Macro

To Αφγανιστάν και η τραγική ετυμηγορία για την Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου

Ο κύκλος, επομένως, έκλεισε. Κάτι που ξεκίνησε σαν επιχείρηση για την εξάλειψη της Αλ Κάιντα καταλήγει έπειτα από δύο δεκαετίες στην επιστροφή στην εξουσία εκείνων που την υπέθαλψαν.

Σπανίως τόσες ζωές και τόσα χρήματα ξοδεύονται για τόσα λίγα. Θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι η αμερικανική πολιτική σκηνή θα μάθαινε κάτι απ’ όλα αυτά – και τα δύο κόμματα είναι συνένοχα.

Η βασική τάση της Αμερικής είναι όμως να βλέπει τον υπόλοιπο κόσμο άσπρο ή μαύρο. Τέτοια ήταν και η αντίδρασή της μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου πριν από είκοσι χρόνια. Είτε ο κόσμος ήταν με την Αμερική είτε ήταν απέναντί της.

Με αυτή την αντίληψη συνδέεται και η υπόθεση ότι οι φίλοι θέλουν να γίνουν αντίγραφα της Αμερικής, ενώ οι εχθροί είναι αδιόρθωτοι. Οι περισσότερες προκλήσεις όμως έχουν πιο γκρίζες αποχρώσεις. Μια μανιχαϊκή άποψη του κόσμου σπανίως παράγει καλή εξωτερική πολιτική.

Η πρόσφατη ιστορία του Αφγανιστάν αποτελεί μάθημα για το πώς το συγκεκριμένο ένστικτο μπορεί να οδηγήσει την Αμερική σε αδιέξοδο. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου κάθε αμερικανικό κόμμα διάλεξε μια χώρα για να οικοδομήσει εκεί ένα νέο κράτος.

Οι Ρεπουμπλικανοί επέλεξαν το Ιράκ. Οι Δημοκρατικοί διάλεξαν το Αφγανιστάν. Η επιλογή καθορίστηκε από την εσωτερική πολιτική σκηνή, παρά από τις συνθήκες στο εξωτερικό. Οι Δημοκρατικοί πίστευαν ότι ο αναγκαίος πόλεμος ήταν στο Αφγανιστάν από τη στιγμή που ο Οσάμα Μπιν Λάντεν είχε εκεί τη βάση του, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί έστριψαν απότομα προς το Ιράκ.

Οι Ρεπουμπλικανοί ήθελαν να κλείσουν τους λογαριασμούς με τον Σαντάμ Χουσεΐν. Καμία από τις δύο χώρες δεν ήταν έτοιμη να ξαναχτιστεί ως συμπαγές κράτος υπό την κάννη ενός ξένου όπλου. Ανάλογες διαδικασίες διαρκούν περισσότερο από δύο δεκαετίες και πρέπει να οδηγούνται από το εσωτερικό.

Κάθε στιγμή της ιστορίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου καθορίστηκε από αμερικανικές αποφάσεις που λαμβάνονταν στην Ουάσιγκτον. Η στροφή του Τζορτζ Μπους προς το Ιράκ εντασσόταν σε μια ατζέντα που προϋπήρχε και δεν είχε καμία σχέση με την 11η Σεπτεμβρίου.

Ο Σαντάμ Χουσεΐν δεν είχε σχέση με την Αλ Κάιντα. Ούτε διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής. Τίποτε, συμπεριλαμβανομένης της πτώσης της Καμπούλ στις δυνάμεις των Ταλιμπάν, δεν έβλαψε περισσότερο την παγκόσμια φήμη τής Αμερικής από την εισβολή στο Ιράκ. Ακόμη και ο Ντόναλντ Τραμπ έρχεται δεύτερος εδώ. Ο πόλεμος του 2003 στο Ιράκ ήταν η πράξη ενός απερίσκεπτου γίγαντα.

Οι ενισχύσεις 110.000 στρατιωτών που έστειλε ο Μπαράκ Ομπάμα στο Αφγανιστάν το 2009 ήταν λιγότερο επιβλαβείς για την αμερικανική ισχύ. Και αυτή η απόφαση όμως καθορίστηκε από την εσωτερική πολιτική σκηνή των ΗΠΑ.

Από τη στιγμή που ο Ομπάμα κέρδισε την Προεδρία στη βάση ότι το Αφγανιστάν και όχι το Ιράκ αποτελούσε τον δίκαιο πόλεμο, έπρεπε να κρατήσει την υπόσχεσή του. Του έλειπε όμως η πεποίθηση στην ίδια την πολιτική του. Ακόμη και τη στιγμή που συγκέντρωνε περισσότερους στρατιώτες στο αφγανικό έδαφος, ο Ομπάμα υποσχόταν πως οι στόχοι του για την ανοικοδόμηση της χώρας θα επιτυγχάνονταν σε τρία χρόνια. Το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα όμως δεν είχε τίποτε να κάνει με το Αφγανιστάν, παρά μόνο με τις ελπίδες επανεκλογής του το 2012.

Αναρίθμητες συνεντεύξεις Τύπου δόθηκαν από τον Λευκό Οίκο για το πόσα αφγανικά στρατεύματα εκπαιδεύονταν και πόσο εξοπλισμένα θα ήταν. Κανείς δεν ρωτούσε ποιος εκπαίδευε τους Ταλιμπάν.

Το μόνο θετικό της πολιτικής Τραμπ απέναντι στο Αφγανιστάν ήταν ότι δεν ήταν υποκριτική. Δεν παρίστανε ότι ενδιαφερόταν για το ποιος κυβερνά τη χώρα ή το τι συνέβαινε στις γυναίκες της. Οι επιπτώσεις όμως για το ηθικό των Αφγανών ήταν καταστροφικές. Με το να καταλήξει σε απευθείας συμφωνία με τους Ταλιμπάν αγνοώντας την Καμπούλ, ο Τραμπ διέλυσε όσες ελπίδες υπήρχαν για μια πολιτική διευθέτηση στο Αφγανιστάν.

Δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη ότι ο Τζο Μπάιντεν διατήρησε το σενάριο του Τραμπ προσθέτοντας μόνο τέσσερις μήνες στο χρονοδιάγραμμα για την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων.

Ο Μπάιντεν ήταν ο μοναδικός στον Λευκό Οίκο που εξέφρασε την αντίθεσή του στο σχέδιο του Ομπάμα για την ενίσχυση των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν το 2009. Ωστόσο, η σκέψη και του ίδιου χαρακτηρίζεται από μανιχαϊσμό.

Τις τελευταίες εβδομάδες υποστήριξε πως δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η συνεχιζόμενη αμερικανική παρουσία θα έφερνε την ειρήνη. Αυτό βέβαια δεν θα έπρεπε να σημαίνει την εγκατάλειψη της χώρας στη θεοκρατική μοίρα της. Υπάρχουν πολλά γκρίζα σενάρια μεταξύ των δύο. Κανένα από αυτά δεν εξετάστηκε.

Η τραγωδία είναι ότι η ιστορία θα συνεχιστεί με ή χωρίς την Αμερική. Η πιθανότητα το Αφγανιστάν να εξάγει αστάθεια στο πυρηνικά εξοπλισμένο Πακιστάν -το εν δυνάμει μεγαλύτερο αποτυχημένο κράτος του κόσμου- είναι υπαρκτή.  Όπως υπαρκτή είναι και η δυνατότητα των Ταλιμπάν να αναζωογονήσουν τις ισλαμικές ομάδες της περιοχής.

Όπως και οι προκάτοχοί του, ο Μπάιντεν εκπλήρωσε την προεκλογική υπόσχεσή του. Δεν υπάρχει όμως σχέση ανάμεσα στο κλείσιμο του κεφαλαίου για τις ΗΠΑ και στο σενάριο που θα κληθούν να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι.

Όσο οι Αφγανοί πρόσφυγες θα κατευθύνονται προς τη Δύση και όσο οι ταραχοποιοί όλου του κόσμου θα βρίσκουν μια νέα πηγή έμπνευσης, οι ΗΠΑ θα ρουφηχτούν ξανά στην περιοχή. Οι Αμερικανοί Πρόεδροι έρχονται και παρέρχονται. Η γεωπολιτική όμως έχει το δικό της μυαλό.

Edward Luce

Πηγή: Η Αυγή από Financial Times