Στις 26 Ιανουαρίου 2021, ο πετρελαϊκός κολοσσός Repsol με την εταιρεία Energean Oil & Gas παραιτούνται και αποχωρούν επισήμως, με επιστολή προς την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ), από τα δικαιώματα έρευνας για την παραχώρηση της Αιτωλοακαρνανίας χωρίς να έχουν ξεκινήσει, μάλιστα, τις λεγόμενες σεισμικές έρευνες στην περιοχή, ενώ διαβάζουμε και για χρονική μετάθεση ερευνών σε πιο πρόσφατες παραχωρήσεις.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, φαίνεται να παγιώνονται δύο τάσεις στον κλάδο. Μία τάση αναθεώρησης των επενδυτικών πλάνων των πετρελαϊκών εταιρειών υπέρ της επέκτασης της επενδυτικής τους δραστηριότητας σε διαφορετικούς τομείς (ΑΠΕ, υδρογόνο, αποθήκευση κτλ) και μία τάση σημαντικής μείωσης των επενδύσεών τους στην έρευνα, γεγονός που αντανακλάται και στη μείωση του σχετικού με την έρευνα προσωπικού: γεωλόγων, μηχανικών, επιστημονικού προσωπικού.
Είκοσι ένα κόμμα επτά δισεκατομμύρια ευρώ (21.7 δισ. ευρώ) ζημία ανακοίνωσε πολύ πρόσφατα η Shell, μία από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές στον κόσμο, ποσό που, αν και αντιστοιχεί σε λογιστική και όχι πραγματική ζημία, προσφέρει αρκετά καθαρή εικόνα των συνθηκών στον εν κλάδο.
Και ενώ είναι αδιαμφισβήτητο ότι η συμβολή της πανδημίας ήταν καθοριστική και ότι αποτελεί σαφέστατα επιταχυντή της στροφής των πετρελαϊκών εταιρειών σε άλλες δραστηριότητες, δεν πρέπει να ξεχνάμε το ευρύτερο πλαίσιο. Τα νέα δεδομένα, δηλαδή, που διαμορφώνει η παγκόσμια πλέον αποδοχή της κλιματικής κρίσης και οι σχεδιασμοί αντιμετώπισης και καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής σε εθνικό, υπερεθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η επιστροφή των ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων, με απόφαση της προεδρίας Μπάιντεν, οι δηλώσεις του Κινέζου προέδρου υπέρ της κλιματικής ουδετερότητας, αν και το 2060, και η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία έχουν τροποποιήσει τα δεδομένα και το μέλλον της έρευνας και της παραγωγής υδρογονανθράκων, κάτι που, όπως φαίνεται, έχουν συνειδητοποιήσει και οι εταιρείες του κλάδου.
Δεν υπάρχει πλέον κάποια αμφιβολία ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με αρκετά μειωμένη πια συνεισφορά του μέχρι πρότινος καυσίμου «γέφυρας» φυσικού αερίου, αποτελούν το μέλλον. Η επίσημη, σχεδόν παγκόσμια, αναγνώριση της κλιματικής κρίσης και της ανάγκης προσαρμογής του οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου στη μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας στην κλιματική ουδετερότητα το 2050, για την ΕΕ και τις ΗΠΑ, ή το 2060, για την Κίνα, έχουν δημιουργήσει το έδαφος πάνω στο όποιο κάθε χώρα θα εκπονήσει το δικό της σχέδιο για την επίτευξη του στόχου αυτού.
Η Πράσινη Μετάβαση για τον οικολογικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας αποτελεί επίσης διακριτό, κεντρικό άξονα του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με βάση το προσχέδιο που τέθηκε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση. Στο κείμενο τονίζεται η κεντρική ιδεολογική και αξιακή διαφορά μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, μιας πολιτικής παράταξης της Αριστεράς και μιας νεοφιλελεύθερης και κρατικοδίαιτης Δεξιάς παράταξης, και σήμερα κυβέρνησης, στην πορεία για την «πράσινη», βιώσιμη μετάβαση και ανάπτυξη. Υπογραμμίζεται, ειδικότερα, ότι η Δεξιά προκρίνει η διαδικασία αυτή να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά μέσω των αγορών, στην περίπτωση της ΝΔ χωρίς καν ισότιμους κανόνες για όλους, και με μηχανισμούς που αναπαράγουν ή και εμβαθύνουν υφιστάμενες ανισότητες, με τον κίνδυνο η μετάβαση να οδήγησε σε νέες μορφές αποκλεισμού σε κοινωνικό και περιφερειακό επίπεδο και ότι, στον αντίποδα, η Αριστερά σχεδιάζει την πράσινη μετάβαση, με όρους Ενεργειακής Δημοκρατίας, με διασφάλιση της κλιματικής δικαιοσύνης και τη συμμετοχή των πολλών, τον πλουραλισμό στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ.
Η ΝΔ «επιτίθεται» στις ενεργειακές κοινότητες
Τι συμβαίνει όμως σήμερα στον τομέα των ΑΠΕ; Η ΝΔ έχει «επιτεθεί» στις Ενεργειακές Κοινότητες (ΕΚΟΙΝ), με την αφαίρεση της προτεραιότητας σύνδεσής τους στο δίκτυο, το πάγωμα χρηματοδοτικού εργαλείου της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ κ.ά., ενώ ακολουθεί την ίδια «αποθαρρυντική» και «τιμωρητική» πολιτική στα μικρά έργα ΑΠΕ, με το νόμο 4759/2020, καθώς τους επέβαλε ασφυκτικές προθεσμίες για τη διασφάλιση όρων σύνδεσης και την υπογραφή συμβάσεων, εν μέσω μάλιστα πανδημίας. Οι ΕΚΟΙΝ απουσιάζουν ακόμη από την πρόταση χρηματοδότησης που κατέθεσε στην Κομισιόν το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και φαίνεται, τελικά, ότι από τον ευνοϊκό δανεισμό και τις χρηματοδοτήσεις θα επωφεληθούν οι «μεγάλοι» παίκτες της αγοράς, σε πλήρη αντίθεση με τον πλουραλισμό –50% ηλεκτροπαραγωγής αποκλειστικά από ΕΚΟΙΝ ή/και άλλα συμμετοχικά σχήματα– που προτείνει στο Πρόγραμμά του ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Ο τέως υπουργός ΠΕΝ, Κ. Χατζηδάκης, με επίφαση την «απλοποίηση» της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ, με ρύθμιση του 4685/2020, ΑΠΕ, έχει οδηγήσει σε «υπερθέρμανση» της αγοράς και σε επενδυτές που «είδαν φως και μπήκαν». Βάσει στοιχείων της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), στις 15.02.2021, βρίσκονται πλέον υπό αξιολόγηση, μετά την ολοκλήρωση των δύο κύκλων ηλεκτρονικής υποβολής νέων αιτήσεων Δεκεμβρίου 2020 και Φεβρουαρίου 2021, από τη ΡΑΕ 2.341 αιτήσεις για έργα συνολικής ισχύος 54,36 GW, όταν για να επιτευχθεί ο στόχος που προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) χρειαζόμαστε μόνο 9 GW! Αυτές οι αιτήσεις γίνονται από ενδιαφερόμενους που δεν έχουν καν κατοχυρώσει την ιδιοκτησία στην οποία έχουν αιτηθεί να εγκαταστήσουν μονάδες ΑΠΕ.
Αν και πολλές από τις παραπάνω επενδύσεις δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ τελικά, η υπερθέρμανση αυτή έχει αποτυπωθεί στον γεωπληροφοριακό χάρτη της ΡΑΕ, κάτι που έχει δημιουργήσει σοβαρές ανησυχίες στις τοπικές κοινωνίες σχεδόν σε ολόκληρη την επικράτεια.
Στην κατεύθυνση επιπλέον απλοποίησης της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 3291/06.08.2020) που ενέταξε στην «ελαφρότερη» κατηγορία περιβαλλοντικής αδειοδότησης σταθμούς ΑΠΕ με εγκατεστημένη ισχύ από 1 MW έως 10 MW (αντί του προηγούμενου ορίου 2 MW) έχει δημιουργήσει φόβους για κατάτμηση έργων.
Πάγωσε η εκπόνηση Χωροταξικού Πλαισίου για ΑΠΕ
Η ΝΔ έχει, επιπρόσθετα, παγώσει την εκπόνηση –που είχε ξεκινήσει επί ΣΥΡΙΖΑ– του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ, που θα πρέπει να εξετάσει και το θέμα της γεωγραφικής κατανομής και της γεωγραφικής αναλογικότητας των ΑΠΕ, και δεν έχει ολοκληρώσει τις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες για την έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων με τις επιτρεπόμενες χρήσεις (και τα όρια ανάπτυξής τους) ανά ζώνη στις περιοχές προστασίας Natura 2000.
Αυτό είναι και το «μπάχαλο» που θα παραλάβει η επόμενη κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και επομένως, θα κληθεί να αντιμετωπίσει το χάος, τα προβλήματα και τα διλήμματα που έχει ήδη διαμορφώσει η πολιτική της ΝΔ. Αν όμως οι διαμορφωθείσες συνθήκες είναι πολύ μακριά από το συμμετοχικό μοντέλο που οραματίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και η διάχυση του οφέλους δεν φαίνεται να φτάνει στην κοινωνία αλλά αντιθέτως συγκεντρώνει τα πυρά της, μήπως καμία επιλογή ακόμη και σήμερα δεν είναι ταμπού για να «καθαρίσει» το τοπίο; Κανένα όμως από τα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς να έχει ολοκληρωθεί προηγουμένως ο απαραίτητος απολογισμός της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και μια ευρύτερη συζήτηση στη βάση του κόμματος για το πώς οραματιζόμαστε τη «δεύτερη φορά» Αριστερά.
Η Ινώ Σιώζιου είναι Msc Environment and Resource Management, έχει διατελέσει σύμβουλος ΥΠΕΝ
Πηγή: Η Εποχή