Η πανδημία άλλαξε απότομα τον τρόπο ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη, επιφέροντας δραματικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής. Το «κοινό», ο δημόσιος χώρος, υποχώρησε, ενώ ο ιδιωτικός χώρος -στον οποίο αναγκαστικά περιορίστηκαν οι άνθρωποι- ήρθε στο προσκήνιο. Τα συναισθήματα του φόβου και της ανασφάλειας κυριάρχησαν, ενώ επήλθε σημαντικό πλήγμα στην οικονομία, την επικοινωνία, στις εργασιακές και διαπροσωπικές σχέσεις καθώς και στον τρόπο διάχυσης της πληροφορίας. Τα κοινωνικά δικαιώματα τέθηκαν υπό αμφισβήτηση και η ισότητα γυναικών και ανδρών οπισθοχωρεί. Για να κατανοήσουμε αυτή τη νέα συνθήκη και τις επιπτώσεις της, ειδικά στις γυναίκες και την ελληνική ιδιαιτερότητα, η ΑΥΓΗ στράφηκε στην καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής και προέδρου της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων Παντείου Πανεπιστημίου Μαρία Καραμεσίνη.
Η πανδημία θεωρήθηκε από πολλούς ως η κατάλληλη ευκαιρία για μια συντηρητική στροφή και οπισθοχώρηση στα θέματα των δικαιωμάτων. Αναπόφευκτα, η πρώτη ερώτηση αφορά ακριβώς αυτό…
Η κρίση της πανδημίας, που συνιστά μια δεύτερη πολύ μεγάλη κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο μετά τη χρηματοπιστωτική του 2008, έδωσε την ευκαιρία σε πάρα πολλά κράτη να αυταρχικοποιήσουν το πολιτικό καθεστώς, μου εξηγεί η Μαρία Καραμεσίνη. Αυταρχικά καθεστώτα και συντηρητικές κυβερνήσεις και στην Ευρώπη θεώρησαν πως η κρίση αποτελεί ευκαιρία για να πάρουν πίσω κοινωνικά κεκτημένα και να σκληρύνουν. Το τρίπτυχο πατρίς – θρησκεία – οικογένεια ενδυναμώνεται κατά τη διάρκεια των κρίσεων -τέτοια συμπτώματα είχαμε σε Πολωνία, Ουγγαρία, Τουρκία-, ενώ τα θέματα της βίας και των γυναικών βρίσκονται στην ατζέντα των συντηρητικών δυνάμεων που θέλουν να γυρίσουν τις γυναίκες σε ένα προηγούμενο καθεστώς ανελευθερίας και πατριαρχικών σχέσεων εξουσίας.
Εντυπωσιακά ωστόσο ήταν τα αντανακλαστικά που επέδειξε το γυναικείο φεμινιστικό κίνημα με τις μεγάλες διαδηλώσεις που είδαμε στις χώρες αυτές, όπως στην Πολωνία για τις αμβλώσεις ή στην Τουρκία για τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, και για τον λόγο αυτό ζητάω την ερμηνεία της Μ. Καραμεσίνη. «Οι γυναίκες έχουν ήδη μπει ενεργά στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή. Οι κινήσεις που κάνουν οι συντηρητικές και ακροδεξιές δυνάμεις πηγαίνουν κόντρα δηλαδή με την κοινωνική εξέλιξη που έφερε τις γυναίκες στο προσκήνι層 αναφέρει.
Οι γυναίκες μπροστά. Η νέα φάση του φεμινιστικού κινήματος
Παρατηρούμε πλέον ότι στο πλευρό των γυναικών συμπαρατάσσεται και ένα μεγάλο τμήμα των ανδρών. Ζητάω από τη Μ. Καραμεσίνη την ερμηνεία της γι’ αυτό το νέο χαρακτηριστικό. Όπως μου εξηγεί, οι γυναίκες πια είναι πολύ ορατές μέσα στις κοινωνίες και η αξία της ισότητας των φύλων έχει διεισδύσει περισσότερο στην κοινωνία συσπειρώνοντας και πολλούς άντρες γύρω από το φεμινιστικό κίνημα. Φέρνοντας το παράδειγμα των ΗΠΑ, όπου το φεμινιστικό κίνημα πρωτοστάτησε ενάντια στον Τραμπ, η Μ. Καραμεσίνη επισημαίνει ότι έχει ξαναγεννηθεί ένα νέο κύμα φεμινισμού το οποίο πολιτικοποιεί τα συνθήματά του και τις επιδιώξεις του και παράλληλα τις διευρύνει. Δεν υποστηρίζει δηλαδή αυστηρά μόνο τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά συνολικοποιεί τις διεκδικήσεις του απέναντι σε συντηρητικά, αυταρχικά και ακροδεξιά καθεστώτα.
Στην ερώτησή μου αν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως σπάει η αποσπασματικότητα που χρέωναν παλιότερα στο φεμινιστικό κίνημα λαμβάνω ως απάντηση μια αισιόδοξη κατάφαση. Για παράδειγμα, το φεμινιστικό κίνημα στη Χιλή, τονίζει η Μ. Καραμεσίνη, δεν μιλούσε μόνο για τα αιτήματα των γυναικών ενάντια στην πατριαρχία, αλλά τα συνέδεε με τα αιτήματα ενάντια στο αυταρχικό καθεστώς («Ο βιαστής είσαι εσύ»). Και στην Ελλάδα επίσης είναι χαρακτηριστική η διασκευή του γνωστού τραγουδιού «Πότε Βούδας, Πότε Κούδας» που παρουσιάστηκε στο Σύνταγμα στις 8 Μαρτίου από την ομάδα «Οιστρογόνες» με καυστικούς στίχους ενάντια στην αστυνομική βία, την κυβερνητική πολιτική στην Υγεία, το σκάνδαλο Λιγνάδη κ.ά.
Το φεμινιστικό κίνημα έχει περάσει σε μια νέα φάση. Έχει δυναμική και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των μεγάλων αγώνων, συνεχίζει η καθηγήτρια, εξηγώντας ότι η πολιτικοποίηση των γυναικών συμβαδίζει με τη μαζική τους είσοδο στην οικονομική και κοινωνική ζωή, που ήταν εντυπωσιακή τα τελευταία πενήντα χρόνια, με τη «Σιωπηλή Επανάσταση», όπως περιγράφει και στο νέο της βιβλίο. Ο ανερχόμενος κοινωνικός ρόλος των γυναικών αντανακλάται στη σημερινή τους πολιτικοποίηση. Ψηφίζουν πιο προοδευτικά από τους άντρες και κάνουν πολύ πιο έντονη την παρουσία τους στα κινήματα.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα στην πανδημία
Η κρίση τής πανδημίας είναι ακόμα σε εξέλιξη και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις τελικές επιπτώσεις της στην απασχόληση και την ανεργία υπογραμμίζει η Μ. Καραμεσίνη. Είναι όμως σίγουρο ότι ο αρνητικός της αντίκτυπος στην απασχόληση των γυναικών στην Ελλάδα θα είναι ιδιαίτερα οδυνηρός και μεγαλύτερος απ’ ό,τι αλλού στην Ευρώπη για δύο λόγους που περιγράφουν την ελληνική ιδιαιτερότητα.
Η πρώτη ελληνική ιδιαιτερότητα συνίσταται στο ότι λίγο πριν μπούμε στην πανδημία είχαμε μόλις αρχίσει να βγαίνουμε από τη μεγαλύτερη και πιο παρατεταμένη οικονομική κρίση που βίωσε σε καιρό ειρήνης η χώρα μας την τελευταία εκατονταετία, χωρίς ακόμα να έχουν επουλωθεί οι πληγές της ούτε στην οικονομία ούτε στην κοινωνία ούτε στην αγορά εργασίας. Για να συνειδητοποιήσουμε λίγο τα νούμερα, οι απώλειες σε γυναικείες θέσεις εργασίας έφθασαν τις 350.000 το 2014, στο απόγειο της οικονομικής κρίσης του 2008. Αν και μεγάλο μέρος των απωλειών απορροφήθηκε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, το 2019, οι γυναικείες θέσεις εργασίας ήταν 170.000 λιγότερες απ’ ό,τι το 2008.
Ωστόσο, υπάρχει και δεύτερη ελληνική ιδιαιτερότητα που συνίσταται, σύμφωνα με την καθηγήτρια Οικονομικών, στο γεγονός ότι και το 2008 και το 2019 το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα ήταν από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε., ενώ οι ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών στην απασχόληση ήταν από τις μεγαλύτερες στην Ένωση. Επίσης, είχαμε το υψηλότερο γυναικείο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε. και τη μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ ανδρικού και γυναικείου ποσοστού ανεργίας, εις βάρος των γυναικών προφανώς.
Δηλαδή η Ελλάδα περνάει δύο κρίσεις αλλεπάλληλες και οι γυναίκες μπαίνουν και στις δύο κρίσεις με μια ήδη καταγεγραμμένη δυσμενή θέση στην αγορά εργασίας και με πολύ μεγάλες ανισότητες σε σχέση με τους άντρες. Γι’ αυτό, αν και η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. όπου η μείωση της απασχόλησης λόγω της ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία είναι μέχρι τώρα αναλογικά μικρότερη στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες, η επιδείνωση της κατάστασης και των δύο φύλων είναι ακόμα πιο οδυνηρή για τις γυναίκες, που ήδη βρίσκονταν στη χειρότερη θέση κατά την έναρξη της πανδημίας.
Οι γυναίκες σε ρόλο κυματοθραύστη
Οι γυναίκες και στην περίοδο της πανδημίας, και στην προηγούμενη οικονομική κρίση έπαιξαν και παίζουν το ρόλο του κυματοθραύστη εξηγεί η Μ. Καραμεσίνη, προσθέτοντας ότι στην κρίση του 2008 ήταν ο δυναμικός παράγοντας αντίστασης στην κρίση και τη φτωχοποίηση. Δηλαδή οι γυναίκες, αντί να αποθαρρυνθούν και να κάτσουν στο σπίτι, στην πραγματικότητα εντάχθηκαν στην αγορά εργασίας -υπήρξε αύξηση δηλαδή της συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας- στην προσπάθειά τους να βρουν δουλειά και να αντισταθμίσουν τις απώλειες εισοδήματος στα νοικοκυριά που έφεραν οι απολύσεις και η απώλεια της ανδρικής εργασίας η ή μείωση εισοδήματος σε περίπτωση μερικής απασχόλησης ή η εκ περιτροπής εργασία.
Οι γυναίκες στην κρίση του 2008, όπως και στην πανδημία, είναι κυματοθραύστης επειδή επιβαρύνονται με μεγαλύτερο όγκο οικιακής εργασίας λόγω του ότι υποχωρεί το κράτος πρόνοιας, άρα στην πραγματικότητα λειτουργούν αντισταθμιστικά και ανασχετικά στις επιπτώσεις που έχουν στα νοικοκυριά οι απώλειες που υπάρχουν είτε στην αγορά εργασίας είτε στο κράτος πρόνοιας.
Ειδικότερα, στην περίπτωση της πανδημίας κλείνουν τα σχολεία, τα νηπιαγωγεία, οι παιδικοί σταθμοί και οι γυναίκες βρίσκονται μέσα στο σπίτι με έναν τρομερό όγκο εργασίας, όπου καλούνται να αναπληρώσουν και το κοινωνικό κράτος, δηλαδή, το εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα κοινωνικής φροντίδας, χωρίς τη δυνατότητα προσφυγής στους ηλικιωμένους γονείς, οι οποίοι και αυτοί πρέπει να βρίσκονται σε κατάσταση απομόνωσης.
Η συζήτησή μας επικεντρώνεται στα νέα στοιχεία που έφερε στο προσκήνιο η πανδημία εξαιτίας του εγκλεισμού. Πιο συγκεκριμένα, ανοίγει σε δημόσια θέα το «μαύρο κουτί» που είναι η οικογένεια, όπως υπογραμμίζει, με πρώτο στοιχείο το γεγονός ότι έρχονται στο προσκήνιο ο τεράστιος όγκος και οι ανισότητες φύλου ως προς την οικιακή εργασία. Ταυτόχρονα γίνεται ορατή η σημασία του κοινωνικού κράτους για την απελευθέρωση των γυναικών. Δηλαδή, αν τα νοσοκομεία δεν περιθάλπουν τα μη Covid περιστατικά, η περίθαλψη θα πρέπει να γίνει στο σπίτι. Αν σχολεία, νηπιαγωγεία, παιδικοί σταθμοί είναι κλειστά, τον ρόλο της εκπαίδευσης τον αναλαμβάνουν οι γυναίκες.
Το δεύτερο που αποκάλυψε η πανδημία είναι ένα δομικό φαινόμενο, η βία κατά των γυναικών. Ο εγκλεισμός και τα φαινόμενα της ενδοοικογενειακής βίας έδειξαν ότι το σπίτι δεν είναι πάντα ούτε εξ ορισμού ασφαλής χώρος για τις γυναίκες. Το τρίτο στοιχείο αφορά το burn out στο οποίο οδηγήθηκαν πολλές γυναίκες που, όντας σε τηλεργασία, η οποία συχνά συνεπάγεται αύξηση ωραρίων εργασίας, ανάλαβαν επιπρόσθετα μεγαλύτερο όγκο εργασίας φροντίδας, κυρίως επειδή στο σπίτι οι χρόνοι εργασίας και φροντίδας δεν είναι αυστηρά οριοθετημένοι.
Το τέταρτο στοιχείο που αποκάλυψε η πανδημία είναι το πόσο σημαντικές είναι οι γυναίκες στα επαγγέλματα της φροντίδας, στους τομείς της Υγείας, της εκπαίδευσης στα κρίσιμα δηλαδή επαγγέλματα για την κοινωνική αναπαραγωγή. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τον τεράστιο ρόλο που παίζουν στην κοινωνική αναπαραγωγή, τα επαγγέλματα αυτά είναι υποαμειβόμενα ως «γυναικεία», λόγω του ότι η πλειονότητα των εργαζομένων είναι γυναίκες, άρα, όπως συμπεραίνει η Μ. Καραμεσίνη, ήρθε στο προσκήνιο και το αίτημα για την κοινωνική αναγνώριση των επαγγελμάτων αυτών και τη μισθολογική τους αναβάθμιση.
Το συγκλονιστικό ελληνικό MeToo
Τέλος έφερε στο προσκήνιο το συγκλονιστικό κίνημα του MeToo, το οποίο αποκάλυψε το δομικό φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης. Το κίνημα του MeToo μας κάνει να σκεφτούμε πώς συνδυάζονται τα φαινόμενα έμφυλης βίας, η πατριαρχία, οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων με αυτό που ονομάζουμε άναρχος καπιταλισμός και σκληρές σχέσεις ιεραρχίας μέσα σε συγκεκριμένους χώρους: ο αθλητισμός, ο πολιτισμός, τα μίντια είναι χώροι όπου συχνά είναι αρρύθμιστες οι εργασιακές σχέσεις, υπάρχουν σκληρές ιεραρχίες, δεν υπάρχουν εργασιακά δικαιώματα, τα θέματα ανέλιξης δεν είναι οριοθετημένα, όπως, για παράδειγμα, στο Δημόσιο ή σε μεγάλους εργασιακούς χώρους.
Οι όροι εργασίας είναι όροι είτε υποταγής είτε μεγάλης επισφάλειας με τους οποίους διαπλέκονται και οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας. Έχουμε δηλαδή το φαινόμενο της διαπλοκής της βίας που προκύπτει από τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας με τις αρρύθμιστες εργασιακές σχέσεις και τις διαδικασίες ανέλιξης. Από το φαινόμενο αυτό δεν εξαιρείται φυσικά και το πανεπιστήμιο, στο οποίο παράγονται φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλησης και κατάχρησης εξουσίας.
Εδώ προκύπτει και η ιδιαίτερη σημασία των επιτροπών ισότητας στους χώρους εργασίας και στα πανεπιστήμια και η ερώτησή μου αφορά την εμπειρία της Μ. Καραμεσίνη ως προέδρου της Επιτροπής Ισότητας του Παντείου Πανεπιστημίου, η οποία και εξηγεί τη λειτουργία αυτού του νέου θεσμού που ιδρύθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ:
«Μόλις ξεκίνησαν οι καταγγελίες πρώην φοιτητριών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, στο Πάντειο, ως Επιτροπή Ισότητας των Φύλων, θεωρήσαμε υποχρέωσή μας να δηλώσουμε ότι δεχόμαστε καταγγελίες από όποιες-ους έχουν πέσει θύματα παρενόχλησης ή άλλης μορφής έμφυλης βίας. Δεχθήκαμε κάποιες καταγγελίες για τις οποίες δεν μας ζητήθηκε από τις καταγγέλλουσες να προχωρήσουμε. Ως Επιτροπή Ισότητας έχουμε τη δυνατότητα με βάση τον νόμο και να δεχόμαστε καταγγελίες, και να διερευνούμε, και να διαμεσολαβούμε στα αρμόδια όργανα του πανεπιστημίου για την εξέταση και την επιβολή κυρώσεων ανάλογα με τη σοβαρότητα του περιστατικού.
Αυτή τη στιγμή διαμορφώνουμε το πρωτόκολλο όπου θα περιγράφεται αναλυτικά η διαδικασία αναφορών και θα αναλύονται οι διάφορες μορφές έμφυλης βίας και παρενόχλησης και οι αντίστοιχες διαδικασίες που θα ακολουθούνται μέχρι να πάμε στο επόμενο βήμα, που είναι η παραπομπή στα αρμόδια όργανα της Πολιτείας ή του Πανεπιστημίου».
Κατερίνα Μπρέγιαννη
Πηγή: Η Αυγή