Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας ωφελήθηκε τα μέγιστα από τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρκεί να αναλογιστούμε την ενίσχυση της διαπραγματευτικής μας δύναμης στα Βαλκάνια ή απέναντι στην Τουρκία ή ακόμη τη σημασία της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, αδιανόητη αν δεν είχε προηγηθεί η Ελλάδα. Η εξωτερική μας πολιτική είναι ένα πεδίο όπου δύσκολα χωρά ευρωσκεπτικισμός.
Λιγότερο μονοσήμαντη είναι η ελληνική συμβολή στην κοινή εξωτερική πολιτική της Ευρώπης. Η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας, και μάλιστα ως δημοκρατική και σχετικά αναπτυγμένη χώρα, αποτελεί ασφαλώς ένα «συν» για την ΕΕ. Όμως η δράση της χώρας μας εκεί που η πολιτική της έχει δυνητικά μια «προστιθέμενη αξία» υπήρξε συχνά κάθε άλλο παρά εποικοδομητική.
Ο ρόλος μας στα Βαλκάνια, με τη μακεδονική υστερία και τη στήριξη του σερβικού εθνικισμού, υπήρξε επί δεκαετίες κυρίαρχα αποσταθεροποιητικός. Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν, στην οποία συνέβαλε η Αθήνα, μετέτρεψε την κυπριακή ένταξη σε μείζον ευρωπαϊκό πρόβλημα. Η παραδοσιακή ακαμψία μας στην αντιμετώπιση των διαφορών με την Τουρκία, εκτός από εθνικά ασύμφορη, περιπλέκει και σήμερα τις ήδη δύσκολες ευρωτουρκικές σχέσεις. Συνεπώς, το ζητούμενο δεν είναι, στο όνομα της αλληλεγγύης, η κοινή εξωτερική πολιτική να ενσωματώνει όλες τις επιθυμίες του ελληνικού εθνικισμού.
Από την άλλη πλευρά, πολλοί αντιλαμβάνονται τη σχέση με την ΕΕ ως υποχρέωση ευθυγράμμισης της Ελλάδας προς μια ευρωπαϊκή «κανονικότητα». Όμως, η ευρωπαϊκή «κανονικότητα» βρίσκεται στη ρίζα των υπαρξιακών κρίσεων που διέρχεται σήμερα η Ευρώπη και καταρρέει. Στόχος μας δεν μπορεί να είναι η παθητική ευθυγράμμιση, αλλά η κατά δύναμη συμβολή στην προοδευτική αλλαγή της Ευρώπης. Αυτό ισχύει και στην εξωτερική πολιτική.
Η μακρόχρονη ειρήνη στο εσωτερικό της ΕΕ, οι κοινές δημοκρατικές αξίες και το μοντέλο κοινωνίας (παρά τα προβλήματά του) αποτελούν αναμφίβολα μεγάλα επιτεύγματα και καλή βάση για μια φιλειρηνική και εποικοδομητική εξωτερική πολιτική. Ο ρόλος της Ευρώπης στο διεθνή στίβο είναι συνολικά θετικός και το διεθνές οικονομικό της βάρος μεγάλο.
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική αθροίζει και πολλές ετερόκλιτες προβληματικές όψεις: αντιρωσικές μανίες, νεοαποικιακές νοσταλγίες, ισλαμοφοβία, λογικές υποτέλειας στην υπερατλαντική δύναμη, εθνικιστικές εμμονές και φοβίες. Όλα αυτά συγκροτούν ένα αντιφατικό σύνολο που, με το ισχύον καθεστώς της ομοφωνίας, συχνά παραλύει την ΚΕΠΠΑ ή την καθιστά όμηρο εντελώς απαράδεκτων θέσεων. Η Ευρώπη δυσκολεύεται να αποδεχτεί και την αναπόφευκτη μετατόπιση του κέντρου της διεθνούς ζωής προς ανατολάς, έχει δε αναλάβει αυτόκλητα ρόλο δασκάλου ηθικής που μοιράζει -και μάλιστα επιλεκτικά- μαθήματα και κυρώσεις ανά την υφήλιο, ρόλο για τον οποίο είναι ακατάλληλη και λόγω της ιστορίας της.
Για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων και την υπεράσπιση των συμφερόντων της, η Ευρώπη χρειάζεται μια ισχυρότερη, λειτουργική και συνεκτική εξωτερική πολιτική, πέρα από εθνικούς εγωισμούς. Χρειάζεται να μιλά με μία και ισχυρή φωνή, και σ’ αυτό ο κανόνας της ομοφωνίας είναι εμπόδιο. Έχει όμως σημασία και τι θα λέει αυτή η φωνή και να μην είναι μόνο η φωνή των Μεγάλων. Η ειρήνη, η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, η συμμόρφωση στη διεθνή νομιμότητα και σε κανόνες, η προάσπιση -αλλά όχι η εργαλειοποίηση- των ευρωπαϊκών και οικουμενικών αξιών, είναι κρίσιμα στοιχεία μιας τέτοιας πολιτικής που εννοείται πως συμφέρει και την Ελλάδα: θα ενισχύσει την ασφάλεια και τη διεθνή μας επιρροή.
Η Ελλάδα μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση και προοδευτική εξέλιξη της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής πρώτα και κύρια επικεντρώνοντας στην ειρηνική επίλυση των διαφορών με την Τουρκία και του κυπριακού. Η Ευρώπη μπορεί να μας στηρίξει σ’ αυτό, όχι όμως να μας υποκαταστήσει. Και στο πλαίσιο της Ευρώπης θα πρέπει να επενδύσουμε σε μια στρατηγική σχέση ειρήνης και συνεργασίας με την Τουρκία, όχι στην γεωπολιτική ή ισλαμοφοβική αντιπαράθεση. Δεύτερη προτεραιότητα για μας είναι η άρση των εμποδίων στον ευρωπαϊκό δρόμο των Βαλκανίων και η απόρριψη αλλαγών συνόρων σε εθνοτική βάση. Για την εποικοδομητική δραστηριοποίηση της Ελλάδας στα Βαλκάνια, η κυβέρνηση χρειάζεται να απαλλαγεί από την ομηρεία στους Μακεδονομάχους της.
Η χώρα μας επιβάλλεται να τοποθετείται ενεργά και σε γενικότερα θέματα: υπέρ της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, για μια στρατηγική σχέση συνεργασίας με τη Ρωσία και ισότιμη οικονομική και πολιτική συνεργασία με την Κίνα, ενάντια σε τυχοδιωκτισμούς στη Μέση Ανατολή, για μια πιο ανοικτή πολιτική προς τον Τρίτο Κόσμο.
Η θέση μας είναι πρώτιστα με την Ευρώπη. Σ’ αυτό το πλαίσιο ενδείκνυται και μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όχι όμως ο υποτελής και εντέλει αντιευρωπαϊκός ρόλος του «πιο πιστού εταίρου των ΗΠΑ».
Ο Σωτήρης Βαλντέν διδάσκει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών
Πηγή: Βήμα της Κυριακής