Θα αρκούσε το ντελίριο ενθουσιασμού με το οποίο εισήγαγε ο Κωστής Χατζηδάκης στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές το (αντ)εργατικό νομοσχέδιο που φέρνει προς ψήφιση –παρά την ευρεία κατακραυγή και τη γενικευμένη αντίδραση που έχουν προκαλέσει οι διατάξεις του– η κυβέρνηση της ΝΔ, για να πειστεί και ο πλέον επιφυλακτικός ότι η διαιρετική τομή Αριστεράς – Δεξιάς καλά κρατεί. Ιδεοληπτικός, αμετανόητος υπερασπιστής ενός χρεοκοπημένου μοντέλου που οδηγεί στην αποδυνάμωση των εργαζομένων απέναντι στους εργοδότες τους και δίνει τη χαριστική βολή στην απεργία, ο υπουργός Εργασίας προσωποποιεί ό,τι ακριβώς νοηματοδοτεί ένας τέτοιος διαχωρισμός.
Έχει σημασία να αντιληφθούμε ότι η «διαιρετική τομή» είναι κάτι βαθύτερο από μια απλή κοινωνική, ιδεολογική ή πολιτική διαίρεση. Στη δεκαετία του 1990 πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριζαν ότι η διαίρεση Αριστερά – Δεξιά ήταν ξεπερασμένη. Το ρήγμα στην ελληνική κοινωνία, που είχε δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1940, είχε σε μεγάλο βαθμό γεφυρωθεί και άρα οι πολιτικές αντιθέσεις που τροφοδοτούσε είχαν ατονήσει. Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αποδυνάμωσε την Αριστερά και δημιούργησε μια νέα ιδεολογική και πολιτισμική πραγματικότητα. Επιπλέον, και ίσως το πιο σημαντικό, η ίδια η ελληνική κοινωνία είχε μεταμορφωθεί σε σχέση με το παρελθόν.
Στην εποχή των μνημονίων, ωστόσο, με τις βίαιες κοινωνικές αλλαγές που αυτά επέφεραν, δημιουργήθηκαν αντίστοιχης έντασης πολιτικές ανατροπές. Σε ένα τέτοιο τοπίο κοινωνικής κρίσης και πόλωσης –με την ανεργία, τη φτώχεια, την ύφεση και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων να δίνουν τον τόνο– οι πολιτικο-ιδεολογικές γραμμές επαναχαράκτηκαν και η πάντοτε υπαρκτή, αν και ενίοτε τεχνηέντως θολή, διαιρετική τομή μεταξύ Αριστεράς – Δεξιάς επανεμφανίζεται. Η επικύρωση, ωστόσο, της επιστροφής στη χαμένη «κανονικότητα» του πολιτικού μας συστήματος –σε μια κανονικότητα στην οποία η βασική διαιρετική τομή φτιάχνεται και πάλι με τους γνώριμους όρους Αριστεράς – Δεξιάς– έρχεται με τη συμφωνία των Πρεσπών. Με τις Πρέσπες, δηλαδή, ολοκληρώνεται μια επανασυστοίχιση του πολιτικού συστήματος. Τα κόμματά μας συστήνονται εκ νέου, όχι με όρους οικονομικών πολιτικών, αλλά περισσότερο με όρους ταυτοτήτων και αξιών.
Ενδεικτικό της νέας πολιτικής πραγματικότητας ήταν η μετατόπιση της Δεξιάς προς τα δεξιά, αλλά και η κατακρήμνιση της σοσιαλδημοκρατίας. Η ΝΔ μετακινήθηκε σαφώς σε ακόμα πιο συντηρητικές θέσεις, εμφανιζόμενη ως το κόμμα των «νοικοκυραίων», του «νόμου και της τάξης», του εθνικολαϊκισμού και της ξενοφοβίας. Μια αποτίμηση, άλλωστε, της διετούς σχεδόν κυβερνητικής της θητείας, αποκαλύπτει πως το μοντέλο διακυβέρνησής της βασίζεται τόσο σε παραδοσιακά δεξιά αφηγήματα (τάξη και ασφάλεια με όρους «βαθέος κράτους», αντι-μεταναστευτική πολιτική), όσο και σε νέες διαιρέσεις («άριστοι – λαϊκιστές») και διακυβεύματα («επιστροφή στην κανονικότητα») απολύτως συμβατά με τις δεξιές της ρίζες. Είναι δε τέτοια η άτεγκτη εμμονή της που η πανδημία του COVID-19 –όπως αποδεικνύεται και από τα νομοσχέδια που ψηφίστηκαν στη Βουλή εν μέσω λοκντάουν– δεν άλλαξε ούτε κατ’ ελάχιστο τον σχεδιασμό των κυβερνώντων σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της σκληρής, νεοφιλελεύθερης πολιτικής τους την οποία και επιχείρησαν να «νομιμοποιήσουν» εργαλειοποιώντας –ή και υπαγορεύοντας– αποφάσεις των ειδικών επιστημόνων.
Απέναντι, λοιπόν, σε ένα αφήγημα στο οποίο –όπως έγραφε και στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής» ο Δημήτρης Γιατζόγλου– η ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά δοκιμάζει σήμερα τα υπαρξιακά της όρια, οφείλει να επανανοηματοδοτηθεί και το περιεχόμενο της ιδεολογικής διαίρεσης. Γιατί η νέα διαιρετική τομή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς δεν αφορά το παρελθόν, αλλά το μέλλον. Αφορά τι κοινωνία θέλουμε να οικοδομήσουμε: βασισμένη στην ιδιωτικοποίηση, την ευελιξία, την ανασφάλεια, τις ανισότητες και την ξενοφοβία ή στον επανασχεδιασμό του παραγωγικού ιστού της χώρας, την προάσπιση του δημοσίου και του κοινού, τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας; Αφορά τη μάχη για την κυριαρχία των πανανθρώπινων αξιών της Αριστεράς: την οικουμενικότητα, τον διεθνισμό, την αλληλεγγύη, την ισότητα, την κοινωνική ευθύνη, την ηθική διάσταση της πολιτικής. Αυτά τα άυλα και οραματικά αιτήματα που εμπνέουν, κατακτούν συνειδήσεις, εξάπτουν το φαντασιακό, προκαλούν συναισθηματικές ταυτίσεις, προσθέτουν πλούτο νοήματος.
Η διαχρονική, επίμονη, λοιπόν, προσπάθεια να καταστούν οι ιδέες της Αριστεράς πλειοψηφικές, έτσι ώστε να αποτελέσουν το οπλοστάσιο των υποτελών τάξεων, δεν πρέπει επ’ ουδενί να υπονομευθεί μέσα από επιλογές που αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία της. Η επιλογή της κεντροποίησης, την οποία τόσο ανάγλυφα αποδομεί ο Γιατζόγλου, δεν μπορεί να συνιστά επί της ουσίας ούτε καν επιλογή. Αλλού πρέπει να πέσει το βάρος: στο μπόλιασμα του αναγκαίου θεωρητικού αναστοχασμού και της επικαιροποιημένης ταξικής ανάλυσης, με νέες διεκδικήσεις όπως για παράδειγμα: η ενσωμάτωση των εξαιρετικά επίκαιρων περιβαλλοντικών ζητημάτων, η κινηματική δυναμική των ζητημάτων έμφυλης βίας και δολοφονικής δυσανεξίας στη διαφορετικότητα (υποθέσεις Ελένης Τοπαλούδη, Ζακ Κωστόπουλου), η επανασύσταση του κράτους δικαίου απέναντι στη δεξιά τιμωρητική διάσταση του κράτους (υπόθεση Δημάκη), η αποδοχή μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας με την ενσωμάτωση προσφύγων και μεταναστών και ούτω καθεξής.
Το υπό ψήφιση εργασιακό νομοσχέδιο –όπως και αντίστοιχα που προηγήθηκαν (Παιδείας, Οικονομικών, Προστασίας του Πολίτη, Μετανάστευσης, Περιβάλλοντος)– δεν είναι αταξικό. Έχει συγκεκριμένη στόχευση, πλήττει συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, ευνοεί συγκεκριμένες άλλες. Συμπυκνώνει με άλλα λόγια, και αυτό, τη διαιρετική τομή μεταξύ Αριστεράς – Δεξιάς. Μια τομή που είναι εδώ, που ήταν ανέκαθεν εδώ. Και που οι δυνάμεις της Αριστεράς έχουν κάθε λόγο να την υπηρετούν και να την αναδεικνύουν αφού είναι αυτή –και το ενσώματο υποκείμενό της– που υπαγορεύει το αφήγημα που κάθε φορά πρέπει να ακολουθηθεί.
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή