Η πρωτοφανής κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε να προστεθεί σε εκείνες άλλων αριστερόστροφων προοδευτικών ή αριστερών ή ριζοσπαστικών αριστερών, πάντα μαζικών και λαϊκών, κομμάτων κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας σε χώρες κλειδιά της Λατινικής Αμερικής: Βενεζουέλα, Βραζιλία, Βολιβία, Ουρουγουάη, ακόμη και σε Αργεντινή ή Χιλή και στο μικρότερο Ισημερινό. Συνυπήρξε με την οιονεί κυβερνητική εμπειρία του Μπλόκο και του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Πορτογαλία (στήριξη αλλά όχι συμμετοχή στην κυβέρνηση του Σοσιαλιστών) και τη συμμετοχή των Ποδέμος στην κυβέρνηση μαζί με τους Σοσιαλιστές στην Ισπανία.
Εν αρχή ήν… μια μεγαλύτερη εικόνα
Σε όλες τις περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις αυτές θεωρήθηκαν και ήταν η “ευτυχής κατάληξη” τεράστιων λαϊκών κινητοποιήσεων και πληθώρας κινημάτων. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι συνθήκες διαβίωσης των πληβειακών τάξεων και στρωμάτων γνώρισαν μια καλυτέρευση. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα κόμματα αυτά, είτε για λόγους προγενέστερης προγραμματικής “προσαρμογής”, δηλαδή ηθελημένα, είτε υπό καθεστώς εκβιασμού και απειλών που εμπίπτουν στην κατηγορία του κοινού ποινικού δικαίου, προχώρησαν σε ουσιαστικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του νεοφιλελευθερισμού. Όπου οι κυβερνήσεις έπεσαν, η κεντρική πολιτική των αμιγώς δεξιών ή “κεντρώων” αντικαταστατριών τους δεν αρκέστηκε στην κατάργηση των όποιων φιλολαϊκών μέτρων των προκατόχων τους, αλλά πήρε τη μορφή εκδικητικής μανίας σε εύρος και βάθος ανάλογων του φόβου που ένιωσαν οι αστικές τάξεις στη διάρκεια των αλλαγών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η αντίδραση εκδηλώθηκε με μέτρα σχεδόν εμφυλιοπολεμικά (Βραζιλία, Βολιβία) ή με μέτρα που προσομοιάζουν σε διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης (Ελλάδα, Χιλή), συμβάλλοντας έτσι και στην ευκρινή τάση της εμπέδωσης αυταρχικών καθεστώτων δια του στραγγαλισμού κεκτημένων πολιτικών αλλά και κοινωνικών δικαιωμάτων (ΗΠΑ, Ινδία, Ουγγαρία).
Κοινή συνισταμένη της πορείας όλων των παραπάνω προοδευτικών κ.λπ κομμάτων ήταν η προσπάθεια άσκησης μιας αμιγώς σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής: μικτή οικονομία χωρίς αμφισβήτηση του βασικού “σχεδιασμού” της οικονομίας με βάση τα ιδιωτικά κέρδη, δημόσια ιδιοκτησία των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, κανόνες ισονομίας και θεσμοθέτηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, εκτεταμένο κοινωνικό κράτος. Με λίγα λόγια, ό,τι είχε γίνει κατορθωτό την περίοδο 1945-1970 τουλάχιστον για τις χώρες του λεγόμενου ελεύθερου δυτικού κόσμου. Η προσπάθεια μεσοπρόθεσμα απέτυχε γιατί “απλώς” ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων δεν ήταν εκείνος της περιόδου 1945-1970. Όμως, δεν είναι του παρόντος αυτή η ανάλυση. Τα κόμματα που έκαναν την προσπάθεια πέρασαν ή περνούν κρίσεις, προσανατολισμού ή μείωσης επιρροής και οργανωτική εξασθένηση. Το ίδιο ισχύει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και για τα κόμματα που είτε κρατούν τις βασικές δυνάμεις τους (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας, ΣΥΡΙΖΑ, Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας) είτε προσπαθούν με κόπο να αντιστρέψουν μια επιταχυνόμενη πτωτική πορεία (Ποδέμος).
Θα αλλάξει κάτι;
Η πανδημία του Covid-19 ήρθε κατ’ αρχάς να ταράξει μια πορεία που φαινόταν αναπότρεπτη, καθώς όλα τα νεοφιλελεύθερα δόγματα έπεσαν πάνω στον τοίχο της πραγματικότητας. Η περίφημη “αυτορρύθµιση της αγοράς” πήγε περίπατο μπροστά στην αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης είτε στην οικονομία είτε στα συστήματα υγείας είτε στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας. Η ιερή “βιωσιμότητα του χρέους” ξεχάστηκε, καθώς απαιτήθηκε η πολύ μεγάλη αύξηση των κρατικών χρεών πολύ πέραν των κανόνων που τα συστημικά think tanks, οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις είχαν θέσει εξαιτίας των δύο διαδοχικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων (1997-98 και 2008-09). Η επιμονή στον με κάθε τρόπο έλεγχο της αύξησης του πληθωρισμού (λιτότητα) έμεινε στα χαρτιά και ένας υπαρκτός πληθωρισμός καλπάζει στις τιµές των μετοχών, των ομολόγων και γενικά των κινητών αξιών.
Η πανδημία ήρθε να ταράξει, όχι να αλλάξει. Είναι αλήθεια πως μπροστά στον κίνδυνο μιας γενικευμένης κατάρρευσης, οι άρχουσες τάξεις, ή τουλάχιστον τμήματά τους, δεν διστάζουν να παρακάμψουν τα δικά τους δόγματα υπέρ των “αγορών” και προσπαθούν να ρυθμίσουν την ανεξέλεγκτη δράση των ακραίων παικτών τους, κυρίως του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός μπορεί, ακόμη κι αυτός, να καταφεύγει στο κράτος, να καλύπτει τουλάχιστον τις βασικές ανάγκες διαβίωσης του πληθυσμού, να αναστέλλει οικονομικές υποχρεώσεις πολιτών, ακόμα και να συζητά μείωση ή μερική διαγραφή χρεών προς το δημόσιο, να υποχρεώνει τον ιδιωτικό τομέα Υγείας να συνδράμει την προσπάθεια του δημόσιου. Να δίνει, δηλαδή, την εντύπωση υιοθέτησης μέτρων σοσιαλδημοκρατικού τύπου.
Όσοι/ες αντιλαμβάνονται την ανθρώπινη ιστορία ως μια συντεταγμένη και σταδιακή, γραμμική διαδικασία επικράτησης της “κοινής λογικής” και του “δικαίου”, είναι έτοιμοι/ες να επαναλάβουν την προσπάθεια στροφής της οικονομίας προς δικαιότερη κατανομή του πλούτου, ώστε να μειωθούν οι ανισότητες – ενώ ταυτόχρονα οι κοινωνίες με σύμπνοια, αποτινάσσοντας το βρόγχο της φτώχειας, θα αρχίσουν να ελέγχουν την πορεία προς την οικολογική καταστροφή του πλανήτη, διευρύνοντας και το πεδίο άνθισης όλων των δικαιωμάτων.
Ποιος ρεαλισμός;
Τα προτεινόμενα κυβερνητικά μέτρα για την υλοποίηση αυτών των κατευθύνσεων είναι όσα δοκιμάστηκαν ξανά και ξανά. Όσα ξηλώθηκαν ξανά και ξανά, όταν έπεσαν πάνω στον τοίχο των ιερών και οσίων των αρχουσών τάξεων στην παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική κοινωνία: κανένας έλεγχος επί του βαθέως κρατικού μηχανισμού και καμία παραχώρηση στο βασικό πυρήνα του συστήματος, δηλαδή στον τρόπο μεγιστοποίησης κερδών και συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω της λιτότητας, της πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων («εργασιακή ευελιξία»), των ιδιωτικοποιήσεων.
Υπό την πίεση της (αναπόφευκτης και καθημερινής) ταξικής αναμέτρησης και της (αναπόφευκτης και καθημερινής) αντίστασης στην εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής των ανθρώπινων σχέσεων, με τα ξεσπάσματα για την υπεράσπιση δικαιωμάτων και ελευθεριών, με την εξέγερση του μισού πληθυσμού του πλανήτη για την αποτίναξη της πατριαρχικής βαρβαρότητας, είναι πιθανές οι αλλαγές σε διάφορους τομείς. Είναι δυνατή η υιοθέτηση φιλολαϊκών μέτρων, είναι δυνατή ακόμα και μια κυβερνητική αλλαγή για να «επιβάλει» την υλοποίηση αυτών των μέτρων.
Είναι δυνατή μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση – αλλά με συγκεκριμένα όρια, καθώς οι πραγματικοί όροι άσκησης τέτοιας οικονομικής/κοινωνικής πολιτικής δεν φαίνονται να υπάρχουν ακριβώς γιατί προσκρούουν στις δυο “κόκκινες γραμμές” του συστήματος που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Η ίδια η κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, οι εμπειρίες στις άλλες χώρες που ήδη αναφέρθηκαν αλλά και προγενέστερα, όπως για παράδειγμα στην Γαλλία του Κοινού Προγράμματος Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών τη δεκαετία του 1970, έδειξαν αυτά τα όρια. Η συζήτηση σήμερα θα όφειλε να επικεντρωθεί στον τρόπο με τον οποίο μία δεδηλωμένη εχθρός του καπιταλισμού, η Ριζοσπαστική Αριστερά, θα επιχειρήσει να διαβεί τις κόκκινες γραμμές του αντίπαλου. Πράγμα που ήδη ξεκίνησε με την κατάθεση των προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία1. Όσο κι αν είναι δελεαστική η ιδέα της άμεσης εμπλοκής σε αυτήν την συζήτηση, σε αυτή τη φάση προτιμούμε την επισήμανση της έλλειψης ουσιαστικής συζήτησης για το “ποιοι” θα πρέπει να επιχειρήσουν και κυρίως να στηρίξουν τις αλλαγές, ακόμα και σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα, αλλά θεωρούμενες ως μεταβατικές προς το στόχο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Ποιες τάξεις, για ποια συμμαχία;
Μια μεγάλη γκάμα ερευνητών, πολιτικών, δημοσιογράφων υποστηρίζουν πως η απάντηση στο “ποιοι” είναι εύκολη: η “πλειοψηφία του εκλογικού σώματος”. Η οποία όμως, κατ’ αυτούς, δεν είναι αρκετή για την προώθηση ριζοσπαστικών προτάσεων, καθώς οι μισθωτοί εργαζόμενοι αποτελούν κοινωνική μειοψηφία και κυριαρχεί η τεράστια θάλασσα των μικροαστικών στρωμάτων και των νέων μεσαίων τάξεων – μερικοί προσθέτουν και μια μερίδα της αστικής τάξης. Επομένως, απαιτείται η ελαφρά (sic) προσαρμογή του ριζοσπαστικού αριστερού προγράμματος και η συμμαχία με όποιον ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί την μεγάλη ενδιάμεση πλειοψηφία.
Σε αυτήν τη συλλογιστική υπάρχει μια λάθος υπόθεση για τα πρόσωπα που συναπαρτίζουν την εργατική τάξη. Ήδη από την εποχή του Μαρξ (που μιλούσε για την «τάξη της μισθωτής εργασίας») και τις αρχές του 20ου αιώνα, στα τότε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όπως το Ρωσικό, το προλεταριάτο οριζόταν ως όσοι «…δεν κατέχουν παρά μόνο τη δική τους εργασιακή δύναμη και δεν μπορούν να ζήσουν αν δεν την πωλούν» ή «πρόσωπα που δεν κατέχουν κανένα μέσο παραγωγής». Δηλαδή, όσοι υποχρεωτικά και συνεχώς πωλούν την εργασιακή τους δύναμη, αφού δεν διαθέτουν ούτε μέσα παραγωγής, ούτε μέσα αυτοσυντήρησης: εκεί, εκτός των βιομηχανικών εργατών, συμπεριλαμβάνονται οι μισθωτοί εργαζόμενοι σε αγροτικές εργασίες και η συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων που ο μισθός τους δεν επαρκεί για τη δημιουργία κάποιου κεφαλαίου (δημόσιοι υπάλληλοι, εμποροϋπάλληλοι, υπάλληλοι σε υπηρεσίες όπως οι τράπεζες κ.λπ). Στην Ελλάδα, η ΕΛΣΤΑΤ υπολόγιζε όλους αυτούς στο περίπου 67% του εργατικού δυναμικού για το 2017 και υποθέτουμε βάσιμα ότι σε αυτούς πρέπει να προστεθούν όσοι/ες εμφανίζονται ως αυτοαπασχολούμενοι ενώ παρέχουν εξαρτημένη εργασία (μείον κάποια ανώτερα στελέχη με δυνατότητες δημιουργίας κεφαλαίου).
Επομένως, αυτό που κατά προτεραιότητα απαιτείται σήμερα είναι μάλλον μια εκτενής συζήτηση για τη δυνατότητα ομογενοποίησης των πιθανών επιμέρους συμφερόντων, των πολιτικών ευαισθησιών και κυρίως, για να θυμηθούμε και τις περίφημες «ταυτότητες», των επιπέδων συνείδησης, στο εσωτερικό μιας τάξης της οποίας κανένα στρώμα δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πόσο μάλλον στα μέσα άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Και μόνο η επαναφορά στην ημερήσια διάταξη και η επισήμανση αυτού του κρίσιμου (αντικειμενικού!) ενοποιητικού στοιχείου είναι αρκετή για να επαναφέρει στη συζήτηση και το ζήτημα της υπέρβασης του καπιταλισμού.
Μια τέτοια συζήτηση για την επιδιωκόμενη ενότητα κατ’ αρχάς των πραγματικών εργατικών στρωμάτων, θα διευκόλυνε σημαντικά την αναζήτησή του σοσιαλιστικού πολιτικού σχεδίου που ηγεμονικά θα περιλάμβανε και τους λεγόμενους μικρομεσαίους αγρότες και τα χτυπημένα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις χαμηλότερα στρώματα των επαγγελματιών και των εμπόρων των πόλεων. Για παράδειγμα, η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους, οι προτάσεις για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και τη συνεταιριστική δράση των επαγγελματιών, ακόμα και προτάσεις για ένα καθολικό βασικό εισόδημα2, που θα απαντούσε ενοποιητικά στην ανάγκη αξιοπρεπούς διαβίωσης πρώην εργαζόμενων μισθωτών και πρώην εργαζόμενων της μεσαίας τάξης, είναι μέρος ενός τέτοιου πολιτικού σχεδίου πάνω στο οποίο θα μπορούσαν να δρομολογηθούν και πολιτικές συμμαχίες.
Ποιο κόμμα, ποιοι κανόνες;
Οι πολιτικές συμμαχίες απαιτούν κόμματα. Και για λογαριασμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που μπορεί να κληθεί να εφαρμόσει στην αρχή ένα πρόγραμμα παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας (μη ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα σοσιαλφιλελεύθερης κοπής), ένα κόμμα που κατ’ αρχάς δεν πρέπει να είναι σοσιαλδημοκρατικό. Και να εξηγήσουμε τι πραγματικά είναι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Για τη σημερινή θλιβερή εικόνα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας αυτό που επέδρασε καθοριστικά δεν ήταν η προώθηση κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων, ούτε η προθυμία της να αντισταθεί στο φασισμό ή τις φασιστικές πρακτικές. Αυτό που την καθόρισε ήταν η, αρχικά ασυνείδητη και μετά τελείως συνειδητή, άρνηση της δυνατότητας υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος. Η επιμονή σε μια πορεία που τη μετέτρεπε από παράγοντα αποσταθεροποίησης του συστήματος σε παράγοντα σταθεροποίησης του, ειδικά σε περιόδους κρίσεων.
Μια αλλαγή που δεν ήρθε από το πουθενά, τουλάχιστον για όσους/ες δεν έχουν εγκαταλείψει την άποψη ότι το κοινωνικό καθορίζει τη συνείδηση. Η σταδιακή μεταστροφή των σοσιαλδημοκρατών κομμάτων ολοκληρώθηκε μέσα από μια πορεία ενσωμάτωσης των στελεχών τους στις κανονικότητες των αστικών καθεστώτων. Η εργατική γραφειοκρατία στα συνδικάτα, οι διοικήσεις σε όλο και περισσότερους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, οι διοικήσεις των κατά καιρούς κρατικοποιημένων / εθνικοποιημένων τομέων στη βιομηχανία ή και τις τράπεζες, άλλαξαν σε βάθος τη σύνθεση αυτών των κομμάτων. Από τη στρατολόγηση στελεχών προερχόμενων από τις μαζικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος πέρασαν στα διευθυντικά στελέχη των δημόσιων ή μικτής ιδιοκτησίας νομικών προσώπων (ηλεκτρισμός, δημόσιες συγκοινωνίες, νοσοκομεία, ιδρύματα μελετών κ.α), στα οποία προστέθηκαν οι γραφειοκράτες/τεχνοκράτες του δημόσιου τομέα. Η βασική επιδίωξη όλων αυτών ήταν και είναι η εργασιακή ασφάλεια και η σύνταξη, η μισθολογική ασφάλεια με τις προαγωγές. Αυτό που προσέφεραν ήταν η “επαγγελματική επάρκεια” που, είναι αλήθεια, ήταν πολύ καλύτερη από εκείνη των στελεχών των αστικών κομμάτων.
Ο μηχανισμός των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων προσέλκυε όλο και περισσότερες τέτοιες κατηγορίες ανθρώπων, με υλικά συμφέροντα διαφορετικά από την οργανωμένη, αλλά και την εκλογική βάση τους. Η διατήρηση των «προνομίων» αυτών των ανθρώπων εξαρτάται ουσιαστικά από την παραμονή του κόμματος σε θέσεις εξουσίας, κυβερνητικές ή άλλες. Έτσι, η θητεία σε διευθυντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα από υποτιθέμενο μέσο για ισχυροποίηση της οργάνωσης των εργαζόμενων μετατράπηκε σε αυτοσκοπό. Και εφόσον οι θέσεις εξουσίας εξαρτώνται από τις εκλογές, η εκλογική νίκη αντί παντός τιμήματος έγινε με τη σειρά της αυτοσκοπός.
Η αναπόφευκτη κατάληξη μιας τέτοιας πορείας, το πραγματικό τίμημα, ήταν ο μετασχηματισμός της πολιτικής ζωής η οποία απο-ιδεολογικοποιήθηκε, μετατρέποντας την αντιπαράθεση επί προγραμμάτων και ιδεών σε «μάχες» ανάμεσα σε ηγέτες. Και η πεισματική παραμονή σε κυβερνητικές θέσεις ακόμα και σε περιόδους κρίσεων, δίχως αμφισβήτηση της κατεστημένης δομής εξουσίας, έφθασε μέχρι την εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας ενάντια στην ίδια την εκλογική βάση αυτών των κομμάτων – και άγρια καταστολή όταν η ίδια αυτή βάση, φυσιολογικά, αντιδρούσε.
Και, για να κλείσει ο κύκλος, ολοένα και περισσότεροι «μεσαίοι», καμιά φορά και μεγάλοι, καπιταλιστές αποφάσισαν να ενταχθούν σε εκείνα τα σοσιαλδημοκρατικά σε κόμματα που είχαν κυβερνητικές προοπτικές, προκειμένου να αποκτήσουν όταν αυτά αναλάμβαναν την κυβέρνηση υπουργικά χαρτοφυλάκια, να διαχειρίζονται προγράμματα: ευκαιρία για μπίζνες.
Ο κίνδυνος να επαναληφθούν κατά γράμμα αυτές οι δραματικές εξελίξεις και σε οποιοδήποτε άλλο κόμμα της Αριστεράς, μπορεί να αντιμετωπιστεί, χωρίς εξασφαλισμένη πάντα την επιτυχία, μόνο με μια σειρά κανόνων που θα επιτρέπουν τον έλεγχο του συνόλου των δραστηριοτήτων ενός κόμματος από το σύνολο των μελών του. Αυτό ισχύει ειδικά για ένα κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που υποτίθεται ότι έχει εγγεγραμμένες στο DNA του τις ενστικτώδεις αντιγραφειοκρατικές συμπεριφορές των εργαζομένων και των κινημάτων τους.
Κανόνες όπως ο έλεγχος της κοινοβουλευτικής ομάδας από το κεντρικό πολιτικό όργανο του κόμματος· η λογοδοσία των δημοτικών παρατάξεων (πλειοψηφικών ή μειοψηφικών) στη κεντρική κομματική οργάνωση του αντίστοιχου Δήμου‧ η τακτική εναλλαγή σε θέσεις πολιτικής ευθύνης‧ ο περιορισμός των συνεχών θητειών των βουλευτών, δημάρχων, συμβούλων, πολιτικών στελεχών‧ η συχνή επεξεργασία των κεντρικών πολιτικών κατευθύνσεων στα όργανα και στις οργανώσεις των μελών‧ η δυνατότητα αντιπαραθέσεων επί προγραμματικών και άλλων θεμάτων δια του οργανωμένου ελεύθερου διαλόγου, ο οποίος συνήθως υποβοηθείται από τη δημιουργία τάσεων ή ρευμάτων‧ η πιστή τήρηση αυτών των καταστατικών κανόνων‧ η σχεδιασμένη διαδικασία ανάδειξης στελεχών‧ η συνεχής προσπάθεια ιδεολογικής συναντίληψης που προϋποθέτει και σχέδιο επιμόρφωσης μελών και στελεχών. Και τέλος, η οικοδόμηση δικτύων αντικουλτούρας για την τόνωση των δεσμών συλλογικότητας, αλληλεγγύης, συλλογικής συνείδησης. Αλλά ήδη έχω μπει σε άλλα νερά, οπότε σταματώ εδώ.
Σημειώσεις
2. Βλ. μεταξύ άλλων και: poulantzas.gr/yliko/dimitris-karellas-katholiko-vasiko-eisodima-meros-deftero-ti-borei-na-einai
Δημήτρης Καρέλλας
Πηγή: Η Εποχή