Macro

Οι περιπέτειες της κάνναβης στην Ελλάδα

Οι ταραχώδεις συνεδρίες της Βουλής δεν ήταν σπάνιες στις αρχές του 20ού αιώνα. Σε μία από αυτές, το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1906, ήρθε προς συζήτηση ένα φορολογικό νομοσχέδιο που προκάλεσε δριμείες συζητήσεις επί δύο μέρες. Ηταν το νομοσχέδιο «περί φορολογίας της Ινδικής καννάβεως και περί τελωνειακών μέτρων κατά την εξαγωγήν αυτής εις την αλλοδαπήν», οι διατάξεις του οποίου προέβλεπαν πως οι καλλιέργειες ινδικής κάνναβης θα φορολογούνταν με οκτώ δραχμές ανά στρέμμα, ενώ οι εξαγωγείς χασίς θα έπρεπε για κάθε οκά να καταβάλλουν εγγύηση δέκα δραχμών, την οποία θα έπαιρναν πίσω μόνο αν παρουσίαζαν βεβαίωση ότι το εμπόρευμα έφτασε πράγματι στον προορισμό του. Τέλος, ο προορισμός αυτός δεν μπορούσε να είναι η Αίγυπτος, αφού οι εξαγωγές προς αυτήν απαγορεύονταν με βάση τις προβλέψεις του νομοσχεδίου.

Τα παραπάνω σημαίνουν πως πριν από περίπου έναν αιώνα υπήρχαν στην ελληνική επικράτεια καθόλα νόμιμες φυτείες ινδικής κάνναβης – 30 με 35 χιλιάδες στρέμματα σύμφωνα με όσα δήλωσε στη Βουλή ο Ανάργυρος Σιμόπουλος, υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης («Ημερησία», 8/6/1906, σ. 3). Το ελληνικό κράτος αποφάσισε να αποκομίσει έσοδα από τις φυτείες αυτές, όπως και από το επεξεργασμένο προϊόν τους, που με τη μορφή πλακιδίων αποτελούσε είδος εξαγωγής: το 1906 από τα ελληνικά τελωνεία πέρασαν 13,5 τόνοι χασίς με προορισμό την Ιταλία, τη Γαλλία, την Αγγλία, τη Μάλτα και την Αυστροουγγαρία (Στατιστικόν Γραφείον Υπ. Οικονομικών, «Στατιστική του ειδικού εμπορίου της Ελλάδος μετά του Εξωτερικού», Αθήναι 1908, σ. 288).

Στις επίσημες στατιστικές της χρονιάς εκείνης δεν εμφανιζόταν η Αίγυπτος. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε ότι το ελληνικό χασίς δεν μπορούσε να φτάσει εκεί λαθραία. Σύμφωνα με τον Σιμόπουλο, το εξαγόμενο χασίς εκτρεπόταν συχνά από τον δηλωμένο προορισμό του για να καταλήξει στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια ή σε άλλες αιγυπτιακές πόλεις («Ημερησία», 8/6/1906, σ. 2), όπου η εισαγωγή του χασίς, όπως και η καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης, είχαν απαγορευτεί από το 1879.

Η συμμετοχή Ελλήνων λαθρεμπόρων σε τέτοιες επικερδείς επιχειρήσεις δημιουργούσε εντάσεις στις ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις. Τον Αύγουστο του 1903, για παράδειγμα, οι αιγυπτιακές αρχές κατάσχεσαν ένα ελληνικό ατμόπλοιο στην Αλεξάνδρεια, αναγκάζοντας τον Ελληνα πρόξενο να προβεί σε διαμαρτυρία προς την αιγυπτιακή κυβέρνηση μετά από οδηγίες του υπουργείου Εξωτερικών («Σκριπ», 4/8/1903, σ. 4).

Κλωστική και ινδική κάνναβη

Ενώ τη δεκαετία του 1870 η Αίγυπτος εξοβέλιζε από την επικράτειά της την ινδική κάνναβη, η καλλιέργεια του φυτού εισήχθη στην Ελλάδα με σκοπό την παραγωγή χασίς. Οι πρώτες δοκιμές έγιναν στην Αργολίδα και στη συνέχεια οι φυτείες επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές, κυρίως της Πελοποννήσου, με προπύργιο της παραγωγής την Αρκαδία και την επαρχία της Μαντινείας. Βέβαια, ήδη από τα πρώτα χρόνια ζωής του ελληνικού κράτους είχαν γίνει προσπάθειες να διαδοθεί η παραγωγή κλωστικής κάνναβης. Μάλιστα, σε ένα φυλλάδιο που συνέταξε το 1836, έπειτα από παραγγελία του Οθωνα, ο γεωπόνος Γρηγόριος Παλαιολόγος, έδινε οδηγίες για την καλλιέργεια και την επεξεργασία της κάνναβης με σκοπό την παραγωγή κλωστικών ινών που θα επέτρεπε στη χώρα να πετύχει την αυτάρκεια σε αυτή την απαραίτητη πρώτη ύλη για την κατασκευή σκοινιών και πανιών για το ναυτικό, το οποίο παρουσιαζόταν ως «ο προμαχών και ο υπερασπιστής της εθνικής ανεξαρτησίας» (Παλαιολόγος 1836, σ. 17).

Η κλωστική κάνναβη δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον των καλλιεργητών τα επόμενα χρόνια, σε αντίθεση με την ινδική, που γνώρισε μεγαλύτερη επιτυχία στα τέλη του 19ου αιώνα. Παράλληλα, άρχισε να διαδίδεται και η χρήση της. Επρόκειτο από τη μία πλευρά για ιατρικές χρήσεις διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων, όπως τα γαλλικά αντιασθματικά τσιγάρα Grimault που διαφημίζονταν στον Τύπο ως θεραπεία «κατά του άσθματος, της φθίσεως του λάρυγγος, της αποσβέσεως της φωνής, της αϋπνίας, και των εν τω προσώπω νευραλγιών». Από την άλλη πλευρά, οι χρήσεις των προϊόντων κάνναβης μπορούσαν να είναι ψυχαγωγικές.

Οπως έγραφε το κύριο άρθρο εφημερίδας τις μέρες που συζητιόταν στη Βουλή η φορολόγηση της ινδικής κάνναβης, η χρήση του «ηθοφθόρου και ανθρωποφθόρου φυτού» δεν ήταν πολύ διαδεδομένη στην Ελλάδα, αλλά δεν ήταν και άγνωστη, αφού σύμφωνα με πληροφορίες των αστυνομικών αρχών «η τάξις των χασισοποτών της Ελλάδος […] πληθύνεται» και μαζί της «η πολυώνυμος διαφθορά, η κακία και τα εγκλήματα» («Ημερησία», 11/6/1906, σ. 1).

Η διάδοση των ψυχαγωγικών χρήσεων και η πεποίθηση πως αυτές συνδέονταν με τη διαφθορά των ηθών και την έξαρση της εγκληματικότητας είχαν προκαλέσει ανησυχίες ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ομάδες που συνδέθηκαν με την κατανάλωση χασίς, όπως οι κουτσαβάκηδες, ενσάρκωναν τις κοινωνικές φοβίες περί παρέκκλισης και παραβατικότητας.

To 1884 ο γιατρός Γεώργιος Παπαβασιλείου έγραφε ότι το χασίς μπορούσε να αποτελέσει μια διόλου ευκαταφρόνητη πηγή εσόδων και ότι σε κάποιες περιπτώσεις η λελογισμένη κατανάλωσή του μπορούσε να φέρει χαρά και ευθυμία, ξεκουράζοντας το καταπονημένο σώμα. Παράλληλα, όμως, θεωρούσε ότι ήταν προτιμότερο να αποφεύγεται η κατανάλωση της ουσίας λόγω του υψηλού κόστους της χρήσης και του κινδύνου της κατάχρησης που προξενούσε σωματικές και πνευματικές βλάβες («Εφημερίς της Εταιρίας της Υγιεινής», 10/1884, σ. 148).

Οι ανησυχίες αυτές μεταφράστηκαν λίγα χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1891, σε μια διαταγή της Διοικητικής Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς που απαγόρευε τη χρήση χασίς στα καφενεία και σε άλλους δημόσιους χώρους, καθώς και την πώληση του προϊόντος στους ιδιοκτήτες καφενείων (περ. «Ελληνική Γεωργία», 11/1892, σ. 526).

Καπνός εναντίον χασίς

Παρ’ όλα αυτά, όταν το νομοσχέδιο για τη φορολόγηση της ινδικής κάνναβης έφτασε στη Βουλή τον Ιούνιο του 1906, δεν έγινε δεκτό χωρίς αντιδράσεις. Για τους υπέρμαχους της φορολόγησης, από κυβερνητικούς βουλευτές μέχρι μια μερίδα του Τύπου, ήταν ανεπίτρεπτο «εις χώραν χριστιανικήν και αξιούσαν να θεωρήται ως προηγμένη εν τω πολιτισμώ, να ανέχηται την καλλιέργειαν τοιούτου βλαβερού εις την υγιείαν του ανθρώπου είδους και να βλέπη μετ’ ευμενείας εμπόριον διεξαγόμενον λαθρεμπορικώς, επί υλική ωφελεία ολίγων ασυνειδήτων και επί καταστροφή, πνευματική και σωματική, πληθυσμών ολοκλήρων» («Τα Οικονομικά Χρονικά», 10/6/1906, σ. 1).

Από την άλλη πλευρά, βουλευτές των χασισοπαραγωγών περιοχών όπως ο Ιωάννης Μπακόπουλος, αντιπρόσωπος της Μαντινείας, διαμαρτυρήθηκαν έντονα ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να καταστρέψει την επαρχία απ’ όπου προέρχονταν οι ήρωες του 1821 («Αθήναι», 7/6/1906, σ. 3). Οι ίδιοι οι κανναβοκαλλιεργητές προχώρησαν σε συλλαλητήρια σε διάφορες χασισοπαραγωγούς επαρχίες και έστειλαν τηλεγραφήματα παρακαλώντας τη Βουλή και την κυβέρνηση να προστατεύσουν το χασίς καταψηφίζοντας την ελληνοαιγυπτιακή εμπορική σύμβαση που είχε έρθει για έγκριση στη Βουλή μαζί με το νομοσχέδιο για τη φορολόγηση της ινδικής κάνναβης (Ιστορικό Αρχείο Υπ.Εξ., φ.1906/8.1, τηλεγράφημα εκ Τριπόλεως, 14/6/1906 αρ. 654).

Τι σχέση είχε, όμως, μια διμερής εμπορική συμφωνία με την Αίγυπτο και ένα νομοσχέδιο που αφορούσε τη φορολόγηση ενός αγροτικού προϊόντος στην Ελλάδα; Οπως μπορούσε να υποπτευθεί κάποιος από τα άρθρα του νομοσχεδίου σχετικά με την απαγόρευση της εξαγωγής χασίς προς την Αίγυπτο και όπως αποκαλύφθηκε κατά τις συζητήσεις στη Βουλή, τα δύο κείμενα δεν ήταν καθόλου άσχετα μεταξύ τους.

Κατά τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της σύμβασης η αιγυπτιακή πλευρά (με την παρότρυνση του Βρετανού αρμοστή στην Αίγυπτο λόρδου Κρόμερ) είχε απαιτήσει να απαγορευτεί η καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης στην Ελλάδα. Ο βουλευτής Μαντινείας Μπακόπουλος κατηγόρησε τους Βρετανούς ότι προώθησαν το μέτρο για να απαλλαγούν από έναν ανταγωνιστή τους στο εμπόριο χασίς, που παραγόταν ελεύθερα στην υπό βρετανική κατοχή Ινδία («Ημερησία», 8/6/1906, σ. 2). Πιο πιθανόν, όμως, είναι ότι οι Βρετανοί προσυπέγραψαν την απαγόρευση που προϋπήρχε στην Αίγυπτο με στόχο να μεθοδεύσουν τη σταδιακή κατάργηση των εμπορικών προνομίων που απολάμβαναν οι Ελληνες και άλλοι ξένοι υπήκοοι από την εποχή της οθωμανικής διοίκησης (Tsiganou 2003, σ. 95-96). Γι’ αυτό τον λόγο, η αλεξανδρινή εφημερίδα «Ταχυδρόμος» σχολίαζε δηκτικά ότι αποδεχόμενη «τους εξευτελιστικούς όρους της απαισίας αυτής συμβάσεως» η ελληνική κυβέρνηση εκτέλεσε απλώς «διαταγάς της αγγλικής κατοχής» και άφηνε εκτεθειμένη την ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου στους αυστηρούς ελέγχους και σε πιθανές αυθαιρεσίες των αιγυπτιακών αρχών (14/6/1906, σ. 2).

Σύμφωνα πάντως με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη και τον υπουργό Οικονομίας Ανάργυρο Σιμόπουλο, η ελληνική πλευρά είχε κατορθώσει να αποφύγει τόσο την απαγόρευση όσο και την υψηλότερη φορολόγηση, εξασφαλίζοντας παράλληλα ευνοϊκότερους δασμούς για τα ελληνικά καπνά κατά την εξαγωγή τους στην Αίγυπτο. Ετσι, η καπνοπαραγωγή βγήκε κερδισμένη εις βάρος της χασισοκαλλιέργειας, γεγονός που εξηγεί άλλωστε γιατί οι καπνοκαλλιεργητές και οι κοινοβουλευτικοί τους εκπρόσωποι υποστήριξαν σθεναρά το νομοσχέδιο, με τα ίδια μέσα που προσπάθησαν να το εμποδίσουν οι χασισοπαραγωγοί.

Οπως φαίνεται, λοιπόν, από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις και από την αρθρογραφία της εποχής, η ελληνική κυβέρνηση επιδόθηκε σε μια δύσκολη άσκηση, προσπαθώντας να συμβιβάσει από τη μία πλευρά τις βρετανο-αιγυπτιακές διεκδικήσεις και από την άλλη εγχώρια συμφέροντα. Επικαλούμενη συγχρόνως την ανάγκη να προστατευτεί η δημόσια υγεία στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα, και να εξασφαλιστούν δημοσιονομικά οφέλη, δεν απέκρουσε τις διεκδικήσεις των εμπορικών της εταίρων, ούτε όμως προχώρησε στην πλήρη απαγόρευση της ινδικής κάνναβης. Αυτό θα γινόταν λίγα χρόνια αργότερα, αλλά και πάλι με αρκετές υπαναχωρήσεις.

«Θα μας λείψει πια κι αυτό»

Τελικά ο νόμος 3123 υιοθετήθηκε από τη Βουλή (ΦΕΚ Α’ 145, 15/6/1906), όπως και η ελληνο-αιγυπτιακή εμπορική σύμβαση (ΦΕΚ Α’ 141, 13/6/1906). Λίγες μέρες αργότερα, ο Γεώργιος Σουρής σατίριζε στην εφημερίδα του το μέτρο της φορολόγησης του χασίς μέσα από τους διαλόγους των ηρώων του Φασουλή και Περικλέτου: «Κλάψε τώρα, Φασουλή μου, κλάψετε, Ρωμηοί, και σεις, / και παντού κοινολογείται / πως δεν θα καλλιεργήται / σαν και πρώτα το χασίς. / Θα μας λείψη πια κι αυτό το θαυμάσιο φυτό, πούκανε χασισοπότας τους συγχρόνους πατριώτας» («Ο Ρωμηός», 17/6/1906, σ. 2).

Ωστόσο, όπως είχαν προβλέψει βουλευτές και από τις δυο πλευρές, η ινδική κάνναβη δεν επρόκειτο να εκλείψει σύντομα από την ελληνική ύπαιθρο. Από τη στιγμή που η καλλιέργεια παρέμενε νόμιμη και το προϊόν της μπορούσε να εξαχθεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, τίποτα δεν εμπόδιζε φιλόδοξους επιχειρηματίες από το να επιδοθούν στο εμπόριο του χασίς. Το 1915, για παράδειγμα, ένας Γάλλος τυχοδιώκτης επισκέφθηκε το Στενό Αρκαδίας και αγόρασε 600 κιλά χασίς τοπικής παραγωγής. Αφού μετέφερε το εμπόρευμά του στον Πειραιά με τρένο, το μεταφόρτωσε σε ένα ατμόπλοιο με προορισμό τη Μασσαλία και από εκεί το έστειλε στο Τζιμπουτί, απ’ όπου το πέρασε λαθραία στην Αίγυπτο με ιστιοφόρο για να το πουλήσει (Ανρί ντε Μονφρέντ, «Το ταξίδι του χασίς», Αθήνα 2017).

Την ίδια εποχή το καθεστώς της ινδικής κάνναβης παρέμενε αμφίσημο στην Ελλάδα. Το 1914 ο γιατρός Αριστοτέλης Κούζης συνιστούσε με υπόμνημά του προς τα υπουργεία Εσωτερικών, Στρατιωτικών και Δικαιοσύνης, καθώς και την Αστυνομική Διεύθυνση Αττικοβοιωτίας να απαγορευτεί η ελεύθερη κυκλοφορία του χασίς επειδή «εκφυλισμός, έγκλημα και φυλακή, εύρηνται εν στενή σχέσει και συναφεία» με την ουσία (Αρ. Κούζης, «Συλλογή ιατρικών πραγματειών δημοσιευθεισών εν Αθήναις», Αθήναι 1914, σ. 67-68). Την ίδια χρονιά και μετά από σχετική διαταγή των προϊσταμένων του, ο βοηθός νομογεωπόνου Αρκαδίας Ι. Θ. Μπακόπουλος συνέταξε έκθεση για την παραγωγή ινδικής κάνναβης στη Μαντίνεια, όπου σημείωνε πως η ετήσια παραγωγή σκόνης χασίς στην Αρκαδία έφτανε τους 80 με 90 τόνους («Γεωργικόν και δασικόν δελτίον», 1-3/1914, σ. 79).

Το νομοθετικό πλαίσιο θα άλλαζε πάντως σύντομα. Ηδη κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ελληνική χασισοπαραγωγή σημείωσε κάμψη, λόγω της φορολόγησης, του πολέμου και της αύξησης της τιμής των δημητριακών που έκανε την καλλιέργειά τους πιο ελκυστική. Το 1919 ο νόμος 1681 «περί αλητείας και επαιτείας» προέβλεπε ποινές για όποιον έκανε συστηματικά χρήση χασίς και συγχρόνως ήταν άεργος ή ζούσε αποδεδειγμένα «άτακτον βίον», ενώ την επόμενη χρονιά η καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης απαγορεύτηκε οριστικά στην ελληνική επικράτεια μαζί με την εμπορία και την κατανάλωση, όπως ζητούσε λίγα χρόνια νωρίτερα ο Κούζης και χωρίς αντιδράσεις στη Βουλή (ΦΕΚ Α’ 62, 14/3/1920).

Η απαγόρευση της καλλιέργειας είχε άμεση ισχύ, ωθώντας κάποιους καλλιεργητές να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους σε γειτονικές χώρες, όπως η Αλβανία, η Σερβία ή η Βουλγαρία. Για την περίπτωση της εμπορίας, όμως, ο νόμος έδινε ορισμένο χρονικό περιθώριο μέχρι να μπει σε ισχύ η απαγόρευση, προκειμένου οι κάτοχοι αποθεμάτων χασίς να μπορέσουν να τα διοχετεύσουν στο εξωτερικό και να μη ζημιωθούν. Η πρόβλεψη αυτή έμελλε να αποδειχτεί το αδύναμο σημείο του νόμου και πηγή διαδοχικών αναβολών: από το 1921 η διορία για την απαγόρευση της εμπορίας μετατέθηκε στο 1924 και στη συνέχεια στο 1936. Πίσω από τις αναβολές αυτές κρυβόταν η αδυναμία του ελληνικού κράτους να αποζημιώσει τους κατόχους χασίς που είχαν συγκεντρώσει σημαντικές ποσότητες, ανανεώνοντας κάποτε τα αποθέματά τους με παράνομες εισαγωγές («Βραδυνή», 15/6/1929, σ. 1).

Οχι μόνο αυτό, αλλά οι τελευταίοι δεν δίστασαν να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους, φτάνοντας μερικές φορές αρκετά μακριά, όπως το καλοκαίρι του 1928, όταν έμποροι ινδικής κάνναβης από την Τρίπολη ζήτησαν με επιστολή τους προς την Κοινωνία των Εθνών να μεσολαβήσει ώστε το ελληνικό κράτος να τους αποζημιώσει και εκείνοι από την πλευρά τους να σταματήσουν να διακινούν παράνομα χασίς (Αρχεία ΚτΕ, 1928–1932, «Opium», 12/7486/7486).

Καπνοί από χασίς

Αυτή η αρκετά παράδοξη κατάσταση, που προκαλούσε αμηχανία τόσο στα στελέχη της Κοινωνίας των Εθνών όσο και στις ελληνικές κυβερνήσεις, έλαβε τέλος τη δεκαετία του 1930. Τον Ιούνιο του 1932 δημοσιεύτηκε o νόμος «περί μονοπωλίου των ναρκωτικών φαρμάκων και του ελέγχου αυτών» (ΦΕΚ Α’ 198, 23/6/1932), ο οποίος υπέβαλε την ινδική κάνναβη στο ίδιο νομικό καθεστώς με άλλες ουσίες σαν το όπιο, τη μορφίνη, την ηρωίνη και την κοκαΐνη, που είχαν επίσης υποβληθεί σε απαγορεύσεις μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η παραγωγή και η πώλησή τους βρίσκονταν υπό τον μονοπωλιακό έλεγχο του κράτους.

Ο νέος νόμος, πέραν του ότι χαρακτήριζε το σύνολο των ουσιών αυτών «ναρκωτικά», προέβλεπε και την έκδοση διατάγματος που θα ρύθμιζε τις λεπτομέρειες της συγκέντρωσης των αποθεμάτων χασίς και το ζήτημα της αποζημίωσης των κατόχων τους. Μάλιστα, η ανακοίνωση για την επικείμενη καταστροφή των αποθεμάτων χασίς χαιρετίστηκε σε συνεδρίαση της Κοινωνίας των Εθνών ως το τέλος της τελευταίας σημαντικής πηγής ινδικής κάνναβης που εξακολουθούσε να υπάρχει στην Ευρώπη (ΚτΕ, «Πρακτικά 16ης συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Οπίου», C.480.M.244.1933.XI., σ. 21).

Πράγματι, το σχετικό διάταγμα υπογράφηκε στα τέλη του 1933 (ΦΕΚ Α’ 2, 3/6/1934) και οι ενδιαφερόμενοι κλήθηκαν να δηλώσουν τις ποσότητες που είχαν στην κατοχή τους και να τις παραδώσουν στην αρμόδια επιτροπή ώστε να καταστραφούν. Οι εν λόγω ποσότητες δεν ήταν αμελητέες: συγκεντρώθηκαν 85 τόνοι χασίς, από τους οποίους οι 24 χαρακτηρίστηκαν πρώτης ποιότητας και η αξία τους υπολογίστηκε σε 225 δραχμές ανά κιλό. Ετσι, το συνολικό ύψος των αποζημιώσεων υπολογίστηκε σε 10 με 15 εκατομμύρια δραχμές, ποσό σημαντικό για την εποχή. Μετά από διάφορα γραφειοκρατικά κωλύματα και καταγγελίες για παρατυπίες που καθυστέρησαν τη διαδικασία, οι συγκεντρωμένες ποσότητες καταστράφηκαν στους κλιβάνους των κεραμοποιείων των αθηναϊκών προαστίων στα τέλη του 1935 («Αρχεία Υγιεινής», 6/1937, σ. 118-119).

Οι απαγορεύσεις από τα τέλη του 19ου αιώνα και η καταστροφή των αποθεμάτων χασίς στα μέσα της δεκαετίας του 1930 δεν έφεραν βέβαια και την εξάλειψη της ψυχαγωγικής χρήσης χασίς. Οπως φαίνεται από τις σελίδες των εφημερίδων της εποχής, που ανακοίνωναν τακτικά την ανακάλυψη τεκέδων στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις, η πρακτική αυτή εξακολουθούσε, κάποτε και εν γνώσει των αστυνομικών αρχών.

Μια μαρτυρία από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ανέφερε ότι οι χρήστες χασίς συναντιούνταν σε τεκέδες σε απόκεντρα σημεία της Αθήνας, αλλά και στο κέντρο της πόλης, φέρνοντας ως παράδειγμα ένα χασισοποτείο κοντά στην πλατεία Ομόνοιας και εξηγώντας την ανοχή της αστυνομίας ως ένα μέσο «να επιτηρώνται καλύτερον οι εις τα κέντρα ταύτα συχνάζοντες» (Μακρής 1929, σ. 20).

Προς την πλήρη απαγόρευση

Αν τα παραπάνω αφορούσαν το χασίς και τις ψυχαγωγικές του χρήσεις, τι συνέβαινε με τις ιατρικές χρήσεις της ινδικής κάνναβης ή με την κλωστική κάνναβη; Στην πρώτη περίπτωση, ήδη κατά τη συζήτηση στη Βουλή τον Ιούνιο του 1906, ο γιατρός και πλέον βουλευτής Γεώργιος Παπαβασιλείου, ο οποίος τριάντα χρόνια νωρίτερα αμφιταλαντευόταν ανάμεσα σε ενδεχόμενα οφέλη και πιθανούς κινδύνους του χασίς, επανέλαβε τη διάκριση μεταξύ χρήσης και κατάχρησης και ζήτησε διευκρινίσεις για το αν η ουσία επρόκειτο να απαγορευτεί ως φάρμακο, για να λάβει τη διαβεβαίωση ότι η χρήση δεν απαγορεύεται («Ημερησία», 8/6/1906, σ. 2).

Οι φαρμακευτικές χρήσεις του χασίς ως υπνωτικού και ναρκωτικού φαρμάκου «κατά των νευραλγιών, των ημικρανιών, της καρδιαλγίας κ.λπ.» καταγράφονταν ακόμα τον Μεσοπόλεμο, αλλά σταδιακά εγκαταλείφθηκαν, τόσο επειδή τα σχετικά σκευάσματα είχαν αβέβαιη σύσταση όσο και επειδή στην αγορά εισήχθησαν άλλες ουσίες όπως τα βαρβιτουρικά (Σπ. Δοντάς, «Φαρμακολογία», τόμος Α’, σ. 213).

Στη δεύτερη περίπτωση, εκείνη της κλωστικής κάνναβης, το φυτό δεν κατάφερε να σαγηνεύσει τους καλλιεργητές, παρά κάποιες προσπάθειες που έγιναν κατά τον Μεσοπόλεμο, ιδίως από το καθεστώς Μεταξά, για να τονωθεί το ενδιαφέρον για την κανναβοπαραγωγή. Οι λόγοι που η καλλιέργεια δεν ευδοκίμησε πρέπει να αναζητηθούν μεταξύ άλλων στον ανταγωνισμό άλλων χωρών που παρήγαν κάνναβη καλύτερης ποιότητας και στην εμφάνιση νέων φυτικών και συνθετικών ινών στην αγορά (περ. «Σπουδαί», 1953, σ. 292-296).

Τελικά, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης απαγορεύτηκε κι αυτή, καθώς θεωρήθηκε ότι η κάνναβη δεν πρέπει να χωρίζεται σε είδη ή βοτανικές ποικιλίες, καθώς όλα τα φυτά, αυτοφυή και καλλιεργούμενα, ανήκουν στο ίδιο είδος και κατά την ωρίμανσή τους εκκρίνουν ρητίνες με μικρότερη ή μεγαλύτερη δραστικότητα (Δ. Παπαδόπουλος, «Η κάνναβις», Αθήναι 1959, σ. 82).

Η ιστορία επαναλαμβάνεται από την ανάποδη

Η ιστορία ωστόσο δεν έληξε εκεί. Εναν αιώνα μετά τη φορολόγηση και στη συνέχεια την απαγόρευση της καλλιέργειας της ινδικής κάνναβης, το ελληνικό κράτος υιοθέτησε μια σειρά μέτρα που άλλαξαν τα δεδομένα για το φυτό. Μετά από νομοθετικές και δικαστικές περιπέτειες, πρώτη η κλωστική κάνναβη ή, σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου, «τα ακατέργαστα συγκομιζόμενα προϊόντα που προκύπτουν από την καλλιέργεια ποικιλιών κάνναβης του είδους Cannabis Sativa L χαμηλής περιεκτικότητας σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) και συγκεκριμένα μέχρι 0,2%» εξαιρέθηκαν από τις ουσίες που θεωρούνται ναρκωτικά (ΦΕΚ A’ 74, 20/3/2013).

Σειρά είχε έπειτα η φαρμακευτική κάνναβη. Τις προηγούμενες μέρες σημειώθηκαν αντεγκλήσεις στη Βουλή και στα ΜΜΕ σχετικά με το σχέδιο νόμου για την «Παραγωγή, εξαγωγή και διάθεση τελικών προϊόντων φαρμακευτικής κάνναβης του είδους Cannabis Sativa L». Σε αντίθεση, όμως, με το τι συνέβη το 1906, οι αντιρρήσεις που εκφράστηκαν αφορούσαν δευτερευόντως τους κινδύνους από ενδεχόμενες ψυχαγωγικές χρήσεις του προϊόντος και κυρίως ζητήματα διαδικασίας ή ποια παράταξη έπρεπε να πάρει τα εύσημα για την ενίσχυση του ανερχόμενου κλάδου της παραγωγής φαρμακευτικής κάνναβης.

Οι όροι που χρησιμοποίησε ο εισηγητής του κυβερνώντος κόμματος κατά την παρουσίαση του σχεδίου νόμου ήταν χαρακτηριστικοί της μεταστροφής του κλίματος: έκανε λόγο για επενδυτικό ενδιαφέρον, για βελτίωση της θέσης της ελληνικής παραγωγής στην παγκόσμια αγορά φαρμακευτικής κάνναβης, για προοπτικές κερδών πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ μετά από δέκα χρόνια και για μια ουσία που συμβάλλει στη θεραπεία παθήσεων και στη βελτίωση της υγείας όσων κάνουν χρήση των προϊόντων της (Πρακτικά Βουλής, 21/5/2021). Ετσι, για άλλη μια φορά, στη συζήτηση τέθηκαν ζητήματα οικονομικού κέρδους και δημόσιας υγείας, μόνο που τώρα τα επιχειρήματα που επιστρατεύτηκαν είχαν σκοπό να υποστηρίξουν όχι τον περιορισμό ή την απαγόρευση, αλλά την προώθηση της φαρμακευτικής κάνναβης και την άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων κατά την εξαγωγή της.

Θα ακολουθήσει άραγε την ίδια πορεία και η ψυχαγωγική χρήση της ινδικής κάνναβης; Αυτό θα φανεί στο μέλλον, αλλά ένα τέτοιο σενάριο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλειστεί, από τη στιγμή που στη Βουλή αναφέρθηκαν ως «υπόδειγμα» οι Ηνωμένες Πολιτείες και η αύξηση στο ΑΕΠ τους μέσω της βιομηχανίας κάνναβης. Διότι το τελευταίο διάστημα στις ΗΠΑ, που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν στις πρώτες γραμμές του «πολέμου κατά των ναρκωτικών», πολλές πολιτείες έχουν προχωρήσει στην αποποινικοποίηση της κατοχής και της ψυχαγωγικής χρήσης της κάνναβης, με τελευταία στον κατάλογο την πολιτεία της Νέας Υόρκης, η οποία υιοθέτησε το μέτρο στις 31 του περασμένου Μαρτίου.

 


Διαβάστε
 Κωστής Γκοτσίνας, «Επί της ουσίας». Ιστορία των ναρκωτικών στην Ελλάδα, 1875-1950 (Ηράκλειο 2021, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Ιστορική έρευνα για την απαγόρευση των ναρκωτικών στην Ελλάδα, την ανάδυση της «τοξικομανίας» και την εμφάνιση μιας εγχώριας σκηνής των ναρκωτικών τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όπου την πρωτοκαθεδρία του χασίς αμφισβήτησε η ηρωίνη.
 Σπυρίδων Α. Δοντάς & Παναγιώτης Ζης, «Πειραματικαί έρευναι περί της ενεργείας του ελληνικού χασίς» (Πρακτικά Συνεδριών της εν Αθήναις Ιατρικής Εταιρείας, 1927, σ. 569-577). Μία από τις λίγες πειραματικές έρευνες της εποχής για τις επιδράσεις του χασίς στον ανθρώπινο οργανισμό, με συμμετέχοντες συστηματικούς καπνιστές και φοιτητές της Ιατρικής Σχολής. Μεταξύ άλλων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό δείγμα ήταν λιγότερο ισχυρό από το σέρβικο χασίς – μάλλον επειδή ήταν λιγότερο φρέσκο, αφού η καλλιέργεια είχε απαγορευτεί το 1920.
 Κωνσταντίνος Μακρής, Το ελληνικόν χασίς. Φυτοχημική-δρογογνωστική μελέτη (Αθήναι 1929, εκδ. Στ. Ταρουσόπουλος). Διδακτορική διατριβή του επιμελητή του Φαρμακευτικού Χημείου του Πανεπιστημίου, στην οποία, εκτός από τη βοτανική, τη φαρμακολογία και τη χημεία του φυτού, καταπιάνεται και με την ιστορία και την εμπορία του χασίς.
 Ανρί ντε Μονφρέντ, Το ταξίδι του χασίς (Αθήνα 2017, εκδ. Ζαχαρόπουλος). Ψυχαγωγική και απροσχημάτιστη αφήγηση της έμπνευσης του Γάλλου λαθρέμπορου και συγγραφέα να εισαγάγει ελληνικό χασίς στην Αίγυπτο μέσω της Ερυθράς θάλασσας (μέρος τριλογίας για το λαθρεμπόριο του χασίς).
 Γρηγόριος Παλαιολόγος, Περί καλλιεργείας και παρασκευής της καννάβεως (Αθήναι 1836, Βασιλική Τυπογραφία). Φυλλάδιο του γεωπόνου που κάλεσε ο Καποδίστριας για να αναλάβει τη Γεωργική Σχολή Τίρυνθας, με οδηγίες και παραινέσεις προς τους αγρότες που θα καλλιεργούσαν κάνναβη.
 Μιχαήλ Στριγγάρης, Χασίς. Ψυχοπαθολογική, κλινική, κοινωνιολογική μελέτη επί των συνεπειών του κανναβισμού (Αθήναι 1937, εκδ. Μ. Σαλίβερος). Ενδελεχής και νηφάλια για την εποχή της μελέτη για το χασίς από ιστορική, κοινωνική, φαρμακολογική και ψυχιατρική άποψη, με περιγραφή περιστατικών «χασισοποσίας» που συνάντησε ο συγγραφέας σε ψυχιατρικά ιδρύματα της Αθήνας και στις φυλακές του Ναυστάθμου.
 Joanna Tsiganou, Law-Making on Drugs and Politics in Greece (Αθήνα 2003, εκδ. ΕΚΚΕ). Εμπεριστατωμένη περιγραφή με βάση ελληνικό και βρετανικό αρχειακό υλικό των διεθνών επιρροών στη διαμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, από τα τέλη του 19ου μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, και από τις ελληνο-αιγυπτιακές εμπορικές συνθήκες μέχρι τον ΟΗΕ.

Ο Κωστής Γκοτσίνας είναι Ιστορικός στη Γαλλική Σχολή Αθηνών

Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών