«Συνήθεια το ‘χουν όσοι ποθούν να καλοπιάσουν έναν ηγεμόνα, να παρουσιάζονται μπροστά του κρατώντας ό,τι πιο σπάνιο έχουν ή ό,τι θαρρούν πως πιότερο του αρέσει», γράφει στον «Ηγεμόνα» (μτφ. Ν.Καζαντζάκης) ο Νικολό Μακιαβέλι. Το θυμηθήκαμε ακούγοντας τον Μάκη Βορίδη -στην προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα της πρωθυπουργικής επίσκεψης στην Ικαρία- να λέει πως «όταν εμφανίζεται πολιτικός του διαμετρήματος μάλιστα και της εμβέλειας του συγκεκριμένου πρωθυπουργού, του Κυριάκου Μητσοτάκη, τον οποίο -τι να κάνουμε τώρα- και τον σέβεται και τον αγαπά ο ελληνικός λαός, θα υπάρχουν αναπόφευκτα, ό,τι μέτρα και να πάρεις, κάποιες εκδηλώσεις αγάπης και σεβασμού προς το πρόσωπό του».
Δεν είναι μυστικό πως ήδη από την περίοδο ανάληψης της προεδρίας της ΝΔ, το πολυπληθές επικοινωνιακό επιτελείο του νυν πρωθυπουργού, δούλεψε συστηματικά, ώστε να του προσδώσει χαρακτηριστικά που μέχρι τότε είτε δεν είχε, είτε δεν είχε αφήσει να διαφανούν. Διακατεχόμενος από το σύνδρομο του «γόνου», μεγαλωμένος στο συγκεκριμένο οικογενειακό περιβάλλον και με βαθιά την πεποίθηση πως η χώρα και το κόμμα του χρωστάνε, ο βενιαμίν της οικογένειας Μητσοτάκη, έχοντας καταφέρει να αφήσει πίσω στην κούρσα της διαδοχής την, για πολλούς αυτονόητη επιλογή, Ντόρα Μπακογιάννη, δεν κρύβει τη δυσφορία του για τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται ο ρόλος του πρωθυπουργού όλων των Ελλήνων, στο σκέλος τουλάχιστον που αφορά το δεύτερο συνθετικό του τίτλου.
Η λογική της ελίτ
Παρά τις προσπάθειες να δείξει πως είναι ένας από εμάς, η παντελής έλλειψη ενσυναίσθησης και η αλαζονεία που συνοδεύει κάθε δημόσια εμφάνισή του, δεν μπορούν να κρυφτούν. Είναι η λογική της ελίτ, που δεν μπορεί να αντιληφθεί την ανάγκη αύξησης του στόλου και των δρομολογίων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς –γιατί, ναι, ο περισσότερος κόσμος πηγαίνει με το λεωφορείο στη δουλειά του– που «ανακαλύπτει» με έκπληξη πως υπάρχουν άνθρωποι εξαρτημένοι από το μισθό τους, που μιλάει απαξιωτικά για το παιδί από το Περιστέρι που μπορεί να γίνει μόνο ψυκτικός –υποτιμώντας, εκτός των άλλων, χωρίς ντροπή το συγκεκριμένο επάγγελμα– που αγνοεί επιδεικτικά τους κανόνες, αφού «αυτοί είναι για τους άλλους».
Το μήνυμά του προς τον ελληνικό λαό, προκειμένου να ανακοινώσει το τρίτο -μέσα σε 11 μήνες- λοκντάουν, ήταν ένα ακόμη απτό παράδειγμα του πώς αντιλαμβάνεται τη διαχείριση της εξουσίας. Σαν να μην έχει περάσει ένας χρόνος από το ξέσπασμα της πανδημίας, σαν να μην έχουν μεσολαβήσει πάνω από 6.000 νεκροί, σαν να μην άφησε εντελώς ανοχύρωτο το Εθνικό Σύστημα Υγείας, βγαίνει και μιλά για success story, προκαλώντας το κοινό αίσθημα. Χωρίς λέξη αυτοκριτικής για τα λάθη, τις ελλείψεις, τις ολιγωρίες, έχοντας πάρει μια σειρά από μέτρα που στερούνται λογικής -και τα οποία ο ίδιος πρώτος παραβιάζει- ζητά από μια κοινωνία που έχει φτάσει στα όριά της, να ξαναπειθαρχήσει, να κάτσει φρόνιμη και φοβισμένη, βλέποντας τη ζωή της να διαλύεται. Χωρίς να της προσφέρει καμιά απολύτως προοπτική.
Την ίδια στιγμή, απολύτως πιστός στις πολιτικοιδεολογικές του καταβολές, απολύτως συνεπής στο προεκλογικό του αφήγημα, παίρνοντας το αίμα του πίσω για την «αριστερή παρένθεση» -όπως ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του θεωρούν την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ- νομοθετεί μια σειρά καταστροφικών μέτρων και επιλέγει τον αυταρχισμό, προκειμένου να τα επιβάλλει. Το γράφει, άλλωστε, και ο Μακιαβέλλι: «είναι αλήθεια πως αν καταχτήσεις και πάλι τους ανταρτημένους τόπους, πολύ πιο δύσκολα θα τους ξαναχάσεις. Γιατί ο αφέντης, παίρνοντας αφορμή από την ανταρσία, μεταχειρίζεται κάθε μέσο για την ασφάλειά του: τιμωρεί τους ενόχους, παρακολουθεί τους ύποπτους, δυναμώνει εκεί που νιώθει πως είναι πιο αδύνατος».
Αντιδημοκρατική εκτροπή
Εμβληματικό παράδειγμα το νομοσχέδιο για την Παιδεία, όπου ξεδιπλώθηκε όλη η ακραία, νεοφιλελεύθερη, νεοδεξιά αντίληψη. Ένα νομοσχέδιο στη διάρκεια συζήτησης του οποίου -και με αφορμή τα ογκώδη εκπαιδευτικά συλλαλητήρια που το συνόδευαν- γίναμε μάρτυρες μιας αντιδημοκρατικής εκτροπής που μόνο τυχαία δεν ήταν. Η άρνηση της κυβέρνησης να μεταθέσει τη συζήτησή του σε χρόνο ύστερο του λοκντάουν, εντάσσεται σε ένα καλά επεξεργασμένο σχέδιο που στοχεύει στην εμπέδωση και στη διαχείριση του φόβου και που θέλει κάθε μέρα της πανδημίας να αξιοποιείται υπέρ της σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που η κυβέρνηση της ΝΔ υπηρετεί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τον αέρα των δημοσκοπήσεων -«πειραγμένες» ή μη, είναι μια άλλη συζήτηση- και με την απόλυτη μιντιακή υπεροπλία που του διασφαλίζει ο πακτωλός χρημάτων προς τα ΜΜΕ και οι «προνομιακές» σχέσεις του με επιχειρηματίες του χώρου, θα έπρεπε -θεωρητικά- να αισθάνεται σίγουρος. Είναι όμως έτσι; Οι κινήσεις των τελευταίων ημερών δείχνουν ότι η εικόνα κυριαρχίας του, δειλά μεν, αρχίζει να ρηγματώνεται. Η Ικαρία ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για αυτόν, το καθολικό λοκντάουν ομολογία αποτυχίας, η συνεχώς διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια προϊδεάζει για το μέλλον.
Σε αυτή ακριβώς τη συγκυρία, τη στιγμή που απαιτείται ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πρόταγμα, με ένα λαό φοβισμένο και κουρασμένο, ευεπίφορο σε κάθε λογής επιρροές, η ευθύνη της Αριστεράς είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη. Ένα σχέδιο δημιουργίας ευρύτατων δικτύων κοινωνικής προστασίας, που να αφορούν την υγεία, το εισόδημα, την εκπαίδευση, την πρόσβαση στη τεχνολογία -σχέδιο που δεν μπορεί παρά να φέρει την υπογραφή της- οφείλει να είναι η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητά της. Με θέσεις διαυγείς, ξεκάθαρες, με σαφές ιδεολογικό πρόσημο, που θα αποτελέσουν το αντίβαρο στην ταξική αναλγησία της Δεξιάς. Χωρίς να μπαίνει στη λογική του «ώριμου φρούτου» και χωρίς να επενδύει στην υποτίμηση του αντιπάλου και στη στείρα αντιδεξιά ρητορική -πρακτική που, άλλωστε, αποδείχθηκε καταστροφική στο παρελθόν- οφείλει να δώσει ελπίδα, διέξοδο και να εμπνεύσει και πάλι.
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή