Είναι ο κοινωνικός φιλελευθερισμός το τελευταίο αποκούμπι της Αριστεράς; Το ερώτημα αυτό, μάλλον αδιανόητο για τον χώρο της Αριστεράς, ίσως να απασχολεί κάποιους/ες από άλλους πολιτικούς χώρους. Για τη Δεξιά, για παράδειγμα, θα ήταν μια καλή εξέλιξη, γιατί θα επιβεβαίωνε τις ανιστόρητες αποφάνσεις της περί του τέλους της ιστορίας και του περιορισμού της σε μικροδιευθετήσεις στο πλαίσιο ενός ανταγωνιστικού καπιταλισμού και μιας ελεγχόμενης δημοκρατίας, σε διαχείριση του υπάρχοντος δηλαδή. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι ταξικές ανισότητες και τα υλικά προβλήματα δεν θα τροφοδοτούσαν την πρώτη ύλη της πολιτικής. Ούτε τα όνειρα για εμβάθυνση της δημοκρατίας και ενίσχυση της συμμετοχής των πολλών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων που τους επηρεάζουν.
Η πολιτική θα περιοριζόταν μόνο σε ζητήματα κοινωνικού και πολιτισμικού φιλελευθερισμού, στον πυρήνα του οποίου θα υπήρχε η πολιτική των ταυτοτήτων. Η Δεξιά θα κατοχύρωνε την εκπροσώπηση των «πληττόμενων» από την πολιτισμική ανασφάλεια (κυρίως εθνικών) πλειοψηφιών και στην Αριστερά θα απόμενε η εκπροσώπηση κάθε λογής μειοψηφιών και μειονοτήτων. Πρόκειται, δηλαδή, για μια φαντασίωση της Δεξιάς: λίγες αντιδράσεις σε θέματα που εύκολα μπορεί να χειριστεί.
Το ερώτημα αυτό, επίσης, μαρτυρά ότι η Δεξιά είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τον χώρο του κοινωνικού φιλελευθερισμού στην Αριστερά, αναγνωρίζοντας ότι έχει προβάδισμα σε αυτόν τον τομέα. Και, επιπλέον, ότι δεν διατίθεται να παλέψει για να καλύψει το χαμένο έδαφος. Και, ακόμα χειρότερα, ότι μπροστά στην ανάγκη για διατήρηση και εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης κατάστασης πραγμάτων ο κοινωνικός φιλελευθερισμός μπορεί να θυσιαστεί προς όφελος του αυταρχισμού, μιας και μόνο ο τελευταίος εγγυάται την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού (γιατί η πειθώ έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της). Με λίγα λόγια, λοιπόν, η Δεξιά δεν νιώθει αμηχανία με την ομολογία του αξιακού της διαζυγίου με τον φιλελευθερισμό.
Οι εν λόγω επισημάνσεις, ωστόσο, δεν σημαίνουν ότι το αρχικό ερώτημα δεν πρέπει να απαντηθεί. Μόνο που η απάντηση είναι εύκολη: όχι, δεν μένει μόνο ο κοινωνικός φιλελευθερισμός για την Αριστερά. Ίσως, εξ αντανακλάσεως, να μένει μόνο ο πολιτικός και κοινωνικός αυταρχισμός για τη Δεξιά. Αλλά για όλα τα υπόλοιπα δεν εναπόκειται στη Δεξιά να αποφασίσει τι μένει και σε ποιον. Γιατί το κοινωνικό ζήτημα και η αποδημοκρατικοποίηση δεν μπορούν να παραμεριστούν με τους εξορκισμούς των συντηρητικών σκοταδιστών, αναδύονται και επιβάλλονται από τις ίδιες τις κοινωνίες.
Τη στιγμή που τα πολιτικά και κομματικά συστήματα ανά τον κόσμο αναδιατάσσονται στη βάση των διαιρετικών τομών που προέκυψαν με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (χαμένοι και κερδισμένοι του νεοφιλελευθερισμού, χαμένοι και κερδισμένοι της παγκοσμιοποίησης), η Αριστερά στέκεται στο πλευρό των χαμένων του νεοφιλελευθερισμού, αρνούμενη να αφήσει τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης (όσους νιώθουν ανασφάλεια χωρίς την «προστασία» των εθνικών συνόρων) να στραφούν στον εθνικισμό. Το κοινωνικό ζήτημα επέστρεψε και ο μέγας φόβος της παγκόσμιας Δεξιάς είναι ότι το 99% έχει καταλάβει ότι πρακτικά αυτή δουλεύει για το 1%.
Πέρα, όμως, από την καταγωγική σχέση της Αριστεράς με το κοινωνικό ζήτημα, υπάρχει και η καταγωγική σχέση της με τη χειραφετησιακή διαδικασία της κοινωνίας. Εν προκειμένω, με τη μείωση των αντικοινωνικών ανισοτήτων (που πλέον είναι και αντιπαραγωγικές), την αλλαγή των σχέσεων εργασίας και των εργασιακών μοντέλων (που πλέον είναι επιθυμητές από την πλειοψηφία των προσοντούχων ανθρώπων που αρνούνται τις ανειδίκευτες και τις ιεραρχικές δουλειές), καθώς και με τη μείωση των εργάσιμων ωρών (που είναι εφικτή χάρη στην ψηφιακή και ρομποτική επανάσταση).
Ομοίως, η Αριστερά καλείται να πρωταγωνιστήσει στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και στην εμβάθυνσή της. Η διαδικασία αποδημοκρατικοποίησης που είναι σε πλήρη εξέλιξη δεν περιορίζεται στα κοινωνικά δικαιώματα, ώστε να προσανατολίζει την Αριστερά μονοσήμαντα στην υπεράσπιση του κοινωνικού φιλελευθερισμού, αλλά επεκτείνεται και στα πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες που στηρίζουν τη λειτουργία της δημοκρατίας ως πολιτεύματος από και για το λαό. Η δημοκρατία είναι ένα διαρκές διακύβευμα και ποτέ μόνιμη κατάκτηση.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει περιοριστεί η δυνατότητα παρέμβασης του λαού στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, μέσω της υποχώρησης της δύναμης της Βουλής, της αύξησης της επικράτειας της εκτελεστικής εξουσίας, του περιορισμού της λογοδοσίας, της μεταφοράς της πολιτικής εξουσίας από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις σε διεθνείς οργανισμούς πέραν της δημοκρατικής λογοδοσίας, της αναβάθμισης της καταστολής των κινημάτων, του ασφυκτικού ελέγχου των ΜΜΕ από την ολιγαρχία του χρήματος. Η αστική δημοκρατία είναι πλέον ένα πεδίο μάχης, όπου αργά αλλά σταθερά αναδύεται μία ακόμα διαιρετική τομή: πολιτικός αυταρχισμός εναντίον δημοκρατίας. Εκτός, όμως, από την υπεράσπιση της δημοκρατίας, πεδίο δόξης λαμπρό για την Αριστερά είναι και η διαδικασία εμβάθυνσής της, χάρη και στις νέες δυνατότητες που μας προσφέρει το διαδίκτυο. Και σε αυτό τον τομέα δεν πρέπει να καθυστερήσουν άλλο οι τολμηρές πρωτοβουλίες. Διότι καμία δημοκρατική κατάκτηση δεν γενικεύθηκε, παρά ύστερα από δοκιμές και διαδοχικές διορθώσεις (trial and error).
Άφησα για το τέλος την πιο πρόσφατη διαχωριστική γραμμή, η οποία ωστόσο θα κρίνει το μέλλον ολόκληρου του κόσμου, και η οποία κάνει τις άλλες να ωχριούν μπροστά της σε σημασία. Πρόκειται για τη διαχωριστική γραμμή που θέτει το πολύ επείγον οικολογικό πρόβλημα. Όχι μόνο το πρόβλημα αυτό πρέπει να απασχολεί πρωταγωνιστικά την Αριστερά, αλλά είναι πλέον σαφές ότι η ίδια «ή θα είναι πράσινη ή δεν θα είναι Αριστερά».
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου “Το 1821 ως Επανάσταση” που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το ΕΝΑ-Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών
Πηγή: News 247