Η ανακοίνωση δια στόματος του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν τον Αύγουστο του περασμένου έτους, πως οι υγειονομικές αρχές της χώρας ενέκριναν τη χρήση ενός εμβολίου κατά του κορονοϊού σε μια συγκυρία κατά την οποία οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές φαρμακοβιομηχανίες δεν είχαν καν εισέλθει στην τρίτη φάση των δοκιμών, προκάλεσε την επιφυλακτικότητα αν όχι την αμφιβολία αρκετών επιστημόνων -ανάμεσά τους του κορυφαίου Αμερικανού επιδημιολόγου Άντονι Φάουτσι- για την αξιοπιστία του σκευάσματος.
Ύστερα από λίγους μήνες και σε μια αντιστροφή των συνθηκών, το έγκυρο ιατρικό περιοδικό Lancet ανακοίνωνε πως η αποτελεσματικότητα του εμβολίου Sputnik-V φτάνει το 91,5%, η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ γινόταν η πρώτη από τους Ευρωπαίους ηγέτες που δήλωσαν ανοικτοί στη συμπαραγωγή του με τη Ρωσία και οι υγειονομικές υπηρεσίες της Ουγγαρίας ξεκινούσαν τη διαδικασία εμβολιασμού με το εν λόγω εμβόλιο. Τη γνώριμη ευρωπαϊκή εικόνα σύγχυσης όμως ήλθε να επαναφέρει στα μέσα Φεβρουαρίου η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία διατύπωσε σε δημόσια θέα αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του Sputnik-V, για να διαψευστεί έπειτα από μόλις δύο εβδομάδες από τον Γάλλο Eπίτροπο εσωτερικής αγοράς, Τιερί Μπρετόν, ο οποίος διαβεβαίωνε πως «είναι οκ» αν χώρες της ΕΕ επιθυμούν να προμηθευτούν εμβόλιο από τη Μόσχα ή το Πεκίνο.
Φτάνοντας κανείς στο σήμερα και επιχειρώντας μια σύγκριση ανάμεσα στα επιτεύγματα των μεγάλων δυνάμεων που απαρτίζουν τον σκληρό πυρήνα της ΕΕ από τη μια πλευρά και της Ρωσίας από την άλλη δεν θα δυσκολευτεί να διαπιστώσει ποιος κερδίζει εντυπώσεις στην εμβολιαστική κούρσα. Η Γαλλία αποτελεί τη μόνη από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που δεν έχει δημιουργήσει το δικό της εμβόλιο, παρότι έδρα του βιοφαρμακευτικού κολοσσού Sanofi. Όσο για τη Γερμανία, αν και μπορεί να υπερηφανεύεται για τη συμμετοχή της εγχώριας BioNTech στο στάδιο της έρευνας του πρώτου αδειοδοτημένου εμβολίου εντός της ΕΕ, δεν θα πρέπει να λησμονείται πως η συμβολή της αμερικανικής Pfizer υπήρξε καθοριστική σε επίπεδο παραγωγής και δικτύου διανομής. Την ίδια ώρα, οι χώρες του Κοχ και του Παστέρ, πρωτοπόρες για δεκαετίες στον τομέα των εμβολίων ειδικότερα και της ερευνητικής ιατρικής γενικότερα, είναι ανάμεσα στα πέντε κράτη εντός της Ένωσης που συμφώνησαν για παραγωγή του Sputnik-V στο έδαφός τους, ενός σκευάσματος που έχει εγκριθεί από τις υγειονομικές αρχές 46 κρατών και χρησιμοποιείται ήδη σε 20.
Οι συνέπειες της νεοφιλελεύθερης επέλασης για την Υγεία στην ΕΕ
Για αυτή την οπισθοδρόμηση θα πρέπει να αναζητηθούν αίτια όχι στο παρόν αλλά στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Η διάβρωση των δημόσιων συστημάτων υγείας από τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση των προηγούμενων δεκαετιών συνοδεύτηκε όχι μόνο από την αποεπένδυση σε ό, τι αφορά τις δημόσιες δομές υγείας αλλά και από τη «λεηλασία» της πανεπιστημιακής έρευνας από τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες (η BioNTech στηρίχθηκε στις έρευνες του πανεπιστημίου του Μάιντς και η AstraZeneca στις έρευνες του πανεπιστήμιου της Οξφόρδης), γεγονός που καταδεικνύει την ομηρία ακόμη και ισχυρών κρατών από τις Big Pharma. Μια ακόμη συνέπεια του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, η μεταφορά παραγωγικών μονάδων σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους ήλθε και αυτή να εκδικηθεί την ΕΕ, αφού η καθυστέρηση μιας μεγάλης παρτίδας εμβολίων συνδέεται με την απόφαση του μεγαλύτερου κατασκευαστή εμβολίων στον κόσμο, του ινδικού ινστιτούτου Serum, να θέσει τις υγειονομικές ανάγκες της χώρας του σε προτεραιότητα. Ο συνδυασμός τέλος της χαρακτηριστικής ασυνεννοησίας που χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και η αδυναμία να διοχετευτούν επαρκή κεφάλαια για την έρευνα και την ανάπτυξη των εμβολίων (ΗΠΑ και Βρετανία προσέφεραν επταπλάσια κονδύλια) έρχεται να επιβεβαιώσει την αποτυχία της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ να καταστρώσει μια στρατηγική διαχείρισης της κρίσης.
Γεωπολιτικές επιπτώσεις και ψυχροπολεμική όξυνση
Η αποτυχία αυτή έχει όπως είναι αναμενόμενο επιπτώσεις και στο γεωπολιτικό κύρος της ΕΕ. Σε μια εξέλιξη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φάρσα της ιστορίας, Τσεχία Και Ουγγαρία, δύο από τις χώρες που υπέστησαν στα μέσα του 20ου αιώνα την εισβολή ρωσικών στρατευμάτων και των οποίων η είσοδος στην ευρωπαϊκή οικογένεια συνδέθηκε με την προοπτική της αποδυνάμωσης της επιρροής του Κρεμλίνου, είναι εκείνες που πρωτοστάτησαν στην προμήθεια του ρωσικού εμβολίου. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι Βρυξέλλες βλέπουν τρίτους δρώντες να αναλαμβάνουν ευρύτερους ρόλους, όπως η παραδίδουσα μαθήματα real politik Σερβία, που εξάγει ρωσικής προέλευσης φαρμακευτικό υλικό σε χώρες των Βαλκανίων για τις οποίες υποτίθεται πως η ευρωπαϊκή πορεία ήταν η μόνη προοπτικής ευημερίας.
Εκτός όμως από το καίριο πλήγμα στο ευρωπαϊκό γόητρο η εμβολιαστική επιτυχία της Ρωσίας δημιουργεί νέου χαρακτήρα περιπλοκές για την ΕΕ. Δεδομένης της ψυχροπολεμικής όξυνσης των σχέσεων μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον τα κράτη της ΕΕ καλούνται να διαλέξουν στρατόπεδο, πράγμα που σημαίνει τη στοίχισή τους πίσω από τις αμερικανικές προτεραιότητες. Εντός αυτού του πλαισίου, και με κλιμακούμενη την πίεση που ασκείται στο ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος, την Γερμανία, να υποχωρήσει από την κατασκευή του αγωγού (ρωσικού) φυσικού αερίου Nord Stream 2, είναι βέβαιο πως και ο εμβολιασμός δεν θα εξαιρεθεί της επικείμενης σύγκρουσης. Το ότι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων δεν είχε ακόμη εγκρίνει το Sputnik-V που είχε ήδη εγκριθεί και κυκλοφορούσε σε κράτη-μέλη του, ο Επίτροπος Μπρετόν είχε ανακρούσει πρύμναν λέγοντας πως «η ΕΕ δεν χρειάζεται το ρωσικό εμβόλιο» και ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα συμμετάσχει στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσει τις σχέσεις των δύο πλευρών, δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας για το πώς θα εξελιχθούν από τούδε τα πράγματα.
Ο Βαγγέλης Μαρινάκης είναι πολιτικός επιστήμονας
Πηγή: ΕΝΑ