Μεταφράσεις

Άντριου Κόκμπερν: Πώς ο στρατός των ΗΠΑ πλούτισε από το Αφγανιστάν

Η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν θρηνείται (ή χαιρετίζεται – βλ. τον κινεζικό Τύπο) ως ήττα. Αλλά αυτή είναι μια κοντόφθαλμη στάση, τουλάχιστον από τη σκοπιά του αμερικανικού στρατού και του πλήθους των ενδιαφερομένων μερών που τρέφονται από τη γούρνα του. Γι’ αυτούς, η όλη περιπέτεια ήταν μια τεράστια επιτυχία, όπως μετράται με τα τρισεκατομμύρια δολάρια των φορολογουμένων που έρευσαν στους προϋπολογισμούς και στα κέρδη τους στις δύο δεκαετίες κατά τις οποίες διατήρησαν με επιτυχία την επιχείρηση.

Την αλήθεια αυτού μου την επεσήμανε με σθένος κάποτε ένας φίλος μου, ο οποίος, ως μεσαίου επιπέδου μέλος του επιτελείου, παρακολούθησε ένα κονκλάβιο στρατηγών που συζητούσαν τη μίνι-επιχείρηση του Ντόναλντ Τραμπ στο Αφγανιστάν το 2018. Όπως διηγήθηκε τη συζήτηση, ήταν ομόφωνοι ότι η κίνηση αυτή δεν θα έκανε απολύτως καμία διαφορά στον πόλεμο, “αλλά”, συμφώνησαν με χαρά, “θα μας κάνει καλό στον προϋπολογισμό”.

Χρόνια πριν, ο συνταγματάρχης John Boyd, ο πρώην πιλότος μαχητικών της Πολεμικής Αεροπορίας, ο οποίος ως γνωστόν συνέλαβε και εξέθεσε μια ολοκληρωμένη θεωρία της ανθρώπινης σύγκρουσης, είχε επισημάνει ότι δεν υπήρχε καμία αντίφαση μεταξύ της διακηρυγμένης αποστολής του στρατού και της φαινομενικής αδιαφορίας του για την επιτυχία της μάχης. ‘Ο κόσμος λέει ότι το Πεντάγωνο δεν έχει στρατηγική’, είπε. ‘Κάνουν λάθος. Το Πεντάγωνο έχει στρατηγική. Αυτή είναι: “Μην διακόπτετε τη ροή των χρημάτων, προσθέστε σ’αυτά”.

Μου θύμισε αυτή την αιώνια αλήθεια μια ανακοίνωση που θάφτηκε μέσα στη θύελλα των ειδήσεων για την απόσυρση από το Αφγανιστάν τον Ιούλιο: ως μέρος της συνεχιζόμενης γενναιοδωρίας μας προς τον αφγανικό λαό, έλεγε, θα στέλναμε στην αφγανική αεροπορία 37 ελικόπτερα UH-60. Λίγοι αναγνώστες, μη συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων που αντέγραφαν το δελτίο τύπου του Πενταγώνου, θα είχαν εκτιμήσει τη βαθιά ειρωνεία της είδησης, μια υπενθύμιση της πραγματικής, άθλιας ιστορίας του πολέμου, τόσο τραγικής για τόσους πολλούς Αφγανούς, τόσο κερδοφόρας για κάποιους Αμερικανούς.

Ένα νέο UH-60 κοστίζει περίπου 12 εκατομμύρια δολάρια, οπότε αυτό το αποχαιρετιστήριο δώρο ανέρχεται σε περίπου 450 εκατομμύρια δολάρια, μια διόλου ευκαταφρόνητη προσθήκη στα 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν ήδη προϋπολογιστεί για την υποστήριξη των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας για το επόμενο έτος, αν και μια σταγόνα στον κουβά σε σύγκριση με το συνολικό ποσό των 2,26 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την εκστρατεία μας των δύο δεκαετιών. Ήταν αναμφίβολα απολύτως ευπρόσδεκτη για την Lockheed Martin Corporation, ιδιοκτήτρια της κατασκευάστριας εταιρείας των ελικοπτέρων, της Sikorsky. Τα αεροσκάφη θα προστεθούν στα 53 UH-60 που έχουν ήδη αποσταλεί στο Hindu Kush τα τελευταία χρόνια. Λίγα από αυτά μπορούν να πετάξουν ακόμη, επειδή οι Αφγανοί μηχανικοί ήταν γνωστό ότι ήταν εντελώς ανίκανοι να συντηρήσουν τα πολύπλοκα μηχανήματα, ενώ η δουλειά είχε ανατεθεί σε ακριβοπληρωμένους (από τις ΗΠΑ) Αμερικανούς μισθοφόρους. Από την άλλη πλευρά, οι Αφγανοί ήταν απολύτως ικανοί να φροντίζουν τα ελικόπτερα που είχαν πετάξει στο παρελθόν – το ρωσικό MI-17, ένα απλό, στιβαρό μηχάνημα στο οποίο οι ντόπιοι πιλότοι και μηχανικοί είχαν εμπειρία δεκαετιών. Είχε επίσης το πλεονέκτημα ότι μπορούσε να επιχειρεί στα ψηλότερα σημεία της ορεινής χώρας, κάτι που το UH-60, δεν μπορεί να κάνει. Για μερικά χρόνια, ο αμερικανικός στρατός είχε αγοράσει λογικά, ανακαινισμένα ρωσικά ελικόπτερα με κόστος (το πολύ) 4,5 εκατομμύρια δολάρια το καθένα για να τα μεταβιβάσει στους Αφγανούς, αλλά η συμφωνία στράβωσε όταν ο συνταγματάρχης του στρατού που διηύθυνε το πρόγραμμα, ο Norbert Vergez, έκανε διεφθαρμένες συναλλαγές με σκοτεινά στοιχεία στη Ρωσία για να ανεβάσει την τιμή. Ο Vergez δήλωσε ένοχος για “σύγκρουση συμφερόντων” και έλαβε ελαφριά ποινή, και ο στρατός άδραξε την ευκαιρία να μεταβιβάσει τη σύμβαση στη Sikorsky/Lockheed. Έτσι, οι Αφγανοί αναγκάστηκαν να ανταλλάξουν ένα χρήσιμο όπλο με ένα όπλο που αποδείχθηκε ουσιαστικά άχρηστο. (Δεν θα πρέπει ποτέ να ειπωθεί, ωστόσο, ότι οι αμερικανικές δυνάμεις, ακόμη και όταν το έσκαγαν μέσα στη νύχτα από την τεράστια βάση τους στο Μπαγκράμ, εγκατέλειπαν αδιάφορα πανάκριβο εξοπλισμό σε όποιον τον χρειαζόταν. Αν και πράγματι άφησαν πίσω τους εκατοντάδες φορτηγά, φρόντισαν να πάρουν τα κλειδιά μαζί τους).

Το ελάχιστα δημοσιοποιημένο σκάνδαλο με τα ελικόπτερα ήταν ένα από τα πολλά που διερευνήθηκαν από τον John Sopko, ο οποίος, ως Ειδικός Γενικός Επιθεωρητής για την Αφγανική Ανασυγκρότηση, υπήρξε η Κασσάνδρα του αφγανικού πολέμου. Από τότε που το Κογκρέσο δημιούργησε τη θέση του το 2012, αναφέρεται επιμελώς στις λεπτομέρειες της κολοσσιαίας σπατάλης που συνδέεται με τον πόλεμο σε όμορφες πολύχρωμες ετήσιες εκθέσεις, αλλά με ελάχιστα αποτελέσματα. ‘Ήταν μια καταστροφή έτοιμη να συμβεί, και συνέβη’, μου είπε λίγα χρόνια μετά την ανάληψη της θέσης του. ‘Σπαταλήσαμε πολλά χρήματα. Δεν ήταν ότι οι άνθρωποι ήταν ηλίθιοι και δεν ήταν ότι οι άνθρωποι δεν νοιάζονταν- απλώς το σύστημα σχεδόν εγγυάται την αποτυχία’. Ως παράδειγμα έδειξε ένα πλαστικό μοντέλο ενός δικινητήριου μεταγωγικού αεροπλάνου, ενός ιταλικού G-222, που καθόταν στο περβάζι του παραθύρου του. Είκοσι από αυτά είχαν αγοραστεί για τους Αφγανούς με κόστος 500 εκατομμύρια δολάρια. “Ήταν το λάθος αεροπλάνο για τη χώρα, το υψόμετρο, τον καιρό. Οι Αφγανοί δεν μπορούσαν να εκπαιδευτούν σε αυτά”. Ανίκανα να πετάξουν, είχαν εγκαταλειφθεί αμέσως μόλις έφτασαν. Ο Sopko τα είχε συναντήσει στην άκρη του αεροδρομίου της Καμπούλ, “σκουριασμένα, με δέντρα να φυτρώνουν μέσα τους”. Κανείς, είπε, δεν είχε απολυθεί ή έστω τιμωρηθεί πειθαρχικά γι’ αυτή την πρωτοβουλία, ή για κάποιο από τα παρόμοια κραυγαλέα παραδείγματα σπατάλης χρημάτων. Αμφιβάλλω αν κάποιος έχασε προαγωγή ή έστω μπόνους. Καλώς ήρθατε στον κόσμο μου”.

Λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι τον περισσότερο καιρό, ο ίδιος ο πόλεμος πληρωνόταν από ένα μπόνους, μια προσθήκη στον κύριο προϋπολογισμό του Πενταγώνου με τη μορφή ενός ειδικού ταμείου για “Υπερπόντιες Επιχειρήσεις Έκτακτης Ανάγκης” – χρήματα που χορηγούνταν δεόντως στο στρατό γι’ αυτόν και για άλλους συνεχιζόμενους πολέμους, σαν ένα αστυνομικό τμήμα που χρεώνει επιπλέον για τη σύλληψη εγκληματιών. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, το Πεντάγωνο άρχισε να εκτρέπει αθόρυβα τον λεγόμενο “πολεμικό προϋπολογισμό” του σε πιο επείγουσες προτεραιότητες, όπως η χρηματοδότηση νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Μέχρι το 2020 η εκτροπή είχε γίνει επίσημη – το αίτημα του προϋπολογισμού για εκείνο το έτος αναγνώριζε ξεδιάντροπα ότι 98 δισεκατομμύρια δολάρια από τα χρήματα του ΥΕΕΑ προορίζονται για συνήθεις “βασικές απαιτήσεις” και όχι για πολεμικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό.

Φέτος, το Κογκρέσο ντράπηκε επιτέλους και κατήργησε τον πολεμικό προϋπολογισμό, οπότε οι συνεχιζόμενες πολεμικές αποστολές, όπως η “Ομάδα Μάχης Stryker” της 4ης Μεραρχίας Πεζικού που στάλθηκε στη Συρία, ακόμη και ενώ άλλες μονάδες απομακρύνονταν από το Μπαγκράμ, θα πρέπει τώρα να πληρώνονται από τον πραγματικό προϋπολογισμό του Πενταγώνου. Με 715 δισεκατομμύρια δολάρια, καταγγέλλεται ως ανεπαρκής από Ρεπουμπλικανούς και Δημοκρατικούς, οι οποίοι αναφέρουν, μεταξύ άλλων παραδειγμάτων θλιβερής έλλειψης, το διογκούμενο κόστος του προγράμματος εκσυγχρονισμού των πυρηνικών δυνάμεων που μας κληροδότησε ο Μπαράκ Ομπάμα. Ακόμα και για τους σκληρούς εξεταστές των υπερβολών των Αμερικανικών αμυντικών δαπανών, οι αλματωδώς αυξανόμενες τιμές του πυρηνικού κληροδοτήματος Ομπάμα είναι εντυπωσιακές. Το πρώτο από τα 12 νέα βαλλιστικά πυραυλικά υποβρύχια κλάσης Columbia, για παράδειγμα, έχει τώρα προγραμματιστεί να κοστίσει λίγο πάνω από 15 δισεκατομμύρια δολάρια, μια αύξηση 637 εκατομμυρίων δολαρίων μόνο το τελευταίο έτος. Μεταξύ άλλων, αυτό αποτελεί ιστορικό επίτευγμα από την πλευρά των υποβρυχίων, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη φορά που ένα υποβρύχιο κοστίζει περισσότερο από ένα αεροπλανοφόρο 100.000 τόνων, η νεότερη παραλλαγή του οποίου, η κλάση Ford, κοστίζει σήμερα 13 δισεκατομμύρια δολάρια, που αποτελεί κι αυτό ρεκόρ για τα αεροπλανοφόρα. (Δεν υπάρχει καμία εγγύηση, ωστόσο, ότι τα μεταγενέστερα μοντέλα Ford δεν θα προσπαθήσουν με επιτυχία να καλύψουν τη διαφορά).

Πριν από πολύ καιρό, ο A. Ernest Fitzgerald, ένας αξιωματούχος διαχείρισης κόστους της Πολεμικής Αεροπορίας που απολύθηκε το 1969 με άμεση διαταγή του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον επειδή αποκάλυψε μια υπέρβαση κόστους πολλών δισεκατομμυρίων σε μια σύμβαση της Πολεμικής Αεροπορίας, εξήγησε ότι η βασική επιχείρηση της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας δεν ήταν η πώληση όπλων, αλλά η “πώληση κόστους”. Δεδομένου ότι τα κέρδη τους ήταν εγγυημένα ως ποσοστό του κόστους, όσο περισσότερο ανέβαινε η τιμή των προγραμμάτων για τα οποία είχαν συμβληθεί, τόσο μεγαλύτερο ήταν το κέρδος τους. Στην ουσία, παρά τις πολυδιαφημιζόμενες “μεταρρυθμίσεις για τις προμήθειες”, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει, εκτός από το ότι τα σχετικά ποσά έχουν γίνει μεγαλύτερα και η διαφθορά πιο κραυγαλέα.

Μια έρευνα από το 2018 της Mandy Smithberger από το Project on Government Oversight (ομάδα επιτηρητών στην Ουάσινγκτον) για παράδειγμα, διαπίστωσε ότι από το 2008 έως το 2018 τουλάχιστον 380 υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του υπουργείου και στρατιωτικοί έγιναν λομπίστες, μέλη διοικητικών συμβουλίων, στελέχη ή σύμβουλοι για αμυντικούς εργολάβους μέσα σε δύο χρόνια από τη στιγμή που έβγαλαν τη στολή τους. Ο Τζέιμς Μάτις, για να πάρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποστρατεύτηκε ως στρατηγός των πεζοναυτών με τέσσερα αστέρια, ανέβηκε στο διοικητικό συμβούλιο της κορυφαίας αμυντικής εταιρείας General Dynamics, όπου υπηρέτησε για τρία χρόνια, λαμβάνοντας αποζημίωση 900.000 δολαρίων, και στη συνέχεια πέρασε δύο χρόνια ως υπουργός Άμυνας του Τραμπ, μετά τα οποία επέστρεψε στο διοικητικό συμβούλιο της General Dynamics. Ο Λόιντ Όστιν, ο σημερινός υπουργός Άμυνας, συγκέντρωσε μετοχές αξίας 1,7 εκατομμυρίων δολαρίων ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Raytheon, του δεύτερου μεγαλύτερου αμυντικού εργολάβου της χώρας, κατά τα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ της συνταξιοδότησής του από τον στρατό και της ανάληψης του σημερινού ευγενούς αξιώματός του, μαζί με άλλες προσοδοφόρες θέσεις στον αμυντικό τομέα.

Κάθε φορά που ο αμερικανικός στρατός αποσύρεται από το πεδίο της μάχης, οι σχολιαστές εκτιμούν ότι η περίσταση μπορεί να σηματοδοτηθεί από μια ανάπαυλα από τους γιγαντιαίους αμυντικούς προϋπολογισμούς. Μια ματιά στο ιστορικό αρχείο επιβεβαιώνει ότι αυτές οι ελπίδες είναι άστοχες. Από την Κορέα και μετά, η μείωση των δαπανών διήρκεσε λίγο περισσότερο από τις παρελάσεις για την επιστροφή των στρατευμάτων. Ακόμα και όταν η βασική δικαιολογία για όλη την αμυντική προσπάθεια της Αμερικής, η Σοβιετική Ένωση, κατέρρευσε εντελώς το 1991, ο προϋπολογισμός ανακόπηκε μόνο για λίγο πριν συνεχίσει την ανοδική του πορεία. Μια ενδελεχής εξέταση των στατιστικών στοιχείων για τις αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ από το τέλος του πολέμου της Κορέας από τον πρώην αναλυτή του Πενταγώνου Franklin Spinney αποκάλυψε ένα ενδιαφέρον μοτίβο: συνολικά, ο προϋπολογισμός αυξήθηκε με σταθερό ρυθμό συνολικά 5 τοις εκατό ετησίως. Κάθε φορά που ο αριθμός έπεφτε κάτω από αυτή την τάση, μια τρομακτική “απειλή” εμφανιζόταν την κατάλληλη στιγμή για να δικαιολογήσει διορθωτικές ενέργειες.

Δεν θα πρέπει λοιπόν να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, την ώρα που οι αμερικανικές δυνάμεις αποχωρούν από το Αφγανιστάν, αφήνοντας αυτά τα ετοιμόρροπα ελικόπτερα και τα ακινητοποιημένα φορτηγά ως μνημεία, οι εκκλήσεις του αμυντικού λόμπι για άμεση αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά, ναι, 5% γίνονται όλο και πιο δυνατές. Παρόλο που η ρωσική αρκούδα, αν και αναμφισβήτητα ψωριάρα σε σύγκριση με την αποχωρήσασα πάντα αξιόπιστη και απειλητική ΕΣΣΔ, εξακολουθεί να σπρώχνεται να βγει στη σκηνή για να τηρηθεί η παράδοση, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει τώρα βγει μπροστά σε πρωταγωνιστικό ρόλο ως εχθρός που εγγυημένα θα αντέξει για πολλούς δημοσιονομικούς κύκλους στο μέλλον. Ως πρόγευση, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ πούλησε την Πρωτοβουλία Αποτροπής του Ειρηνικού, που θυμίζει κατά κάποιον τρόπο την προσφάτως αποχωρήσασα άχρηστη σπατάλη των Επιχειρήσεων Απρόβλεπτων Περιστατικών, ένα πακέτο αιτημάτων για επιπλέον δαπάνες για την αποτροπή των σχεδίων του Μεσαίου Βασιλείου στον Ειρηνικό Ωκεανό, ύψους τουλάχιστον 27 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Καταθέτοντας υπέρ της πρωτοβουλίας τον περασμένο Μάρτιο, ο Ναύαρχος John C. Aquilino, Διοικητής της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού, μίλησε δυσοίωνα για μια πιθανή κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν στο εγγύς μέλλον, και για την ανάλογη ανάγκη να μη διστάσουμε να καταβάλουμε καμία προσπάθεια, και φυσικά χρήματα, για να αντισταθούμε στα επιθετικά τους σχέδια. Η πεντακάθαρη στολή του έλαμπε με σειρές από έντονα χρωματιστές κορδέλες, βραβεία μιας λαμπρής καριέρας. Παρατήρησα ότι ανάμεσά τους υπήρχε το πράσινο, κόκκινο, μαύρο και άσπρο μετάλλιο εκστρατείας στο Αφγανιστάν, που σηματοδοτούσε την υπηρεσία του κατά τη διάρκεια της επικής σύγκρουσης σε εκείνη τη χώρα χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα.

Ήταν μια ανακούφιση η διαπίστωση ότι τα μαθήματα που αποκτήθηκαν με τέτοιο κόστος δεν θα ξεχαστούν.

Andrew Cockburn           

Μετάφραση: Κώστας Ψιούρης

Πηγή: The Spectator