Macro

Σωτήρης Βαλντέν: Τελείωσε το παιχνίδι με τις «κουμπάρες»;

Η έναρξη των διερευνητικών συνομιλιών με την Τουρκία αποτελεί καλή είδηση. Πρώτον, γιατί, όπως είπε ο πρωθυπουργός, «σταματήσαμε να παίζουμε τις κουμπάρες» -και τις κουμπάρες για το διάλογο παίζαμε κυρίως εμείς. Δεύτερον, επειδή ενόσω διεξάγεται διάλογος παραμερίζονται τα σενάρια στρατιωτικής αντιπαράθεσης και κυρώσεων. Τρίτον, επειδή η σοβαρότητα του Παύλου Αποστολίδη εμπνέει κάποια αισιοδοξία πως το παιχνίδι της κουμπάρας δεν μετατέθηκε απλά στις διερευνητικές, ενώ διακρίνουμε και κάποια δειλά ανοίγματα στο λόγο του πρωθυπουργού.

Δυστυχώς, αυτή η θετική εξέλιξη περιβάλλεται από επίσημες κινήσεις και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που «δείχνουν» προς την αντίθετη κατεύθυνση και τροφοδοτούν σκεπτικισμό για το αν πραγματικά οδηγούμαστε ή και επιδιώκουμε λύσεις. Οι αισιόδοξοι θα πουν πως «έτσι γίνεται η πολιτική στην Ελλάδα»: δημαγωγούμε, αλλά τελικά, χωρίς να το ομολογήσουμε, κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα μας θυμίσουν την ΕΟΚ και τις βάσεις με τον Ανδρέα Παπανδρέου ή τις Πρέσπες με τον Μητσοτάκη.

Δεν συμμερίζομαι αυτή την προσέγγιση. Η τακτική του άλλα λέω και άλλα κάνω υποτιμά τη νοημοσύνη του λαού. Η ανοχή ή και η διάδοση εθνικιστικού δηλητηρίου στους πολίτες δυσχεραίνει ή και καθιστά ανέφικτες εθνικά συμφέρουσες και συχνά απλές λύσεις. Η εθνικιστική ρητορική επιτρέπει στους υπερπατριώτες να παρασύρουν τη χώρα σε αδιέξοδα ή και καταστροφές. Το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προ τριακονταετίας που, με τις καλύτερες των προθέσεων, κατέληξε να κλιμακώσει το μακεδονικό λέει πολλά.

Η πρόσφατη επίθεση Σαμαρά στην κυβερνητική πολιτική (διάλογος, Χάγη, μακεδονικό) δεν πρέπει να υποτιμηθεί, πολλώ μάλλον που είναι η κορυφή του παγόβουνου, εντός και εκτός της ΝΔ. Το μπλοκ των υπερπατριωτών μπορεί να αποβεί μοιραίο για την επίτευξη λύσεων. Η παρέμβαση Σαμαρά υπενθυμίζει τη σημασία του σταθερού μετώπου απέναντι στον εθνικισμό. Δείχνει ακόμη γιατί η αντιπολίτευση δεν πρέπει να περιορίζεται στα περί «έλλειψης στρατηγικής» ή κυβερνητικής διγλωσσίας, αλλά να στηρίζει τα όποια θετικά βήματα και να αντιπαρατίθεται προς τα αρνητικά με σαφές αντιεθνικιστικό πρόσημο. Από την άποψη αυτή, αποτελεί θετική στροφή πως ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πλέον να επικεντρώνεται στην ομηρεία της κυβέρνησης στον Σαμαρά και όχι σε πλειοδοσία αδιαλλαξίας (άρθρο Τσίπρα στο NEWS 24/7, 27/1).

Ας δούμε μερικές θέσεις και καταστάσεις που αντιστρατεύονται την επίτευξη λύσεων με διάλογο:

«Κρατάμε μικρό καλάθι»: Εδώ ο επίσημος λόγος συγκλίνει με όσους θέλουν το καλάθι όχι μικρό, αλλά άδειο. Προβάλλεται πως πρόκειται για τον 61ο γύρο, υπονοώντας πως πάμε για άλλους 61. Το ζητούμενο δεν είναι οι λύσεις, αλλά ποιος θα κρατήσει τον «μουντζούρη». Όμως πώς να πετύχουμε στο διάλογο, αν δεν πειστούμε και δεν πείσουμε πως επιδιώκουμε λύση; Αμοιβαία συμφέρουσες λύσεις στις διαφορές μας με την Τουρκία και αναγκαίες είναι και δυνατές. Αυτό πρέπει να είναι το σημείο εκκίνησης για τη χώρα μας.

«Ένα και μοναδικό θέμα» προς συζήτηση (ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα): Έχει γίνει σχεδόν ιερή γραφή, ενώ οι πάντες γνωρίζουν πως ούτε μία είναι η διαφορά μας με την Τουρκία, ούτε μόνο ένα ζήτημα συζητήσαμε στο παρελθόν ή συζητάμε σήμερα. Ο αντίλογος έχει πλειστάκις αναλυθεί (Ροζάκης, Ιωακειμίδης, Ηρακλείδης, Τσούκαλης, Μουζέλης, Μπίστης, Τσίκας, κλπ.). Επισημαίνω μόνο πως, αν εμείνουμε δογματικά στο «ένα ζήτημα», οι δυνάμεις της λύσης θα βρεθούν στην άμυνα μόλις υπάρξει πρόοδος στο διάλογο και λύσεις δεν θα υπάρξουν.

«Ο χρόνος είναι με το μέρος μας» (οπότε ας μη βιαζόμαστε): Αρκεί μια ματιά στο γράφημα για να κατανοήσουμε πόσο ανόητη είναι αυτή η άποψη που ακούγεται εδώ και δεκαετίες. Το 1974 τα ΑΕΠ των δύο χωρών ήταν περίπου ίδια, το 2003 (σχέδιο Ανάν) της Τουρκίας ήταν σχεδόν διπλάσιο από το δικό μας. Σήμερα είναι περίπου πενταπλάσιο. Σε άλλα 20 χρόνια πού θα βρίσκεται; Αφήνω και άλλους παράγοντες που ενισχύουν διαχρονικά τη θέση της Τουρκίας.

«Η Ελλάδα μεγαλώνει» (με τα 12 μίλια): Από πότε έγινε στόχος μας η γεωγραφική επέκταση και όχι η ολόπλευρη ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της χώρας; Ξαναγυρνάμε στη «Μεγάλη Ελλάδα»; Κανείς δεν έχει αντίρρηση να πάμε τα χωρικά μας ύδατα όσο μας επιτρέπει το διεθνές δίκαιο, δηλαδή και χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο τις σχέσεις με τους γείτονες. Όμως τα περί Ελλάδας που μεγαλώνει στρώνουν τον δρόμο σε κατηγορίες για προδοσία, επειδή η Ελλάδα δεν μεγάλωσε (ή μίκρυνε, έναντι παράλογων προσδοκιών), καθώς θα φανεί πως δεν θα πάμε παντού στα 12 μίλια.

«Υπεροπλία στο Αιγαίο»: Όλοι (ή σχεδόν) συμφωνούμε πως η ισχυρή άμυνα είναι αναγκαία στο σημερινό δύσκολο και ασταθές περιβάλλον μας. Από πότε όμως επιδιώκουμε την «υπεροπλία» και όχι την «επαρκή άμυνα» (κατά τη διατύπωση Γκορμπατσόφ); Οι τυμπανοκρουσίες για Ραφάλ, φρεγάτες, κλπ. αποπροσανατολίζουν από την αναζήτηση ειρηνικών λύσεων και ωθούν προς μια κούρσα εξοπλισμών με τη γείτονα που είναι απίθανο να κερδηθεί, και ούτως ή άλλως μας αφαιμάζει. Οι αποφάσεις για αμυντικές δαπάνες πρέπει να παίρνονται με ηρεμία. Σήμερα, όλα δείχνουν πως υπαγορεύονται από τη νευρικότητα και τα πολιτικά παιχνίδια της συγκυρίας, αν όχι και από ισχυρά οικονομικά λόμπι.

«Οι κυρώσεις, το κύριο όπλο κατά της Τουρκίας»: Παρά την παταγώδη αποτυχία των προσπαθειών για ευρωπαϊκές κυρώσεις, ο κυρίαρχος λόγος επιμένει πως αυτή η στρατηγική έφερε τους Τούρκους στο τραπέζι του διαλόγου. Ας αναλογιστούμε, όμως, αν θα υπήρχαν σήμερα διερευνητικές στην περίπτωση που θα είχαμε πετύχει να επιβάλουμε κυρώσεις. Οι καλές σχέσεις με την Ευρώπη συμφέρουν την Τουρκία. Και η Ευρώπη τις επιθυμεί, παρά τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, παρά τον ισλαμοφοβικό λαϊκισμό ακροδεξιών και πολλών συντηρητικών. Παρά, τέλος, την εύλογη αποδοκιμασία του αυταρχισμού του Ερντογάν από κάθε δημοκράτη. Η ανάγκη καλών ευρωτουρκικών σχέσεων δεν απορρέει μόνο από οικονομικά συμφέροντα (τέτοια έχει εξάλλου και η Γαλλία όταν μας πουλάει όπλα). Προκύπτει από ευρύτερες γεωπολιτικές θεωρήσεις. Και βέβαια καλές σχέσεις δεν χτίζονται με κυρώσεις. Οι ελληνοτουρκικές εντάσεις και το κυπριακό αποτελούν αγκάθια στις διεθνείς επιδιώξεις της ΕΕ, επιδιώξεις που συνάδουν και με τα δικά μας συμφέροντα. Ένας ακόμη λόγος για να πάμε σε λύσεις.

Ακραίο δείγμα του παραλόγου της «κυρωσεομανίας» είναι οι πανηγυρισμοί για τις αμερικανικές κυρώσεις. Όμως, ως γνωστόν, αυτές δεν επιβάλλονται για μας ή για την Κύπρο. Αποτελούν απαράδεκτη ιμπεριαλιστικού τύπου ενέργεια, στο πλαίσιο της αντιρωσικής σταυροφορίας της Ουάσιγκτον με την οποία η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να ευθυγραμμίζεται.

Τα τριτοκοσμικά ΜΜΕ, κίνδυνος για τη δημοκρατία: Δεν αναφέρομαι εδώ στην κομματική μονοπώληση των κρατικών και ιδιωτικών καναλιών από τη ΝΔ, αλλά στο πώς παρουσιάζονται τα «εθνικά» θέματα. Πρώτον, στο σχολιασμό από λίγους τουρκοφάγους διεθνολόγους (κατά σύμπτωση οι περισσότεροι στελέχη της ΝΔ), με αποκλεισμό κάθε αποκλίνουσας φωνής. Δεύτερον, στη μετατροπή των εκφωνητών και σχολιαστών των ειδήσεων από δημοσιογράφοι σε φερέφωνα των υπουργείων εξωτερικών και άμυνας ή του Μαξίμου. Πρόκειται για πρωτάκουστη για δυτική δημοκρατία πρακτική, όπου, στρατευμένοι στην «εθνική» υπόθεση δημοσιογράφοι, αναμεταδίδουν τα κυβερνητικά ραβασάκια ως δικά τους χωρίς καμία δημοσιογραφική αποστασιοποίηση. Ό,τι και να πουν ή να κάνουν οι Τούρκοι είναι «πρόκληση» (NAVTEX, επίκληση διεθνούς δικαίου, εμμονή στα κυριαρχικά δικαιώματα, κλπ.). Δεν το λέει κάποιος, π.χ. το υπουργείο, το λένε οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι ως αυτονόητο. Αλλά όταν η ελληνική πλευρά λέει κάτι αντίστοιχο, είναι προφανώς ορθό. Ποτέ δεν μαθαίνουμε το επιχείρημα της άλλης πλευράς (ακόμη και για εγκληματίες του ποινικού δικαίου εμφανίζεται και η υπεράσπιση στα δελτία ειδήσεων). Αποσιωπώνται οι δυσάρεστες ειδήσεις. Καλλιεργείται πολεμικό κλίμα με συνεχείς εικόνες στρατιωτικών ασκήσεων. Οι υπερεξοπλισμοί προβάλλονται ως διαφημίσεις πολεμικών βιομηχανιών. Και αν κάποτε ακουστεί κάποια απόχρωση, είναι για να επικριθούν κυβερνητικές ενέργειες ως ενδοτικές.

Η τέτοια ενημέρωση συνάδει με τριτοκοσμικό αυταρχικό καθεστώς, όχι με ευρωπαϊκή δημοκρατία. Αν η κυβέρνηση δεν σταματήσει να υποθάλπει αυτή την σκανδαλώδη κατάσταση και αν η αντιπολίτευση δεν αναδείξει το ζήτημα αυτό, ελπίδα για λύση στα ελληνοτουρκικά, φοβάμαι, δεν υπάρχει.