Συμφωνώντας με τον Μαξ Χορκχάιμερ πως “το ολοκληρωτικό καθεστώς δεν είναι παρά το προηγούμενο αστικό χωρίς τις αναστολές του” και επίσης πως “όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει επίσης να μιλάει και για τον φασισμό…”, αναγκαστικά θα συμφωνήσουμε με τη γενίκευση του συνθήματος ότι, ναι, η Χούντα, μια μορφή της Χούντας, στην Ελλάδα και στον κόσμο, δεν τελείωσε το ’73.
Η ασταμάτητη κυκλοφορία του κεφαλαίου, η ιμπεριαλιστική του επέλαση, πέρα και πάνω από τις πολιτικά συντεταγμένες κοινωνίες, που, κατά το δοκούν, πτωχεύει κράτη και εξαθλιώνει, έως θανάτου, πληθυσμούς, είναι αυτή η μορφή του φασισμού, το ιδιαίτερό του χαρακτηριστικό εντός του αστικού κράτους, που δεν εξαφανίστηκε το ’73. Ούτε ποτέ, πουθενά αλλού.
Το κεφάλαιο και οι κάθε φορά εκπρόσωποί του δεν ορρωδούν προ ουδενός. Δεν κόπτονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους βασανισμούς, τις εξορίες, τις μαζικές δολοφονίες, φτάνει μονάχα να γίνεται η δουλίτσα τους. Ο συμφυρμός με τους απανταχού δικτάτορες είναι απλώς μια κοινωνική συναναστροφή, ένα επαγγελματικό γεύμα ή δείπνο, που, ενίοτε, δημιουργεί και φιλίες καρδιακές, όπως των Παπαδόπουλου–Ωνάση.
Siemens, Hugo Boss, Bayer, Kodak είναι μερικές εμβληματικές βιομηχανίες που επωφελήθηκαν από το χιτλερικό καθεστώς, το οποίο αρχικά, στην ημιαστική εκδοχή του, χρηματοδότησαν, για να χρησιμοποιήσουν αργότερα τα ματωμένα εργατικά χέρια του arbeit macht frei των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ο ιδρυτής του ΙΚΕΑ ή αυτός της Media Markt είχαν επίσης ιδεολογικές συγγένειες με τους ναζί, προφανώς με το αζημίωτο.
Στην Ελλάδα του γύψου και του Τομ Πάππας, το κεφάλαιο δεν συμπεριφέρθηκε, εννοείται, διαφορετικά. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο, για παράδειγμα, τιμά την αγαστή του σχέση με το χουντικό καθεστώς, ανακηρύσσοντάς τον Παπαδόπουλο, Μάρτη του 1972, ισόβιο επίτιμο πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, αφού προηγουμένως ο δικτάτορας είχε χαρίσει στο λόμπι δραστικές μειώσεις στη φορολογία.
Ενδεικτικές και οι περιπτώσεις των διυλιστηρίων, εκεί όπου συνωστίζονται για την ελληνική πίττα Ωνάσης και Νιάρχος, αλλά και οι λοιποί, Βαρδινογιάννης, Λάτσης κ.ο.κ. Εκλεκτός του Παπαδόπουλου ο Ωνάσης -σε βίλα του διέμενε-, εκλεκτός του Μακαρέζου ο Νιάρχος, είχε και καλύτερη προσφορά, έφερε το καθεστώς σε δύσκολη θέση, αφού βρέθηκαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Εν τέλει, με το στανιό έστω, βρέθηκε μια κάποια λύση, ικανοποιήθηκαν και οι Ανδρεάδης και Λάτσης, πήρε κι ένα τέταρτο η οικογένεια Βαρδινογιάννη -οι εξορίες (Βαρδή-Παύλου), εξορίες και η δουλειά δουλειά.
Αν, λοιπόν, η αποστροφή του τίτλου μπορεί να μοιάζει επικίνδυνα ισοπεδωτική, και πιθανότατα είναι, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί κανείς πως οι κατά καιρούς και κατά τόπους “εθνικοί ευεργέται”, οι οποίοι αργότερα μένουν στη μνήμη ως ιδρύματα, δήθεν προσφοράς στον κοσμάκη, είναι, το συνηθέστερο, πιστοί στυλοβάτες του γύψου. Είναι το οικονομικό κεφάλαιο, οι διαβόητες επενδύσεις, που κονταροχτυπιούνται ανά τον κόσμο για “ιδιωτικές πρωτοβουλίες” με το αζημίωτο, εδώ για το Ελληνικό, αλλού για άλλα, είναι η κοινωνική εκείνη τάξη τα δικαιώματα της οποίας σπάνια περιστέλλονται εντός του καπιταλισμού. Αυτοί εξάλλου επιβάλλουν την αστική νομιμότητα, αυτοί νοηματοδοτούν την έννοια της προόδου, αυτοί ασκούν ιδεολογικό έλεγχο, σωρεύοντας στα χέρια τους τα ΜΜΕ και ελέγχοντας τις καλλιτεχνικές δράσεις.
Αυτή η μορφή του θηρίου, Λερναία Ύδρα που θα γεννά εσαεί ολοκληρωτισμούς, παραμένει αθέατη. Σπάνια μιλά κανείς γι’ αυτήν, αφού οι κατά καιρούς εκπρόσωποί της παραμένουν, και μετά τη λήξη της “έκτακτης ανάγκης”, εξέχοντα μέλη της κοινωνίας. Χωρίς παρελθόν. Σπάνια κανείς τους εγκαλεί, σπάνια τους πειράζει.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Arti News