Νικολάι Λεσκόφ «Σιδερένια θέληση», μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου, εκδόσεις Ποταμός, 2021
Την απόσταση που χώριζε την «ιδιοσυγκρασία» των ανθρώπων της Δύσης από εκείνους της Ανατολής ήθελε να αναδείξει ο Νικολάι Λεσκόφ με αυτή τη νουβέλα, που εκτυλίσσεται σε μια δύσκολη εποχή για τη Ρωσία, «αμέσως μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο». Ρίχνει λοιπόν τη σατιρική ματιά του σε δύο ιδεότυπους που ενσαρκώνουν με τον σχηματικό τους τρόπο τον «γερμανικό» ορθολογισμό και τη «ρωσική» ψυχή: τον Γερμανό μηχανικό Ούγκο Πεκτοράλις και τον Ρώσο εργάτη Σαφρόνιτς. Ο πρώτος καυχιέται διαρκώς για τη «σιδερένια θέληση» που έχει (άλλωστε όλοι «οι Γερμανοί διαθέτουν σιδερένια θέληση»), και ο Λεσκόφ θέλει να περιγράψει τι συμβαίνει «όταν συναντιούνται το γερμανικό σίδερο με τη ρωσική ζύμη». Γιατί ο Πεκτοράλις δεν διανοείται ποτέ να υποχωρήσει, «θα είναι ντροπή απέναντι στο ίδιο του το έθνος. Σ’ αυτούς ισχύει τέτοιος όρος: ό,τι είπες αυτό οπωσδήποτε και θα κάνεις», ενώ οι Ρώσοι τα βλέπουν με φρίκη όλα αυτά: «να μη δώσει ο Θεός τέτοια θέληση, ιδίως σε μας τους Ρώσους· θα μας συνθλίψει».
Συνάμα όμως, σκιαγραφώντας τον Πεκτοράλις και τη μανία του με τον κανόνα της σιδερένιας θέλησης, ο Λεσκόφ, με την υπερβολή της σάτιρας, φτιάχνει έναν χαρακτήρα που υπερβαίνει ακόμα και τα όρια του ιδεότυπου, έναν άνθρωπο εμμονικό μέχρι αυτοκαταστροφής, που κάθεται και υπομένει βουβός τσιμπήματα από εκατοντάδες σφήκες και όσο κι αν πονάει δεν βγάζει «ούτε ένα βογκητό ούτε έναν ήχο», που όταν τον εξαπατούν και του πουλούν ένα τυφλό άλογο δεν λέει κουβέντα για να μην παραδεχθεί ότι πιάστηκε κορόιδο, που θέλει διαρκώς να πετυχαίνει «σημαντικές νίκες επί του εαυτού του», ανεξαρτήτως κόστους για τον εαυτό του και για τους γύρω του. Ζώντας, έτσι, στο όριο άλλοτε της φάρσας και άλλοτε της τραγωδίας, είναι αναμενόμενο πως κάποιες στιγμές θα κάνει το βήμα που ξεπερνάει αυτό το όριο.
Η νουβέλα αυτή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1876 και κατόπιν ξαναήρθε στην επιφάνεια, για εύλογους ίσως λόγους, το 1942, την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Νικολάι Λεσκόφ ήταν μια ιδιαίτερη, ιδιόμορφη περίπτωση στη ρωσική λογοτεχνία, ένας κλασικός σταθερά παραγνωρισμένος, που στην εποχή του είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις, είτε για τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε (τη λαϊκή, προφορική, ιδιωματική πολλές φορές γλώσσα των χωρικών), είτε για το περιεχόμενο των έργων του, είτε ακόμα και για την πολιτική του στάση.
Κώστας Αθανασίου
Πηγή: Η Εποχή