έριξε τους τόνους της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, όπως έδειξε χαρακτηριστικά και η συμφιλίωση της Ουάσιγκτον με την προοπτική ολοκλήρωσης του αγωγού NordStream 2.
Πρόκειται για ένα περιβάλλον το οποίο δημιουργεί πολύ περισσότερες πηγές αβεβαιότητας από ό,τι αφήνει να φανεί η αποκλειστική εστίαση στο προσφυγικό.
Κώστας Ράπτης
Πηγή: Capital