Macro

Στη Βουλή το λοκντάουν διαρκεί πολύ

«Θέλετε να σταματήσει να νομοθετεί η Βουλή; Να σταματήσει η κυβέρνηση να κυβερνάει»; Αυτή είναι η απάντηση των υπουργών στην κριτική που τους ασκείται για τον υπερβάλλοντα ζήλο που επιδεικνύουν στην κατάθεση στη Βουλή συγκρουσιακών μεν, συμβατών με το «μεταρρυθμιστικό» τους πρόγραμμα δε, νομοσχεδίων εν μέσω πανδημίας. Πέρα από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το να σταματήσει η συγκεκριμένη κυβέρνηση να κυβερνάει δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα, η παραπάνω φράση είναι αξιοπρόσεκτη διότι συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του κράτους έκτακτης ανάγκης που τείνει να παγιωθεί ως νέα κανονικότητα – όχι μόνο στην Ελλάδα. Δηλαδή, με την επίκληση μιας (εν προκειμένω υπαρκτής) εξαιρετικής και επικίνδυνης κατάστασης, όπως η πανδημία του Covid-19, οι περισσότερες κυβερνήσεις της Ευρώπης –με την ελληνική να είναι πρωταθλήτρια, πιθανόν αφήνοντας πίσω τις συνήθεις υπόπτους Ουγγαρία και Πολωνία– υπέκυψαν στον πειρασμό της αναστολής συνταγματικών διαδικασιών και της περιστολής θεμελιωδών ελευθεριών σε βαθμό δυσανάλογο, αν όχι άσχετο, με την αντιμετώπισή της. Πράγματι, το εάν η Βουλή νομοθετεί –από τη στιγμή που επιβλήθηκαν οι περιορισμοί– όπως ορίζει το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος και του Κανονισμού της, είναι, επιεικώς, συζητήσιμο, ιδίως μετά τα «βαριά» νομοσχέδια που επέλεξε να περάσει λάθρα η κυβέρνηση εν μέσω καραντίνας για να ελαχιστοποιήσει τις αντιδράσεις της κοινωνίας.

 

Το ψήφισμα του ευρωκοινοβουλίου που αγνοείται

To Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε από νωρίς εντοπίσει τον κίνδυνο για τη δημοκρατία που ελλοχεύει στην κανονικοποίηση της υποβάθμισης του κοινοβουλευτισμού: σε ψήφισμα της 13ης Νοεμβρίου 2020, καλεί τα κράτη-μέλη, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίσουν ότι όλα τα μέτρα έκτακτης ανάγκης υπόκεινται σε αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, να αποφύγουν την εκτεταμένη χρήση των κατεπειγουσών ρυθμίσεων και της νομοθεσίας έκτακτης ανάγκης, να ερευνήσουν τρόπους διασφάλισης του κεντρικού ρόλου των κοινοβουλίων σε περιόδους κρίσης και να εξετάσουν τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας ότι τα κοινοβούλια πρέπει να πραγματοποιούν τις συνόδους ολομέλειάς τους και ότι δεν πρέπει να επιτρέπουν την προσωρινή αντικατάσταση βουλευτών ή να μειώνουν τη συμμετοχή αυτών, ακόμη και αναλογικά.

Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή της Βενετίας είναι το γνωμοδοτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης σε ζητήματα συνταγματισμού και δημοκρατίας. Εξάλλου, και η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (αποτελούμενη από βουλευτές των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών μελών του Οργανισμού) είχε προβεί σε ανάλογες συστάσεις σε ψήφισμα της 13ης Οκτωβρίου 2020, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα κοινοβούλια θα ασκούν έλεγχο σε όλα τα στάδια της υγειονομικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης, να συμπεριλαμβάνουν και την αντιπολίτευση στις σχετικές διαδικασίες και να επιδιώκουν συναινέσεις, να προβαίνουν –κατά προτίμηση με διακομματική συνεννόηση– στις αναγκαίες τροποποιήσεις των εσωτερικών κανονισμών των κοινοβουλίων ώστε αυτά να συνεχίζουν απρόσκοπτα τη θεσμική τους λειτουργία, και να απέχουν από μόνιμες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία και από ανάλογες σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα έχουν μακροπρόθεσμη επίδραση στη λειτουργία των πολιτικών θεσμών.

 

Σύμπτωμα της αντιπάθειας στις δημοκρατικές διαδικασίες

Παρατηρεί κανείς ότι η κοινή γραμμή των ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών θεσμών είναι ότι τα κοινοβούλια οφείλουν να ελέγχουν την καταλληλότητα και την αναλογικότητα των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας, καθώς και των σχετικών αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας και των επιτροπών των ειδικών εμπειρογνωμόνων. Στην ελληνική περίπτωση, όμως, διαπιστώνει κανείς το αντίστροφο: όταν, με το που άνοιξαν οι οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες για τον γενικό πληθυσμό –ελέω τουρισμού και με μια εκτός λογικής απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας να παραμένει επ’ αόριστον– τέθηκε το ζήτημα της άρσης των περιορισμών στη λειτουργία της Βουλής, ιδίως όσον αφορά στη φυσική παρουσία των βουλευτών τόσο κατά τις συνεδριάσεις όσο και στις ψηφοφορίες, η απάντηση από την πλευρά του προέδρου ήταν ότι δεν μπορεί να γίνει αυτό προς το παρόν, εν αναμονή των εισηγήσεων των ειδικών. Με άλλα λόγια, ενώ οι ξένοι επισκέπτες κυκλοφορούν ανεμπόδιστα απολαμβάνοντας τις ξέγνοιαστες διακοπές τους, η Βουλή πρέπει να περιμένει το πράσινο φως μιας επιτροπής για να λειτουργήσει κανονικά ως σώμα.

Ακόμα και παραβλέποντας το πόσο προβληματική θεσμικά είναι μια τέτοια εξάρτηση (και, σίγουρα, δεν είναι προς παράβλεψη), είναι να απορεί κανείς ποιο είναι το ανυπέρβλητο κώλυμα της εν λόγω επιτροπής, ώστε να καθυστερεί την εισήγηση που περιμένει ο πρόεδρος της Βουλής. Είναι, μήπως, λιγότερο σημαντική η υπολειτουργία του κοινοβουλίου από τον τουρισμό; Είναι, μήπως, μεγαλύτερη η απειλή για τη δημόσια υγεία από μια αίθουσα ολομέλειας με παρόντες τους βουλευτές, παρά από την εστίαση ή τα σχολεία της χώρας; Οποιοσδήποτε θα δυσκολευόταν πολύ να δει τη λογική σε κάτι τέτοιο. Επομένως, η αιτία πρέπει να αναζητηθεί αλλού: ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού είναι η αντιπάθειά του στις δημοκρατικές διαδικασίες και η προτίμησή του στην τεχνοκρατική διαχείριση της πολιτικής. Η υποβάθμιση του κοινοβουλίου είναι ένα ακόμα σύμπτωμα αυτής της αντιπάθειας. Προφανώς, η κυβέρνηση προτιμά να «νομοθετεί» χωρίς τον «ενοχλητικό» έλεγχο της Βουλής. Αντιλαμβάνεται τον κοινοβουλευτισμό, στην καλύτερη περίπτωση, σαν μια καθαρά διεκπεραιωτική διαδικασία που απλώς πρέπει να ακολουθείται για τους τύπους. Μια δημοκρατία «τύποις».

Ο Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, διδάκτορας Νομικής

Πηγή: Η Εποχή